Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟ κύριος Νικολάκης στο εμπορικάκι της Μαρκάτου
Το Γυρί (απόσπασμα)
Τα παιδιά τούς είχαν τριγυρίσει και χαζεύανε τον αναπάντεχο επισκέπτη. Τα μέτρησε: τρία, κι η Αλεξάντρα που κάπου ροβολά με την κατσίκα τέσσερα -χώρια το βυζανιάρικο στην καλαθούνα. Και η μηχανή της βάρκας -μα πρώτα απ' όλα, βέβαια, τα παιδιά.
-Περάστε να το δείτε.
Ήτανε στρωμένο χάμω μαλτεζόπλακες. Μια κουρελού μπρος στο κρεβάτι.
-Λοιπόν;
-Ευρίσκω το δωμάτιο κατάλληλον.
Συμφώνησαν την τιμή, διακόσιες δραχμές το μήνα κι ακόμη άλλες τριάντα για το σαπούνισμα κάθε φορά… Τ' αγόρια -τ' αγόρια θα κοιμόντανε μες στην κουζίνα.
-Το όνομά σας, παρακαλώ;
-Νικολάκης.
-Και το επίθετο;
-Λέγετέ με κύριο Νικολάκη, αποκρίθηκε κοφτά δίχως να επιτρέπει αντιλογία.
Ο κύριος Νικολάκης ξεκινούσε στις εφτάμιση κάθε πρωί, διακριτικός, πατώντας ακροπόδαρα ώσπου έβγαινε στο δρόμο. Από την οδό Καλαμογδάρτη, των Τριών Ναυάρχων και την οδό Υψηλάντη έφτανε κατά τις οχτώ μπροστά σ' ένα εμπορικάκι, στο πάνω μέρος της οδού Ερμού, αυτό που λένε το Μαρκάτο. Ένα μαγαζάκι με δυο μέτρα πρόσοψη και ως τέσσερα στο βάθος. Ντρίλια, σκούφοι, μπατανίες κι άλλες τέτοιες πραμάτειες.
Ήταν ο μοναδικός υπάλληλος. Κατάβρεχε το πάτωμα του μαγαζιού, το σάρωνε με τόση επιμέλεια που τον απόπαιρνε το αφεντικό του. -Φτάνει πια, κύριε Νικολάκη! Να κοιτάξομε και τη δουλειά μας!… Τον μεταχειριζόταν για θελήματα, να πάει ένα δέμα στο σταθμό, κάποιο γράμμα στο ταχυδρομείο, να κάνει κάποιο ψώνι στου μπακάλη. Τις άλλες ώρες, χειμώνα καλοκαίρι, ο κύριος Νικολάκης τις περνούσε καθισμένος πάνω σε μια καρέκλα έξω από το μαγαζί, κάτω από τα βόλτα της στοάς, κράχτης για πελατεία. Κάθε τόσο καλούσε η τρεμουλιαστή φωνή του:
-Ορίστε, περάστε…
Κάποτε που τον ρώτησε η κυρία Ελισάβετ σε ποιο σπίτι έμενε πρωτύτερα, της αποκρίθηκε αφού έκλεισε τα μάτια σφιχτά, μη τον προδώσουν, και γέμισε το μούτρο του ρυτίδες: -Θα μου επιτρέψετε να μη σας απαντήσω.
Τα μεσημέρια έτρωγε κάτι στο πόδι, εκεί, στο εμπορικάκι: ψωμί, καμιά σαρδέλα, λίγο τυρί. Έπειτα έβγαζε από την τσέπη του κάποιο βιβλίο και απορροφιότανε στο διάβασμα ως τη στιγμή που ξαναγύριζε το αφεντικό. Φεύγοντας το βραδινό, περνούσε από κάποιο εστιατόριο χορτοφαγίας της οδού Κορίνθου. Ο καταστηματάρχης του έπιανε κουβέντα: -Ευχαριστημένος από τις δουλειές, κύριε Νικολάκη;… Αυτός τον κοίταζε με υποψία -μη μάντεψε το μυστικό του;- σήκωνε το δάχτυλο σα να τον καταστούσε πιο προσεχτικό κι έκλεινε τα μάτια με το συνηθισμένο μορφασμό του: -Έργον ουδέν όνειδος, κύριε Θεολόγη… Έπαιρνε θέση απόμερα σε μια γωνιά. Μια σούπα, ή λίγα χόρτα, ένα ποτήρι γάλα.
Επιστρέφοντας έκανε τη στάση του μπροστά στην πόρτα του κυρίου Μαλιγκρόπουλου να παρακολουθήσει την πολιτική συζήτηση. Ποτέ δεν έλεγε δική του γνώμη. Τους μπέρδεψε όμως όταν μια φορά σηκώθηκε από την καρέκλα του και λέει: -Res publica- και πάλι ξανακάθισε.
Όποτε τύχαινε μαζεμένα τα παιδιά μες στην αυλή της κυρίας Ελισάβετ, τους διηγότανε την «ιστορία του γένους» ανακατώνοντας τον Μούρτζουφλο με τον Κοπρώνυμο και τους εικονοκλάστες με τον Πωγωνάτο.
Μα όταν χτυπούσε πια εννιά το ρολόι του Άι Δημήτρη (ο κατεβατός έφερνε ως εδώ τον ήχο από την Πάνω Χώρα), κλεινότανε στο δωμάτιό του ως την άλλη μέρα το πρωί.
Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1990, σσ. 58-59.