Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι σκάλες ενώνουν ή χωρίζουν την Κάτω και την Άνω πόλη;

Σάββατα δίχως μύθο (απόσπασμα)

Αν θέλεις να μιλήσεις για μια πόλη σαν αυτή, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου δυο: την Κάτω, τη χτισμένη εδώ κι ενάμιση αιώνα μέσα σε έλη, αμπέλια και βαλτόνερα που φτάναν τότε ως τη θάλασσα· τα ξεχερσώσανε, τ' αποξηράνανε (ας πω καλύτερα, σχεδόν) και πάνω τους χαράχτηκε η νέα πόλη με τα μάτια της στραμμένα δυτικά. Προορισμένη εξ αρχής να γίνει από βρώμικο παζάρι της Ανατολής η μόνη εμπορική διέξοδος του Νέου Βασιλείου προς τη Δύση. Μοιραία, το λοιπόν, θα ορθοτομούσε και το Λόγο της. Τόπος για μεταπράτες, αλλά παράλληλα και σταυροδρόμι Ιδεών. Η πόλη θα 'βγαινε απ' τις τρώγλες του Μεσαίωνα και θα 'μπαινε με τρόπο πανηγυρικό στις πύλες της Ευρώπης…

Στην αρχή της δώσαν ένα όνομα αντρικό, ύστερα το μετάνιωσαν και την είπανε γυναίκα· πάνω λοιπόν σε μια γυναίκα και σ' ένα όνομα παλιό (παλιό! λες και το παρελθόν σημαίνει τίποτα για τους περισσότερους ανθρώπους! τίποτα δε σημαίνει· κι ό,τι περνάει αναφομοίωτο είναι σαν να μην πέρασε ποτέ)· πάνω σε μια γυναίκα, έλεγα, και σ' ένα όνομα παλιό στηρίχτηκε η πιο φιλόδοξη προοπτική του μέλλοντός μας.

Ποιος όμως έκατσε ποτέ στραβά κι έκρινε ίσα; Άνθρωπος ή πολιτεία; Έτσι κι αυτή. Από τους μύθους της Ευρώπης τη συνεπήρε ολότελα το παραμύθι της χλιδής· την πήρε και τη σήκωσε. Κι αφού την πέρασε αναγκαστικά απ΄ όλα τα ταμπλώ-βιβάν του αστικού μετασχηματισμού της, κατάντησε μια πόλη -ανάμεσα στις χίλιες τόσες όμοιες- μία ακόμα πόλη βιομηχανική. Μονάχα αυτό. Ώσπου μοιραία πήρε στις μέρες μας την τελική μορφή του βασικού της προϊόντος και σταφίδιασε. Πώς όμως να το πεις σε γυναίκα φιλάρεσκη για κλιμακτήριο και ρυτίδες βαθιές;

Όσο για σταυροδρόμι Ιδεών, ας μην πω τίποτα καλύτερα. Το ξέρουμε άλλωστε πως ό,τι έλαμψε -έστω εξ ανακλάσεως- πάνω στο γύρισμα του 20ού αιώνα αποτελεί το μόνο έρεισμα αντιστάσεως ίσαμε σήμερα, χωρίς συνέχεια καμιά.

Η μία πόλη είν' αυτή· η άλλη είναι η Πάνω, η χτισμένη δίπλα και γύρω στο μεγάλο Κάστρο, με ολοφάνερα τα ίχνη που έμειναν απάνω της από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά κι ακόμα πιο βαθιά, των Ενετών.

Αν κάνεις έτσι με το δάχτυλο και φύγει η σκόνη, θα δεις μπροστά στα μάτια σου ένα τζαμί εκεί που τώρα βρίσκεται ο ναός του Παντοκράτορα. (Κι αν πεις και σκάψεις μάλιστα και πιο βαθιά, θα βρεις θεμέλια ενός παλιότερου ναού· σε Δία Παντοκράτορα και κείνος αφιερωμένος).

