Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΠροστατευμένος με μια μαύρη μπέρτα
Θα υπογράφω Λουί
Μέρος Α'
Κεφάλαιο 4
Αυτά λοιπόν τα δωμάτια, τα ανάξια του προγονικού κύρους, τα επάξια όμως για τον μοναχιασμένο άντρα που σου γράφει, βρίσκονται κοντά στην πλατεία Καποδιστρίου, όπως οι κρυφές σου επισκέψεις σε είχαν αναγκάσει να θυμάσαι. Ο λαός την είπε Μαρκάτο, γιατί εδώ δημιουργήθηκε η πρώτη αγορά της Κάτω πόλης, και οι δρόμοι που τη συνδέαν με τη θάλασσα ήσαντε οι πρώτοι που χτιστήκαν. Σ' αυτήν εγκαταστάθηκαν Επτανήσιοι συντοπίτες σου, που ήρθαν να προστεθούν στους επιζήσαντες εμπόρους. Από το στόμα τους πρωτακούστηκε το όνομα Μαρκάτο για να θυμίζει τις ολοζώντανες δικές τους αγορές, για να ευχηθεί το ίδιο σφρίγος, και για να μην ξεχαστεί η λειτουργία στην ίδια θέση μιας άλλης παλιότερης αγοράς την εποχή της Δεύτερης Βενετοκρατίας. Όπως όλα σχεδόν τα σπίτια των αστών, είχε και το δικό μας έναν εξώστη πάνω από τις καμάρες μιας στοάς με μαγαζιά. Το πέμπτο τόξο ήταν λίγο πιο πλατύ, επιτρέποντας την είσοδο μιας καρότσας στη μικρή εγκάρσια στοά, που από τον εμπρός κεντρικό δρόμο κατέληγε πίσω σ' ένα σοκάκι με χαμόσπιτα. Η είσοδος της οικίας βρισκόταν στο πλάι, στη μικρή στοά, για να μένει η πρόσοψη στα μαγαζιά. Απέναντι στη δική μας ήταν η είσοδος μιας άλλης πανομοιότυπης κατοικίας. Και οι δυο προσόψεις, σχεδόν ενωμένες και αναμεταξύ τους και με άλλα παρόμοια χτίρια, σχημάτιζαν μιαν αυλαία μπροστά από τα χαμόσπιτα, τα οποία στριμώχνονταν γύρω από ένα πολυώροφο τούβλινο εργοστάσιο της εποχής. Εσύ ερχόσουν από τα πίσω σοκάκια, μην τύχει και σε δει κανείς από τον κεντρικό δρόμο.
Ρέα Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Αθήνα, Άγρα, 1993, σσ. 62-63.
Μέρος Ε'
Εγώ, όταν πήγαινα στην Πάτρα, αρκετές φορές έπρεπε να μένω κρυμμένος. Το γεγονός ότι κρυβόμουν στη γενέτειρα με διασκέδαζε λιγάκι. Έλεγα πως ξανακρυβόμουν στην αγκάλη της μητέρας για να γλιτώσω από δράκοντες και λύκους. Αλλά δεν είχε ζήσει τόσο, η μακρινή, ώστε ν' αρχίσω κι εγώ μεγαλώνοντας να της κρύβω, όπως τώρα της πόλης μου.
