Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΣυγκοινωνίες και ευρεσιτεχνίες (χρονογράφημα)
Προχτές Τρίτη - πρώτη του μηνός - πήγα πάλι στην περιοχή Αμπελοκήπων για την πληρωμή μου από τη δημόσια υπηρεσία οπού εργάζομαι. Αφού καταταλαιπωρήθηκα περιμένοντας τα σπανιότατα λεωφορεία του Μαρασλείου, πήρα τελικά το τρόλεϊ, περπάτησα το υπόλοιπο διάστημα και έφτασα μες στο ντάλα μεσημέρι στον προορισμό μου - καθημαγμένος.
Στο δρόμο σκεφτόμουν διάφορα κοινά πράγματα; ότι έχω να πληρώσω το νοίκι, να στείλω χρήματα στην οικογένεια μου και να πάρω - με τις εκπτώσεις - κάποια ηλεκτρικά είδη που είχα από καιρό στο μάτι. Από αυτά, τα δυο πρώτα έπρεπε να γίνουν μέσα στη μέρα.
Μόλις όμως έφτασα στη δημοσιά αυτή υπηρεσία, οπού και η πληρωμή, ακούω να μου λένε: «Άδικα ήρθατε. Απεργούν οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος και δεν έχει λεφτά. Αύριο και να δούμε». Έφυγα ελαφρώς ζεματισμένος. «Τί να κάνουμε; η απεργία είναι δικαίωμα», παραδέχτηκα με κόπο.
Περιμένοντας, σε λίγο, στην ειδυλλιακή αφετηρία των λεωφορείων του Μαρασλείου, θυμήθηκα ξαφνικά ότι τα ίδια και τρισχειρότερα είχα πάθει και στις 16 Ιουλίου, όταν είχα έρθει πάλι για να πληρωθώ. Τότε δεν είχαν απεργία οι τράπεζες αλλά τα τρόλεϊ και μάλιστα απεργία τόσο αιφνιδιαστική, ώστε o κόσμος απληροφόρητος περίμενε για ώρα στις στάσεις, νομίζοντας πως κάποια κυκλοφοριακή εμπλοκή θα είχε συμβεί. Ταξί, εννοείται, δεν υπήρχαν και τα πιο πολλά λεωφορεία των αυτών με τα τρόλεϊ γραμμών είχαν και αυτά αποχή - αλληλεγγύης.
Έβλεπα τις μυριάδες τα ιδιωτικά αυτοκίνητα να περνούν και μακάριζα τους επιβαίνοντες - συνήθως ένας. Οι πραγματικοί τιμωρημένοι της υποθέσεως ήμασταν εγώ και οι όμοιοι μου, οι πιο άσχετοι απ' όλους. Στο τέλος ξεκίνησα και πήγα από το κέντρο της Αθήνας ως τους Αμπελόκηπους με τα πόδια. O καθένας φαντάζεται σε τι κατάσταση έφτασα - 16 Ιουλίου και μεσημέρι, όπως είπα.
Άλλα τί να κάνω; Ήθελα να πληρωθώ, να φύγω κι εγώ για καμιά εβδομάδα σε διακοπές. Και έτσι επέμεινα. Είμαι και άμαθος, εδώ που τα λέμε, από τις καθημερινές ταλαιπωρίες του κόσμου, γιατί, για να αποφεύγω τα μπλεξίματα με τις συγκοινωνίες, κατοικώ πάντα στο κέντρο. Δόγμα μου είναι ότι δεν πρέπει να χρειάζεσαι συγκοινωνία για να φτάσεις από το κέντρο της πόλεως στο σπίτι σου. Αλλιώς το σπίτι δεν είναι κατάλληλο. Αν είχαν όλοι αυτά τα μυαλά, η Αθήνα θα είχε τεράστιους ουρανοξύστες.
Πάντως, οπότε μπλεχτώ σε ώρες αιχμής με τις συγκοινωνίες, μου δημιουργείται ισχυρή αγανάκτηση. «Η πραγματική επανάσταση από τις ουρές αυτές θ' αρχίσει κάποια ώρα», λέω μέσα μου. Και αν το κακό οφείλεται σε απεργία, ρίχνω από πάνω ολίγη κρέμα για να το εξευγενίσω: «Η απεργία είναι δικαίωμα και δικαίωμα ιερό». Και παίρνω κάποια υπομονή και κουράγιο.
