Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στην παλιά μου γειτονιά, κάτω από το κάστρο, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Έχουν περάσει τόσα χρόνια, η πόλη αυτή έγινε αγνώριστη, κι εκεί ούτε τα σπίτια έχουν αλλάξει ούτε οι δρόμοι· ούτε και το στενό της Νεραντζούλας που λέγανε, από τότε, πως θα γκρεμίσουνε το σπίτι της ν' ανοίξει ο δρόμος προς το κάστρο. Τίποτα, λες και η γειτονιά εκείνη, έξω απ' τα τείχη του μεγάλου κάστρου, δε συμμετέχει στην αλλαγή αυτής της πόλης. Μοιάζει περισσότερο με κάτι θέατρα υπαίθρια, που με τα πρώτα κρύα του φθινόπωρου εγκαταλείπονται και λίγο λίγο τα σκηνικά τους ξεθωριάζουνε από τη βροχή· ώσπου στο τέλος, πάνω στη σκηνή, πέφτουνε ρημαγμένα τα ξύλινα δοκάρια, τα ντεκόρ, οι τσίγκοι.

Κι εκεί το ίδιο· το παλιό νοσοκομείο, δίπλα το ερειπωμένο πια φθισιατρείο και πίσω ακριβώς τα τείχη του μεγάλου κάστρου. Η μάνα μου μού είχε πει πως στο φθισιατρείο κλείνανε τους ανθρώπους που τους έτρωγε η φθίση.


Η τελευταία άνοιξη, πριν φύγουμε απ' αυτή τη γειτονιά, το '58, ήταν γλυκιά, κοντά στο Πάσχα. Μύριζε ο ασβέστης κι ένα αεράκι δροσερό κατέβαινε απ' το κάστρο, καθώς ο ήλιος έπεφτε πάνω στα βρύα και τα χόρτα όλη μέρα. Στέγνωνε η γη κι έβγαζε μυρωδιά δροσιάς και πράσινη που απλωνότανε παντού: στους τοίχους, τις αυλές, έμπαινε απ' τα παράθυρα και τύλιγε τα σπίτια, πέρναγε από τα στενά της γειτονιάς και χυνότανε ως κάτω στην αυλή του Παντοκράτορα όπου στολίζανε, μ' άσπρα λουλούδια και γαζίες απ' τους κήπους, το κουβούκλιο του Επιταφίου. Και πια δεν έμοιαζε με τάφο του Χριστού, αλλά με μέρα ανοιξιάτικη, έτσι όπως έλαμπε ολόλευκος το βράδυ της Παρασκευής, όταν αργά περνούσε από τους δρόμους. Πίσω του εκείνη η πομπή ακολουθούσε όχι το άψυχο κορμί ενός νεκρού, αλλά το αναστημένο σώμα· και λάτρευε την άνοιξη και τις ανάσες της, τ' ωραίο σώμα που κοιμότανε ολόγυμνο· ίδια όπως κι οι άνθρωποι, όταν κοιμούνται τις νύχτες του καλοκαιριού και, αναδεύοντας αθώα στη βαριά ανάσα, σχηματίζονται κάτω από το ελαφρύ σεντόνι οι γυμνές γραμμές του σώματός τους.

Ό,τι κι αν άγγιζε ο αέρας, γινόταν ανοιξιάτικο και μέσ' την τόση ευδαιμονία της νυχτιάς τ' ανθρώπινα έπαιρναν ξαφνικά το σχήμα του θεού· την ώρα εκείνη, άλλωστε, βρισκόταν κι ο θεός πολύ κοντά στα πάθη των ανθρώπων.

Η επιτάφια πομπή περνούσε κάτω ακριβώς από τα τείχη του μεγάλου κάστρου. Κι ένιωσα εκεί, πολύ κοντά μου, δίπλα μου, μια παρουσία. Δεν κοίταξα ούτε απόρησα, γιατί μου φάνηκε πως περπατάγαμε έτσι από ώρα. Ύστερα, το χέρι που έσφιξε το χέρι μου απαλά ήταν ζεστό. Βαδίζαμε πολύ κοντά κι οι ώμοι μας φορές-φορές ακούμπαγαν, χώριζαν κι ύστερα η ανάσα μας γινόταν πιο ζεστή· δε μίλαγε κανείς, ώσπου σε λίγο ξεκόψαμε από την πομπή κι αμίλητοι καθίσαμε, χωρίς κανένα φόβο, στα σκαλοπάτια του παλιού φθισιατρείου. Μύριζε όμορφα η νύχτα, η δροσιά, τα μπράτσα μας γυμνά ακούμπαγαν ώρα πολλή. Μα αυτό δεν ήταν άγγιγμα συνηθισμένο· κάθε άλλο. Η καρδιά μου έπαλλε με κίνηση αρμονική και το αίμα έτρεχε ζωντανό στη φλέβα του λαιμού μου. Ένιωθα να πλαταίνω και να λύνομαι κι ένιωσα την ψυχή μου να φυτρώνει και να αναδύεται, γιατί περισσότερο η ψυχή μου είχε δοθεί στο άγγιγμα εκείνο και μετάγγιζε και στο κορμί μια ζέστα άγνωστη, κάτι σαν άχνα πρωινή από βρεγμένο χώμα· σαν αίσθηση του καθαρού κι αθώου· και πάντως, ένα μυστήριο ανερμήνευτο.

