Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκα στην Πάτρα στα 1859. Πέμπτη, απομεσήμερο, στις δυο η ώρα, δεκατρείς του Γενάρη. Τα νούμερα κρατώ από τον αδερφό μου. Αν καλά θυμούμαι, τα γνώριζε από κάποιο καταστιχάκι της μητέρας μου ή του πατέρα. Μέσα σ' αυτό σημειωμένα έτσι, χρόνος, ημέρα, ώρα, οι ερχομοί στον κόσμο και για τ' άλλα δυο τ' αδέρφια μου.

Το σπίτι μας πατρικό δίπατο· στο δρόμο η πρόσοψή του από καμαρωτές κολώνες, καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά τα σπίτια· σύμφωνα με κάποιο αρχιτεκτονικό τύπο του συρμού, παραδομένο, αν ίσως δε λαθεύω, από την Ιταλία. Το σπίτι μας το βλέπω τώρα στη φωτογραφία του· είχανε την καλοσύνη να μου την προσφέρουν, ύστερ' από πόσα χρόνια! δυο πατρινές αξιαγάπητες κοπέλες· συγυρισμένο κάπως και πασαλειμμένο φανταχτά· μα στον κύριο ρυθμό του πάντα το ίδιο. Το σπίτι μας έστεκε σε δρόμο πλατύ κάπως που τραβούσε όλο ίσα, καθώς όλοι της κάτω χώρας οι δρόμοι· σταματούσε από τη μια μεριά - δηλαδή για μένα σταματούσε· πιο μακριά δεν ήξερα που πάει ο δρόμος, - εσταματούσ' εκεί σ' έν' άλλο σπίτι, χαμηλότερο, μικρότερο. Το κατοικούσε μια φαμίλια φιλική. Από την άλλη τη μεριά ο δρόμος έβγαινε προς το περιβόλι της Αμαλίας· έτσι λέγοταν με τ' όνομα της πρώτης βασίλισσας ο κήπος ο δημόσιος που με πήγαιναν καμιά φορά παιδάκι. Δε θυμούμαι του περιβολιού γνωρίσματ' άλλα· μοναχά τα δεντρολίβανα· πυκνά συμπλέγματ' αραδιαστά, μαυρολογούσανε μπροστά μου. Δε βλέπω και δε μυρίζομαι δεντρολίβανο, χωρίς να μου φανεί στα μάτια το περιβόλι της Αμαλίας. Σαν ένα ισκιωμένο δασάκι, περιποιημένο, ήσυχο· δεν ξέρω αν κάπου μέσα εκεί ανάβρυζε κανένα σιντριβάνι· σα να μου έρχεται στο νου τέτοιο κάτι· μα καλά καλά δεν καταλαβαίνω αν είναι γέλασμα μνημονικό ή αν είναι του θυμητικού μου μια μισοσβησμένη εικόνα. Έτσι φέρνω στο πρώτο των «Πατρίδων» μου σονέττο μέσα στην «Ασάλευτη Ζωή» την εικόνα της μητέρας μου, κι αυτή μισοσβησμένη. Όσα θυμούμαι θέλω να σημειώσω εδώ, και όπως τα θυμούμαι. Το περιβόλι της Αμαλίας, από τα πιο απλά, τα πιο παλιά, τα πιο μονότονα ενθυμήματα· κάτι σαν εξοχή και σαν καταφυγή. Και είναι η πρώτη γνωριμιά μου με ό,τι λέμε φύση· πόσο πάντα τη λαχτάρησα και πόσο λίγο μου δόθηκε να τη χορτάσω και μ' όλη μου την πείνα. Θυμούμαι ζωηρά· εκεί που με πήγαιναν παιδάκι, το φως έπεφτε σαν αρειό και σαν ανάμεσ' από μια σκέπη· και μένει μέσα μου από το περιβόλι κάποιο αχνόφεγγο σα δειλινού την ώρα που ο ήλιος γέρνει. Και ίσως από τότε θα κρατώ, και μ' όλη μου την αγάπη προς τον ήλιο, κάτι χλωμό και κάτι σκοτεινό που κρύβει, λένε, η σκέψη μου. Της Πάτρας εκείνης δεν έχω στο νου μου άλλες μεριές. Μονάχα κάπως το Γεροκομειό, το εξοχικό το μοναστήρι που μονάζουν εκεί πολύ περισσότερο από καλόγερους οι χαροκόποι της χώρας και τα κοσμικά τα πανηγύρια. Μα το θυμούμαι πιο πολύ σαν ένα όνομα παρά σαν τόπο. Και τα Ψηλαλώνια· ο κεντρικός πλατύς τετράγωνος περίπατος που αντίκριζε από τα ύψη του το ηλιοβασίλεμα, θαρρώ, σε όλη του τη δόξα. Και ζωηρότερα πάντα, κ' ύστερα και μαζί με το περιβόλι που σας είπα, το μόλο. Το μόλο με τη θάλασσα την άγρια, την πολύβοη, την ακοίμητη. Και το φανάρι του μόλου στην άκρη άκρη. Τίποτε δεν αισθάνομαι πως αγάπησα και απ' όλα τα πρόσωπα που παίρνει αράδα αράδα η Φύση, τίποτε πιο πολύ από τη θάλασσα. Όμως αγάπη κι αυτή, σαν όλες μου τις αγάπες, ιδεατή και από ένα κάποιο μάκρεμα πάντα με του ονείρου τον παραδαρμό παρά με το σπαρτάρισμα της απολαβής.

Κολλητά με το σπίτι μας έν' άλλο σπιτάκι μ' ένα μπαλκόνι ξύλινο και μ' ένα φούρνο κάτου. Ο φούρναρης κράζοταν Τριαντάφυλλος. Θυμούμαι κ' ένα μαραγκό. Εδώ θολώνει η μνήμη όσο δεν παίρνει άλλο· και ο μαραγκός χωρίς όνομα, και τίποτε από το μαγαζί δεν ξεχωρίζει. Θυμούμαι και κάποιον άλλον αντικρύ· δεν ξέρω τι και ποιος να ήταν. Ξέρω πως είχε ένα κοριτσάκι· κι αυτό το κοριτσάκι, η Φωτεινή. Το σπίτι μας απλώνονταν από την πίσω του την όψη σ' ένα περιβολάκι. Το βασίλειο του μεγάλου μου αδερφού. Το καλλιεργούσε το περιβολάκι, ποτιστής του, σκαλιστής, καλοσυγυριστής· έκανε μέσα εκεί και τον ξυλουργό· μαστόρευε πάντα. Ήμουνα πολύ μικρός για να δουλεύω μέσα εκεί, και για να το κρατώ στο λογισμό μου καθαρά κάπως το περιβολάκι.

Κωστής Παλαμάς, «Τα πρώτα χρόνια», Νέα Εστία, τεύχος 8 (1 Αυγούστου 1927), σσ. 453-454