Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα παιδιά στην πλατεία μπροστά στον Παντοκράτορα

Το Γυρί (απόσπασμα)

Ωστόσο τα παιδιά, σα φτάσανε στην Πάνω Χώρα, στη συνοικία του Παντοκράτορα, βγήκανε προς το πίσω μέρος, εκεί που αρχίζει πια η εξοχή και φαίνεται δεξιά ο κάμπος και ζερβά η θάλασσα κι αντίκρυ ένα δασάκι από πεύκα που οι κορφές τους ξεπροβάλλουν πίσω από ένα φρύδι χθαμαλό και το ακολουθάνε ως κάτω μέσα στο ανακάτωμα της ρεματιάς.

Πάνω απ' το κεφάλι τους πύργωνε η γωνιά του κάστρου, το μετερίζι της μπασιάς, θεόρατη και κοφτερή σα να 'σκιζε τον ουρανό. Κοκκίνιζε στη δύση του ήλιου, μέσ' από μιαν αψίδα φαινόταν κάποιο βάθος σκοτεινό κι από μια τρύπα πιο ψηλά πετάχτηκ΄ ένας ίσκιος φτερωτός και χάθηκε αθόρυβα. Το δυνατό μελτέμι σφύριζε μέσα στα χαλάσματα, δυο κυπαρίσσια γέρνανε το 'να στο άλλο, κρυφομιλούσαν κι έπειτα χωριζόντανε γέρνοντας απ' την άλλη. Κάτι σύννεφα μαβιά σκοντάφτανε πάνω στις μολυβένιες κορυφές του Παναχαϊκού. -Ψηλά, εκεί που η γης τελειώνει κι αρχίζει ο ουρανός, κύριε Φίλιππα, του εξήγησε ο Σάββας για να καταλάβει.

Ο Θάνος, το μεγαλύτερο απ' τα παιδιά, πρότεινε τότε, έτσι, άκαρδα:

-Τι λέτε, μπαίνομε στο κάστρο;

-Ας μπούμε, είπανε κι οι άλλοι δίχως να κουνηθούν από τη θέση τους.

-Θα νυχτωθούμε, λέει τότε ο Θάνος. Να 'ρθομε άλλη μέρα, με τον ήλιο.

Στάθηκαν για λίγο στην πλατεία του Παντοκράτορα, μπροστά στην εκκλησία. Είχαν ακούσει πως κάποτε ήταν τούρκικο τζαμί κι έπειτα που οι αρματολοί το κυριέψαν λειτουργήθηκε στο όνομα του Παντοκράτορα. Έπιασαν τη συζήτηση. Βέβαια, ο Παντοκράτορας είναι μεγάλη εκκλησιά, ως τρεις φορές σαν τη δική τους την Αγια-Βαρβάρα. Ναι, μα η Αγια-Βαρβάρα κάνει θαύματα, ο Παντοκράτορας δεν λογαριάζεται μπροστά της.

-Τον βλέπω από το λιακωτό μας, είπε ο Σάββας. Θαρρείς πως γονατίζει ανάμεσα στα σπίτια, κάποιες φορές πως τρεμουλιάζει σα νερό, πως πάει να σαλέψει…

Περισσότερο απ' όλα εκεί πάνω χαζέψανε κάποιο μεγάλο χτίριο που τα παράθυρά του ήτανε φραγμένα σταυρωτά με σίδερα. Ένας σκοπός βημάτιζε μπροστά στην πόρτα. Μέσ' από τα σίδερα, κάτι χλωμές μορφές κοιτάζουνε το χρόνο χωρισμένο σε τετράγωνα. Κάποιος τους έγνεψε στο Θάνο -στο Θάνο της κυρίας Ελένης, όχι στον άλλο, το μεγάλο Θάνο: -Ε, παιδί, αγόρασέ μου ένα κουτί τσιγάρα -και πέρασε το χέρι του από τα κάγκελα για να του δώσει τα λεφτά. Ο Θάνος έκανε δυο βήματα να πάει πιο κοντά, μα έπειτα γύρισε απότομα και το 'βαλε στα πόδια σα να τον κυνηγούσαν. Τ' άλλα παιδιά τρέξανε το κατόπι του και τον προφτάσαν πια σαν πέρασαν και την πλατεία Βούδη, μέσα στη γειτονιά. Σταθήκανε λαχανιασμένα. Τότε ο μεγάλος Θάνος αποπήρε το μικρό:

-Τι τρόπος ήταν ο δικός σου! Μας ντρόπιασες!

Μπήκε στη μέση και ο Μάνθος:

-Βέβαια, τι ξέρεις από λεβεντιά; Έχομε κι εμείς μια ολόιδια φωτογραφία του πατέρα μου, έτσι, πίσω από ένα παράθυρο με κάγκελα, ήτανε τότε που τον πιάσανε λαθρέμπορα.

-Την είδα κι εγώ! πετάχτηκε η Αλεξάντρα που τριγύριζε κοντά τους καθώς τους βρήκε μαζεμένους. Την είδα στο καπνοπωλείο. Ξέρω κι αυτό που γράφει από κάτω: τα σίδερα της φυλακής είναι για…

-Δρόμο! Τι θες εδώ! τη χούγιαξε ο ξάδερφός της ο Πιτσίκας και της αμολάει μια πέτρα.

Μα εκείνη βρισκότανε κιόλα μακριά, σέρνοντας πίσω την κατσίκα της. Στάθηκε σε απόσταση και ανακάτωνε τη σκόνη με τα γυμνά της πόδια, έπειτα πήγε ως τη βρύση, τα 'βαλε κάτω από το νερό, και όσο τα 'πλενε το 'να με τ' άλλο έφτιαχνε την πλεξίδα της με το κεφάλι της γυρτό στον ώμο.

-Κύριε Φίλιππα, είπε ακόμη ο Σάββας, ο Θάνος λέει πως δε μπήκαμε στο κάστρο γιατί εγώ φοβήθηκα. Δεν είν' αλήθεια. Εκείνος το μετάνιωσε. Σας λέω πως δε φοβήθηκα.

-Είσαι βέβαιος;

-Δε λέω ψέματα. Ο Θάνος το μετάνιωσε -απόδειξη που δεν θέλησε να πάμε ούτε στο πίσω μέρος που είναι στημένα τα κανόνια.

Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη και πρόσθεσε πιο σιγανά:

-Δε λέω ψέματα, τι θα σκεφτότανε για μένα η Κούλα;

Κοίταξε πάλι το Φίλιππο με θάρρος:

-Δεν την ξέρετε; Η Κούλα της κυρίας Ελισάβετ.

Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1990, σσ. 37-38