Και πίσω του σοκάκια χαραγμένα από τα τότε διακλαδίζονται το ίδιο άναρχα ακόμα. Δρόμοι διχαλωτοί, σαν σφήνες, λοξοί, σαν Sίγμα τελικό ή Ύψιλον που οι δυο του άκρες ανοίγουν δεξιά κι αριστερά σε ξαφνικά πλατώματα και στρογγυλεύοντας σαν ώμοι σχηματίζουν τα κοιλώματα του Βήτα· περνάνε σύρριζα μπροστά από σπίτια στριμωγμένα τόνα δίπλα στ' άλλο, σταματάνε ξαφνικά στο συρματόπλεγμα κάποιας αυλής ή σε μια μάντρα πέτρινη που, ενώ απάνω της στηρίζονται τα πλίθινα ντουβάρια ενός σπιτιού, σε ξεγελάει για μια στιγμή πως είναι η προέκταση του τείχους.

Μπορεί και νάναι κιόλας! Πού το ξέρεις; Μπορεί από τα έγκατα της γης να ξεφυτρώνουν τα θεμέλια του μεγάλου Κάστρου το ίδιο ανεξήγητα όπως η πρασινάδα μέσα από τις πέτρες, κι ανθεί την Άνοιξη και χύνεται σαν καταρράχτης απ' τα τείχη. Όλα καμιά φορά μπορεί να γίνονται μ' αυτά τα στοιχειωμένα κάστρα…

Όλα· κι αυτά που λένε πως τις νύχτες βγαίνουν κάτι φαντάσματα και περπατούν ανάμεσα στις πολεμίστρες· μόλις χαράξει η μέρα εξαφανίζονται. Έτσι λένε. Μπασμένα σε γυναικεία σώματα, τρελές γυναίκες που κλαιν' τη νύχτα σέρνοντας αλυσίδες ή που ακροβατούν πάνω στα τείχη και καμιά φορά τσακίζονται. Δε βρήκαν σκοτωμένο κάποτε ένα στοιχειό σαν άγαλμα μαρμάρινο θεού; (κάνε θεάς· κανείς δεν ξέρει αν ήταν άντρας ή γυναίκα) βγάλαν μια πέτρα από τα τείχη και το θάψαν όρθιο εκεί· το λένε άγαλμα της Πατρινέλλας και το βλέπεις, ανεβαίνοντας, κοντά στην πίσω πόρτα του μεγάλου Κάστρου.


Πολλές φορές αυτοί οι δρόμοι-έλικες σε φέρνουν πάλι στην αρχή, μα τη θυμάσαι εντελώς αχνά κι αναρωτιέσαι αν από κει έχεις περάσει πάλι. Τόσες εικόνες που έχεις δε μέσα σε μια παλάμη τόπο, τόσες εναλλαγές, που να θυμάσαι πια!

Κι όταν συνέλθεις απ' το ξάφνιασμα και δεις πως χάθηκες αλλά δε σ' έχουν καταπιεί κι οι δρόμοι, ε! τότε, ούτε που σε νοιάζει να θυμάσαι· αφού τα ίδια πράγματα τα ξαναβλέπεις σαν καινούργια, τι σε νοιάζει να θυμάσαι την αρχή τους και το τέρμα τους;

Φτάνει που νιώθεις μέσα τους να ξαναζωντανεύει ο χρόνος κι ενώ αυτά, μένοντας ίδια κι απαράλλαχτα αφήνονται, θαρρείς, συνέχεια στη λήθη, όμως την ίδια ώρα μέσα τους ξαναγεννιέται ασπαίρων κι ολοζώντανος ο χρόνος· σαν τα νερά της γης που ολοένα ανακυκλώνονται πετάγοντας από πηγαία βάθη. (Έτσι θα έπρεπε να είναι οι γενέθλιες πόλεις, σαν πηγές· κι αν κάνω λάθος, δε θέλω νάναι τίποτ' άλλο).