Τα ίδια ρητά χρειαζόταν, δυστυχώς, να επικαλούμαι όταν προ εξαμήνου νοσηλευόμουν στο ΚΑΤ με σπασμένα τα ποδιά και έβλεπα -μάλλον άκουγα - καθημερινά για τη μεγάλη ταλαιπωρία των δικών μου, να ανέβουν και να κατέβουν στο ΚΑΤ πρωί και βράδυ, καθώς τον καιρό εκείνο ξεσπούσαν αλλεπάλληλες απεργίες στα συγκοινωνιακά μέσα και, ακόμα, τότε είχε βρει και ό Ηλεκτρικός να μη φτάνει ως την Κηφισιά, αλλά ως τη Νέα Ιωνία και το πολύ πολύ ως το Νέο Ηράκλειο. «Η απεργία είναι δικαίωμα», έλεγα καθ' εαυτόν και επαναπαυόμουν σχεδόν ευτυχής μέσα στους γύψους μου, καθώς δεν ήμουν υποχρεωμένος να την υποστώ στο πετσί μου. Μέσα μου όμως μια δειλιασμένη φωνή αντέλεγε: «Μπορεί να είναι δικαίωμα, αλλά δεν είναι ψωμοτύρι».
Θα μου πει όμως κανείς λάτρης των μεγάλων και μπουμπουνιστών θεμάτων και αναπτύξεων: «Και γιατί μας τα λες αυτά;» Τα λέω, έτσι για να μιλήσω κάπως, να τολμήσω να γκρινιάξω κάπως γι' αυτά τα ταμπού που εμείς κυρίως τα πληρώνουμε, αλλά και εμείς, δοθείσης ευκαιρίας, τα κάνουμε στους άλλους και βρισκόμαστε όλοι μας μέσα σ' ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, που δεν μπορούμε ούτε να το κόψουμε, αλλά ούτε και να το υποφέρουμε. Και, ακόμα, τα λέω για να δείξω την προσωπική μου, όχι προνομιούχα, κατάσταση.
Και κάνοντας αυτές τις σκέψεις περνούσε η ώρα. Κάποτε ήρθε το λεωφορείο, αλλά μας οδήγησαν από την πίσω πόρτα. Άλλαξε, πάλι, το σύστημα, είπαμε - οπισθογεμές. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό.
Στον πίσω διάδρομο βρεθήκαμε προ ενός μηχανήματος που κόβει, λέει, τα εισιτήρια αυτομάτως, φτάνει να του ρίξεις τα κατάλληλα κέρματα. Τα κατάλληλα όμως… Αν ανεβείτε, ας πούμε, τέσσερις, δεν μπορείτε να του ρίξετε δύο εικοσάρικα, αλλά τέσσερα δεκάρικα - εικοσάρικα δεν παίρνει. Εάν ανεβεί ένας, μπορεί, εκτός από δεκάρικο, να ρίξει δύο τάλιρα η ένα τάλιρο δυο δίδραχμα και μια δραχμή ή πέντε δίδραχμα ή δέκα δραχμές - μια μια. Τα πενηνταράκια δεν έχουν ούτε εδώ πέραση.
Είχα έτοιμα στο χέρι ένα τάλιρο, δυο δίδραχμα και δυο πενηνταράκια. Νόμιζα πως θα τα ρίξω στο γνωστό κουτί.
Ανεβαίνοντας όμως διαπίστωσα πως με το συνδυασμό αυτό δεν μπορούσα να βγάλω εισιτήριο από το μηχάνημα και μάλλον έπρεπε στην άλλη στάση να κατέβω. Κρίμα στο χρόνο που ξόδεψα περιμένοντας. Αλλά ψάχνοντας ψάχνοντας στο τσαντάκι ανακάλυψα κάπου ένα δεκάρικο και το έριξα στο μηχάνημα.
Αλλά, ώσπου να μου φωνάξει «μη!» κάποιος που καθόταν εκεί δίπλα, εγώ πάτησα το κόκκινο κουμπί, που προκλητικά στο πάνω μέρος καρτερούσε. «Τώρα θα σας βγάλει μισό εισιτήριο», μου είπε ό παρακαθήμενος. «Και τί έπρεπε να κάνω για να μου βγάλει ολόκληρο;» ρώτησα εγώ. «Έπρεπε να μην πατήσετε το κουμπί.» Μα σε όλες τις περιπτώσεις, όταν ρίχνουμε σε κάποιο αυτόματο κουτί χρήματα, πατούμε το κουμπί, για να βγάλει στο φως αυτό που έχει μέσα, εδώ γιατί όχι;» «Έτσι είναι ρυθμισμένο από τον κατασκευαστή.» «Εσείς τί είστε;» του λέω. «Εισπράκτορας», μου κάνει. «Και γιατί κάθεστε εδώ;» «Για να καθοδηγώ τους επιβάτες.» «Έχει καλώς», είπα και προχώρησα με το παιδικό εισιτήριο στο χέρι. Είχα μάρτυρα έγκυρο. Άλλα και παιδικές απορίες πολλές.
