Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΒράδυ στα Ψηλαλώνια, στον εξώστη της πόλης
Αυτόχειρ (απόσπασμα)
Εις την πλατείαν Γεωργίου, όπου μετ' ολίγον έφθασα, ερημία εκυριαρχούσε, τα περισσότερα εκ των τριγύρω μαγαζιών ήσαν σφαλιστά, κάμποσα αμάξια, άεργα, εστάθμευαν, κ' εν τη σιωπή, τα δυο αναβρυτήρια του μακαρίτη Γιώργη Ρούφου, με τους φανταστικούς των γρύπας, εξέχυναν τους σταλαγμούς των εις τις γούρνες φλοισβίζοντα γλυκά. Σιωπηλές επίσης, οι καμάρες των οδών της πόλεως, έφρατταν αυτάς δώθε και κείθε, με τους στύλους τους ογκώδεις των και με τα ημικυκλικά των τόξα, υπό τα οποία, άρχιζε πλέον να κοιμάται, η πληθύς των ποικίλων καταστημάτων, οπού φωλεύουν εις αυτάς. Διαμέσου δε αυτών, ετράπην προς την επάνω χώραν, ανέβηκα την μακράν τριμερή μαρμαρίνην σκάλαν η οποία φέρνει εις αυτήν, ενώ ένας φουστανελάς, μεσόκοπος, μισομεθυσμένος, την ανέβαινε κι αυτός, κρατούμενος από τα κάγκελά της, μετά μόχθου, και μουρμουρίζων αδιάκριτα τινά, κατά φρένα και κατά θυμόν, και άρχισα να πλανώμαι στα σοκάκια της. Η ίδια ησυχία εβασίλευε κ' εδώ, η ίδια ερημία, και μόνον σε καμμιά ταβέρνα, της οποίας την κόκκινη παντιερούλα εκυμάτιζε η νυκτία αύρα, ομιλίες αντηχούσαν, ετσουγγρίζοντο ποτήρια, ή εγόει αμανές. Έτσι, κατέληξα εις τα Ψηλ' Αλώνια, και εξεμπουκάρισα, από έναν στενωπόν, σ' αυτά. Ο όμορφος κάμπος ήτον τυλιγμένος εις την συνήθη του γαλήνην, το φεγγάρι εκρέμετο άνωθεν αυτού, αχνό, η χλόη του έφρισσεν ελαφρά υπό την μαλακήν πνοήν που ήρχετο μακρόθεν, και απαλή, απαλή και τρυφερά, σου εχάϊδευε, ως δια θωπείας αγαπώντος χεριού, τα πόδια, τα δέντρα του εθροούσαν, ζοφερά και μυστηριώδη. Και προσεγγίσας εις την άκρη-άκρη των, εκεί όπου τα λίθινά των κάγκελα δίνουν εις την όμορφη πλατεία ως όψιν τινά παμμεγέθους φυσικού εξώστου, εγειρομένου υπέρ την χαμηλήν εκείθεν χώραν, ακούμπησα και είδα προς τα κάτω. Και προ της αμόρφου μάζας της μισοκοιμωμένης τέλος πόλεως, προ της απολύτου ηρεμίας της θαλάσσης, προς της βαθυτάτης ακινησίας και της αδιαλείπτου σιγής των απέναντι βουνών, ο νους μου επέταξε και πάλιν προς τον δυστυχή, ο οποίος εκείτονταν κει κάτου, μοναχός, επάνω εις το άψυχο κρεβάτι του σκοτεινού ξενοδοχείου. Α, βεβαίως, εάν η ζωή τον είχε απατήσει, αλλά επεθύμησε τουλάχιστον να εκπληρώσει καν πιστότατα την τελευταίαν θέλησίν του!