Η σοφίτα είχε ένα παράθυρο. Απ' αυτό συνήθιζα να παρατηρώ τις λαμπρές οικοδομές ενός από τους πιο κεντρικούς δρόμους. Γνώριζα τους ιδιοκτήτες των περισσότερων σπιτιών. Σε άλλες περιστάσεις είχα διαβεί το αδιάβατο για την ώρα κατώφλι τους. Από ψηλά οι προσόψεις τους μου φαίνονταν πιο θαλερές. Έλικες, φύλλα και λουλούδια· βήμα το βήμα οι εξώστες κατηφορίζαν προς τη θάλασσα, υπακούοντας στην κλίση του δρόμου. Κάθε κτίριο πατούσε πιο χαμηλά από το προηγούμενό του, ώστε να μην υπάρχει μια ευθεία, αλλά τα κομμάτια της κλιμακωτά αρθρωμένα προς τα κάτω. Ανέπαυα το μάτι στις καμάρες, που σχημάτιζαν πλατιές στοές μπροστά στα μαγαζιά και κατηφόριζαν με αρμονικά ημικύκλια προς το ίδιο μπλάβο. Πιο ψηλά, οι εναλλασσόμενες στέγες διώροφων και τριώροφων σπιτιών έγραφαν ένα είδος μαίανδρου στον ουρανό. Στην αριστερή γωνία της οδού με την προκυμαία υπήρχε πάντα το μεγάλο ξενοδοχείο, και πιο πάνω το φαρμακείο ενός θείου μου. Άμαξες, κάρα και διαβάτες κινούσαν την, ακίνητη την πρώτη στιγμή, εικόνα που έδινε η πόλη στον κρυμμένο της γιο. Ώχρα, λουλάκι, κεραμίδια, μάρμαρα· στο βάθος το ορεινό εκείνο μωβ. Πολύχρωμη και μακρινή αγκάλη.
Ρέα Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Αθήνα, Άγρα, 1993, σσ. 178-180.
Μέρος Η'
Απόκριες· Φεβρουάριος ή Μάρτιος, τα τελευταία χρόνια. Σύσσωμη η Πάτρα έθυε πάλι στον οινοχαρή θεό των ημερών. Μακριά δεν ήταν ο καιρός που το μασκάρεμα έδινε την ευκαιρία για ξεκαθάρισμα κάθε λογής λογαριασμών, δίχως να αποκλείει ούτε τα μαχαιρώματα. Διαφωνούσα με τέτοια καμώματα, χωρίς να αρνούμαι την ανάγκη μιας αφηρημένης, μιας συμβολικής σταγόνας αίματος στις πανάρχαιες τούτες γιορτές. Για ευνόητους λόγους εγώ ανήκα στους καβαλιέρους των βαλς, μακριά από τις μπούλες των οδών με τον κίνδυνο και το χάζι τους. Ώσπου κάποτε σταμάτησα να συχνάζω στους ωραίους -ομολογώ- χορούς, σκανδαλισμένος από τη σπατάλη, κι όχι μόνον αυτή, για την αγορά εξωτικών φτερών, χρυσών υφασμάτων και ασημένιων προσωπείων. Μια τυφλή, επιπόλαιη, ομοιόμορφη ευζωία, που αδιαφορούσε ακόμη και για το καλό θέατρο. Ο κόσμος γλεντούσε στο δρόμο με περισσότερο σπίρτο.
Την τελευταία Κυριακή στεκόμουν με τους επίσημους της πόλης στον εξώστη του θεάτρου Απόλλων. Βλέπαμε κάτω τον ντόρο και περιμέναμε να ξεκινήσει η παρέλαση των αρμάτων κουβεντιάζοντας για την κατασκευή του λιμανιού, τις νέες φορολογίες και τις πτωχεύσεις. Έξαφνα είδα με την άκρη του ματιού μου τον εαυτό μου στο πάνω σιντριβάνι της πλατείας. Κυριολεκτώ. Ο γυμνός άντρας με το σουραύλι, ο Έρωτας στα πόδια του, τα τέσσερα λιοντάρια της μεγάλης γούρνας κι ένα μέτρο πιο μπροστά ολοζώντανος εγώ να μιμούμαι το βάδισμά μου. Μαζεύτηκε ο κόσμος ένα γύρο κι άρχισε να γελά, καθώς η καρικατούρα μου έβγαζε το ημίψηλο και υποκλινόταν. Ο μίμος δεν είχε λησμονήσει να προστατευθεί από το κρύο με μια μπέρτα, όμοια μ' αυτήν που φορούσα στον εξώστη, και να προστατέψει την ταυτότητά του με μια μαύρη μάσκα.
Ρέα Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Αθήνα, Άγρα, 1993, σσ. 247-248.