Ξέρω κάπως τα μηχανήματα αυτά, τα θυμάμαι αμυδρά. Τα έχουν σε μερικές γραμμές της Θεσσαλονίκης από χρόνια. Η άτυχη αυτή πόλη ήταν ως τώρα πεδίον κάθε δημόσιου πειραματισμού, προκειμένου αυτός να μεταφυτευθεί κάποτε ώριμος και ρεγουλαρισμένος στην πρωτεύουσα. Τώρα έγινε και πεδίον κάθε ιδιωτικής αφέλειας και προοδευτικής δήθεν κακογουστιάς, καθώς η Μακεδονία εδώ και τρεις δεκαετίες έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες ανώριμους πολιτιστικά μετανάστες στη Γερμανία και στην άλλη Ευρώπη, οι όποιοι τώρα επιστρέφουν γεμάτοι «ευρωπαϊκό» μένος, πολύ φοβάμαι όχι και τόσο διαφορετικό ως προς το πνεύμα του από εκείνο της Κατοχής. Έφεραν, λοιπόν, κι αυτά τα κουτιά για να διαφεντέψουν τα κέρδη τους και τις μετοχές τους στα λεωφορεία μέχρι πεντάρας. Οι εισπράκτορες θέλουν μισθό, τα αυτόματα όχι. Τώρα, μαζί με τα λεωφορεία-φυσούνες, μας ήρθαν τα αυτόματα και στην Αθήνα.
Είναι από τα αντιπαθέστερα πράγματα που μπορεί να αντικρίσει κανείς κινώντας το πρωί για τη δουλειά του. Και αυτά δεν αποτελούν αόριστες συναισθηματικές αντιδράσεις προς κάτι το νέο - ώρες είναι να θεωρηθώ και οπισθοδρομικός - αλλά παρατηρήσεις βγαλμένες από την καθημερινή πράξη.
Πρώτα πρώτα είναι το ζήτημα των κερμάτων, τους δυνατούς συνδυασμούς των οποίων ανέλυσα. Είναι, βέβαια, και πολλά άλλα. Το κουτί έπαιρνε πολύ περισσοτέρους συνδυασμούς, αλλά έπαιρνε και κουμπιά, όπως λένε. Δεν είναι όμως και τόσο εύκολη υπόθεση το κουμπί. Φαντάσου να ρίξεις κουμπί και να γυρίσει ο οδηγός και να σε δει ή να σε δει κανένας επιβάτης. «Ο κύριος έριξε κουμπί!» Να έχεις έτοιμο στη χούφτα σου το κουμπί και, ανεβαίνοντας, να βρίσκεις δίπλα στο κουτί κάποιον πού, με ένα εικοσάρι στο χέρι, να σου λέει αγγελικά: «Μου δίνετε το δεκάρικο σας, να σας δώσω το εικοσάρικο μου, να το ρίξετε και για τους δυο μας;» Τί θα πεις εσύ; Θα πεις «σας δίνω το κουμπί μου για να μου δώσετε το εικοσάρικο σας, να το ρίξω και για τους δυο μας»; Κι αν είναι βαλτός, κι αν είναι αστυνομικός, κι αν είναι σχολαστικός, κι αν είναι ηθοπλαστικός; Δύσκολο, λοιπόν, αυτό με τα κουμπιά. Και όχι πολύ οικονομικό, εδώ που τα λέμε. Διότι ένα κουμπί την σήμερον ημέραν έχει κι αυτό την αξία του. Άλλα το θέμα μας δεν είναι τα κουμπιά, μα τα αυτόματα αυτά εκδοτήρια.
Όμως, έκτος από τα κέρματα και τους συνδυασμούς κερμάτων, έχουν ακόμα ένα μειονέκτημα, σοβαρό και ανάλογο με τα κουμπιά, αυτά τα εκδοτήρια. Μπορούν να πάρουν και να λειτουργήσουν αποδοτικά με κατάλληλες ροδέλες. Κόβεις όσες θέλεις, κατάλληλες ροδέλες, και ρίχνεις μονό απ' αυτές. Εδώ δεν είναι εύκολο να σε πιάσουν. Μπορείς και να τις πουλάς ακόμα, μισοτιμής.
