Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Δροσινός, η Βασιλίνα και η Μελιώ στους κεντρικούς δρόμους της πόλης

Η μποτίλια με το κρασί του 1900

Ο Δροσινός αντέδρασε με την ευθυμία του. Βρίσκονταν στην καμάρα Αγίου Νικολάου. Έριξε τη ματιά του στο βάθος του δρόμου με τα σκαλοπάτια. Η δίζυγη αψίδα, που σχημάτιζαν οι γυρτοί φανοί, του φάνηκε σαν τεράστιες νυχτερίδες με διάπλατες φτερούγες. Κράτησε τις ντάμες του απ' τη μέση:

-Πόσοι θα με ζηλεύουν απόψε, ταναγραίες μου, που βρίσκομαι ανάμεσά σας. Δες τους πώς με καρφώνουν με το βλέμμα τους… Λοιπόν, θα σας πω τους «Τιμωρημένους άγγελους», που έγραψα χτες βράδυ μεταξύ Κτηριολογίας και Ρυθμολογίας. Η Ντόνα Παυλίνα Δροσινού μου τηλεφώνησε προχτές πως, αν περάσω με «λίαν καλώς», θα μου κάνει δώρο ένα αμαξάκι. Εγώ μάλλον προβλέπω πως θα της αφιερώσω την ποιητική μου συλλογή… Ακούμπησε σ' ένα στύλο κι απάγγειλε με τη βαριά συρτή του φωνή κοιτάζοντας στο βάθος του δρόμου:

«Να βρέχει, Πάτρα, κι εγώ απ' τις καμάρες σου
να βλέπω τις λαφίνες σου μέσα στα κρόσια
της βροχής με το τριαντάφυλλο της απιστίας
στα χείλη…
Από ποιους ουρανούς πέσατε, τιμωρημένοι
άγγελοι, σε ποιες μονιές ν' ακούεται το ηδονικό
σας λάφασμα, γαζέλες της Αχαΐας, με
τα βυζαντινά φρύδια σας ιστορημένα σε
αναθήματα από χρυσάφι και σμάλτο, τα πόδια
σας - δελφίνια του πόθου μου - να σχίζουν
την όχθη της αυγής…».

Η Μελιώ διαμαρτυρήθηκε. Τόβρισκε, είπε ψευτοθυμωμένη, ένα ποίημα δυσφημιστικό! Τι σήμαινε εκείνο το «Από ποιους ουρανούς πέσατε, τιμωρημένοι άγγελοι;» Οι γαζέλες της Αχαΐας είναι γέννημα-θρέμμα του τόπου τους, εύφορες σαν τη γη τους.

Τάσος Αθανασιάδης, Οι φρουροί της Αχαΐας, α΄ τόμ., Αθήνα, Εστία, 1975, σσ. 186-187.


Οι απομηθευτές

Μπαίνανε στην Πάτρα. Ζήτησε να την αφήσει έξω απ' την Περιφερειακή Διοίκηση. Ήτανε κιόλας έντεκα. Θέλανε δυο ακόμη ώρες για να συναντηθούνε. Καθώς ανέβαινε όμως με κομμένα ήπατα τα σκαλιά, της πέρασε ξαφνικά η υποψία πως ο Τζοβάνι μπορεί να μην ερχόταν! Η αγωνία την έπνιξε. Κατέβηκε μπρος - πίσω, μήπως τον προλάβει στο ξενοδοχείο του. Βάδιζε απ' το πεζοδρόμιο βιαστική, με το άσπρο πανταλόνι και το ταγαράκι στον ώμο. Κάποτε έτρεχε απ' το κατάστρωμα του δρόμου. Μερικοί, που τους αντιπερνούσε μ' αλαφριά σπρωξίματα, τη βρίζανε. Αδιαφορούσε αν ο κόσμος γύρω της καιόταν, φτάνει να πρόφταινε το Τζοβάνι. Θεέ μου, να τον προφτάσει!… Ο ιδρώτας έσταζε απ' τα σκούρα ματογυάλια της, όταν χώθηκε ξέπνοη στην καμάρα της οδού Αγίου Νικολάου. Έξω απ' το ξενοδοχείο σκουπίστηκε. Ξαναζήτησε τον εαυτό της. Η καρδιά της φτεροκοπούσε, σαν πρόφερε τόνομά του στην κοπέλα της υποδοχής.