Τα μάτια της μέσ' στο σκοτάδι ήσαν ήρεμα κι έγειρε ήσυχα στον ώμο μου κι ακούμπησε τ' ωραίο της κεφάλι. Στο βάθος ο επιτάφιος λαμπύριζε άσπρος και πίσω του οι άνθρωποι ένα ποτάμι φωτεινό, αργά κινούμενο. Ήμουν οχτώ χρονώ παιδί και κράτησα το μυστικό της νύχτας, τη ζέστα και τη μυρωδιά, το αθώο βλέμμα που αγνοεί τη χυδαιότητα του κόσμου· και τη σιωπή, προπάντων τη σιωπή που κλείνει μέσα της ήχους γλυκούς και τρέφει ως τα σήμερα τον έρωτά μου.

Τον ίδιο χρόνο φύγαμε απ' αυτή τη γειτονιά. Μας έδωσε το κράτος ένα σπίτι στα Εργατικά, έξω σχεδόν από την πόλη, κι έτσι φύγαμε. Όλα εδώ, οι δρόμοι, οι άνθρωποι και τα κτίρια ήσαν αλλιώτικα. Τα κτίρια προπαντός, το ένα τετράγωνο πίσω απ' το άλλο, στη σειρά, μοιάζανε με στρατιωτικό καταυλισμό και μόνο η παρουσία των ανθρώπων δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα χαρούμενη και λαϊκή, τελείως διαφορετική από τη σκοτεινή και γκρίζα των στρατώνων. Σε λίγο μάλιστα συνήθισα και είχα την εντύπωση πως βρίσκομαι σε κατασκήνωση ή τέλος πάντων σ' εξοχή. Είχε ποτάμια εδώ με όχθες και χωράφια που το χειμώνα πλημμυρίζανε, δέντρα πολλά και γιοφύρια ξύλινα, φωνές και πρόσωπα άγρια - όλοι εργάτες· ακόμα και κοτέτσια είχε κι αργαλειούς και μία γίδα, της Κανέλλας. Όλοι κάτι κουβάλησαν απ' τις παλιές τους γειτονιές, πράγματα και συνήθειες· ποιος ξέρει τι χαμόσπιτα μέσα σ' ανήλιαγα στενά άφησαν πίσω τους κι έτσι ανέλπιστα ξεφύγανε απ' τη μιζέρια που είχε κολλήσει στο πετσί τους σαν την ψώρα. Τι κρύα στους χειμώνες είχαν τραβήξει όλοι αυτοί, σε τι μαγκάλια είχαν ψηθεί τα πρόσωπά τους και τα χέρια τους κι ήσαν σκληρά και ροζιασμένα. Ξέρω, απ' τους δικούς μου: άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν φανταστεί πως κάποτε θα μπαίναν σε δικό τους σπίτι. Γι' αυτό κι εκείνες οι γυναίκες, όταν η έκπληξή τους πέρασε, πήραν απάνω τους σαν κάτι, έναν «αέρα» λες κι οι πιο πολλές ένιωσαν γρήγορα «κυρίες». Ήτανε τότε που πουλήσαμε μια σιφονιέρα, σκαλισμένη, κάρινη και αγοράσαμε μία φορμάικα, καναρινί, γιατί όλες οι γειτόνισσες τις είχαν σε μεγάλη υπόληψη αυτές τις σιφονιέρες, τις γυαλιστερές με τους οπάλ χρωματισμούς.

Κι εγώ με τον καιρό έκανα άλλους φίλους, το Σωκράτη και το Νίκο, με τους παλιούς χαθήκαμε, ξέχασα και τη Φθίση εντελώς και το κάστρο το 'βλεπα πια μονάχα από μακριά. Δεν ήθελα ούτε ν' ανηφορίζω προς τα 'κει, γιατί ένιωθα μια παράξενη ενοχή. «Θα σκέφτονται», έλεγα, «ότι τους έχω εγκαταλείψει ξαφνικά, ότι τους έχω ξεγελάσει κι έχω φύγει· μπορεί και να νομίζουν κιόλας πως τόθελα να φύγω. Γι' αυτό θα μ' έχουνε ξεγράψει απ' το μυαλό τους, πια» συλλογιζόμουνα· πώς να τους έβλεπα ξανά; Δεν είχα δίκιο, βέβαια, ούτε και τότε ούτε και τώρα. Γιατί και τώρα ακόμα, όταν περνάει κάμποσος καιρός κι έχω να δω τους φίλους μου, ρίχνω το φταίξιμο σε μένα και νιώθω πάντα τις ίδιες ενοχές. Κι όμως, τίποτα δεν ξεχνώ από το παρελθόν, πρόσωπα και εικόνες, βλέμματα - αυτά κυρίως - και μ' έναν τρόπο κουβαλώ μαζί μου μνήμες του παρελθόντος, γεγονότα, ακόμα και στιγμές που κύλησαν μέσ' στη σιωπή…

Κώστας Λογαράς, «Η Φθίση», Ύποπτοι δρόμοι, Αθήνα, Σιγαρέτα, 1986, σσ. 28-34