Την άλλη φορά, είχα γελάσει πάρα πολύ, όταν διάβασα για το φιάσκο των εγκαινίων τους από τον αρμόδιο υπουργό. Όλοι οι μαζεμένοι στην τελετή έριχναν κέρματα στους διάφορους συνδυασμούς και θαύμαζαν τη γρηγοράδα με την οποία έπεφτε το εισιτήριο. Όποτε, πάνω στην αποκορύφωση του θριάμβου και των αποκλίσεων, ο υπουργός έγνεψε σε κάποιον ακόλουθο του να ρίξει ένα από τα ομοιώματα των κερμάτων, που είχαν μυστικά ετοιμάσει. Και το θαυματουργό μηχάνημα όχι μόνο ανταποκρίθηκε, αλλά έριξε στην υποδοχή δέκα εισιτήρια μαζεμένα. Αμέσως το σκηνικό άλλαξε και ο θρίαμβος μετατράπηκε σε καταστροφή.
Το περιστατικό αυτό μου θύμισε έντονα το γνωστό εκείνο επεισόδιο από την ταινία «Μοντέρνοι Καιροί» του Σαρλώ, που όποτε το βλέπω τρελαίνομαι στα γέλια: Ένας μεγαλόπνευστος εφευρέτης παρουσιάζει τη ρηξικέλευθη εφεύρεση του στο διευθυντή μεγάλης βιομηχανίας. Είναι μια μηχανική ταγίστρα, ένα μηχάνημα που ταΐζει - και ποτίζει - τους εργάτες αυτομάτως, ώστε να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος με την τόσο επιζήμια αυτή συνήθεια, που αποτελεί το φαγητό. Επί σκηνής, λοιπόν, είναι το μηχάνημα, ο εφευρέτης, ο διευθυντής, οι παραδιευθυντές και οι εργάτες. Για την επίδειξη χρειάζεται να καθίσει ένας εργάτης εμπρός στην ταγίστρα, ώστε αυτή να τον ταΐσει, να τον ποτίσει στα γρήγορα, και να θαυμάσουν οι άλλοι τις ικανότητες της.
Όποτε ως κατάλληλο διαλέγουν τον μικροσκοπικό και ήδη περίτρομο εργατάκο, τον Σαρλώ. Αυτός, όταν τον καθίζουν στην ηλεκτρική ταγίστρα, χτυπάει από την τρομάρα του με τα πόδια τα καλώδια από κάτω, τα μπερδεύει, τα ενώνει και το μηχάνημα τρελαίνεται. Και τότε, με ένα ρυθμό ξέφρενο, συμβαίνουν διάφορα κωμικοτραγικά πράγματα, καθώς το μηχάνημα μπουκώνει με το ζόρι τον δεμένο με ζώνη εργάτη, ο οποίος φυσικά κλωτσάει ακόμα περισσότερο και προκαλεί την καταστροφή του παλαβού μηχανήματος.
Επειδή, λοιπόν, είμαι αντίθετος προς τα στυγνά μηχανήματα των λεωφορείων και υπέρ του κλασικού κουτιού, οπού ρίχνουμε μονοί μας σαν κύριοι το αντίτιμο, και επειδή είμαι κι εγώ λιγουλάκι εφευρέτης, έχω, προκειμένου να σωθεί το κουτί, να προτείνω την έξης επινόηση:
Μέσα στο κουτί να τοποθετηθεί ένας μηχανισμός τόσο ευαίσθητος και γρήγορος, ώστε μόλις πέσει μέσα κάτι διαφορετικό σε βάρος και ποιότητα να το επισημαίνει και να σημαίνει συναγερμό με ήχους και γλομπάκια, που θα αναβοσβήνουν σε όλο το λεωφορείο. Τα γλομπάκια να είναι πολύχρωμα και οι ήχοι γέλια, ακράτητα, ξεκαρδιστικά γέλια, οπότε, βέβαια, θα παρασύρεται σε γέλια και καγχασμούς όλο το πλήρωμα, κοιτάζοντας τον δράστη.
Να δείτε ότι κανείς δεν θα τολμήσει να ξαναρίξει κουμπιά η ροδέλες. Γέλια, λοιπόν! Ακράτητα γέλια…
5 Σεπτεμβρίου 1981
Γιώργος Ιωάννου, «Συγκοινωνίες και ευρεσιτεχνίες», Εύφλεκτη Χώρα, Κέδρος 31986, σ. 80-85.