-Μα έφυγε το πρωί για την Αγκώνα… διάκοψε εκείνη μια στιγμή τις συνεννοήσεις της με τ' ακουστικά στ' αυτιά.

Ένα χαμόγελο αμηχανίας πάγωσε στα χείλη της Βασιλίνας. Έκανε μερικά δισταχτικά βήματα. Προχώρησε στην έξοδο. Ξαφνικά, στάθηκε στο πεζοδρόμιο. Ήταν ανήμπορη να λειτουργήσει σαν ανθρώπινο σώμα. Τα βουρκωμένα μάτια της πίσω απ' τα σκούρα γυαλιά φέρανε μπρος της το γκριζοπράσινό του βλέμμα της γαζέλας, καθώς το σήκωσε από πάνω της αργά, σα νάσερνε ανάμεσά τους μιαν αυλαία. Εκείνη η διάχυτη θλίψη στο πρόσωπό του, όταν του αρνήθηκε να περάσει στον κήπο, που είχε κολακέψει την αυταρέσκειά της, ήτανε, λοιπόν, απ' την πίκρα του γιατί την αποχαιρετούσε; Τι μοιραίο ελάττωμά της κι αυτό: να της ξεφεύγει η πραγματικότητα από εγωισμό, μα να τη βλέπει ολοκάθαρη όταν την αναπολούσε…

Ανακινήθηκε επιτέλους, για να αιστανθεί πως δεν είχε απολιθωθεί. Έπρεπε με κάποιον να μιλήσει, για ν' αντιδράσει. Ξαναπήρε το δρόμο για την Περιφερειακή Διοίκηση. Το ταξίδι ήτανε το πιο θετικό που είχε να κάνει. Κάθε μέρα εδώ θα μάτωνε απ' την απουσία του. Καθώς βάδιζε απ' την οδό Κορίνθου, μετεωριζότανε μπρος της μια αυτοπροσωπογραφία του Ιταλού καμωμένη από πράξεις του, που πιθανόν να τολμούσε, αν τον ενθάρρυνε· από εκμυστηρεύσεις του, που μπορούσε να τις εμπιστευόταν, αν δημιουργούσε γύρω του την κατάλληλη ατμόσφαιρα· από τολμηρότητες, που θα τις ριψοκινδύνευε, αν δεν ύψωνε μπρος του την ασπίδα της: «ενδόμυχη έγκριση» - με χαρακτηριστικά μεγεθυμένα απ' τις παραλείψεις της και τονισμένα απ' τις παρασιωπήσεις της. Τον άκουε κιόλας να της ψιθυρίζει: «…Για να σ' αγγίξω, mia cara… Είχες πολύ θεριέψει μέσα στη φαντασία μου…». Ο λυγμός την έπνιγε. Περπατούσε άρρυθμα, σαν τυφλή, απ' τη πλατεία βασιλίσσης Όλγας.

Τάσος Αθανασιάδης, Οι φρουροί της Αχαΐας, α΄ τόμ., Αθήνα, Εστία, 1975, σσ. 298-299.


Τα ποντίκια φρενιάζουν μέσα στο καράβι

Καθώς έκοβε η Μελιώ απ' την οδό Κορίνθου με τα δωράκια της για τους «αμερικάνους» του θείου Ανδρέα, το μάτι της πήρε το Ζανή να βγαίνει απ' το κοσμηματοπωλείο του Κατινιώτη. Για να τον αποφύγει, μέσα στην ταραχή της χώθηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Μισόκλεισε τα μάτια μ' ανακούφιση. Η απότομη σιγή την είχε αγγίξει σα χάδι. Άναψε το κερί της στο μανουαλάκι και προχώρησε ως το τέμπλο. Στην αριστερή θύρα του ένας ιερωμένος είχε απλωμένο το πετραχήλι σε μια γυναίκα και της ψαλμούδιζε ευχές. Κάποιος γεροντάκος σταυροκοπιόταν μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου. Βυθίστηκε να παρατηρεί στους τοίχους τις βιβλικές μορφές μέσα στη μαρμαρυγή που ξεχύνανε τα καντηλέρια…

Τάσος Αθανασιάδης, Οι φρουροί της Αχαΐας, β΄ τόμ., Αθήνα, Εστία, 1975, σ. 199.