Τότε, λοιπόν, χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνεις πώς -μάλλον συμπλέοντας με την εξαίσια αυτή ρευστότητα των πάντων- αρχίζει πλέον μέσα σου να διασαλεύεται η τάξη των πραγμάτων· να συγχέεται η αλήθεια με το ψέμα, να διαλύονται οι γραμμές του φόβου. Το πρώτο και το έσχατο να μπλέκονται το νυν και αεί και, τέλος, κάτι πράματα ιερά μαζί και κολασμένα που μια ζωή ολόκληρη αλλιώς τα σκέφτεσαι εσύ κι αλλιώς οι άλλοι· και σε βασανίζει.

Έτσι, με τον καιρό, αμβλύνονται τα όρια του κόσμου και πλαταίνει, συμφύρονται αρμονικά πράγματα ανόμοια και συγκεράννυνται τα διεστώτα όπως, λυγίζοντας τις άκρες μιας ευθείας, σχηματίζεις εύκολα έναν κύκλο. Επιτέλους! Να ηρεμήσεις κάποτε κι εσύ και να καταλαγιάσεις μέσα στου τις ενοχές σου, γιατί και σένα οι δρόμοι της ψυχής σου τέτοιοι είναι: ένας λαβύρινθος χωρίς αρχή και τέλος κι η ζωή σου ένας συγκερασμός ανόμοιων και αντιφατικών πραγμάτων που δύσκολα τα κουμαντάρεις μα απ' το συνταίριασμά τους εξαρτάται η ύπαρξή σου.

Κι αλίμονό σου, αν δε σου τύχαινε να μεγαλώσεις και να παίξεις σαν παιδί δίπλα στα τείχη του μεγάλου Κάστρου. Ποιος ξέρει άραγε σε τι μαυρίλες μέσα της ψυχής θάχες πνιγεί και ποια συμπλέγματα -του ύψους ή του βάθους- θα σ' είχανε ρουφήξει. Αν τότε δε μετριόσουνα μ' αυτούς τους όγκους των τειχών, γύρευε τώρα με τι γελοία έπαρση θα πάσχιζες κι εσύ να διογκώσεις -μάταια βέβαια- τ' ανθρώπινά σου μέτρα· (σαν κάτι άλλους που τους βλέπεις και γυρίζουν τ' άντερά σου).


Κατεβαίνοντας, λοιπόν, τα οχτακόσια τόσα σκαλοπάτια που ενώνουν από τέσσερις μεριές (ή μήπως έπρεπε να πω χωρίζουνε;) την Πάνω με την Κάτω Πόλη, κοιτάζω πίσω μου ξανά και με το βλέμμα μου χαράζω μια γραμμή, σαν τα παιδιά που παίζουνε στο χώμα. Αυτό είναι δικό μου, λέω από μέσα μου. Και βάνω στη δικιά μου τη μεριά τους ξεχασμένους μύθους και τα σημάδια των θεών, τα φανερά ακόμα ίχνη εραστών της περασμένης νύχτας ανάμεσα σε δυο συστάδες δέντρα· τις αλλαγές, μετά, των εποχών και τις οσμές τους μία-μία χωριστά: βρεγμένο χώμα του φθινοπώρου, τη μυρωδιά της πέτρας ύστερα, που την ξεραίνει ο ήλιος του καλοκαιριού, ένα ανοιξιάτικο αεράκι κατεβαίνοντας σαν χείμαρρος απ' το στενό των Εισοδίων, την υγρασία τέλος μουχλιασμένου τοίχου το χειμώνα. Όλα στη δικιά μου τη μεριά.

Και Κάτω, την αποθέωση σχεδόν της απουσίας και τη λήθη, αφού οι εποχές εγκλωβισμένες στον πυθμένα των οδών εξαφανίστηκαν σιγά-σιγά -κι αυτές- κάτω απ' την άσφαλτο. (Γι' αυτό, λέω να μην μπούμε ακόμα μέσα· ας περιμένουμε να πέσει πρώτα απάνω της η νύχτα· το πρόσωπό της γίνεται πιο αληθινό μες στο σκοτάδι).

Κώστας Λογαράς, Σάββατα δίχως μύθο, Αθήνα, εκδόσεις Ρόπτρον, 1990, σσ. 25-27, 28-29 & 32