Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ περιπλάνηση του Μιχαήλ Μητσάκη στο μόλο
Αυτόχειρ (απόσπασμα)
Την ημέραν αυτήν, όπως τώρα απαράλλαχτα, δεν ηξεύρω πλέον πώς και τι, επερνούσ' από τας Πάτρας. Είχα φθάσει το πρωί, έριξα όπως συνήθως τη βαλίζα μου εις ένα εκ των δωματίων της «Μεγάλης Βρετανίας», εκεί πάνου, εις το τρίτο πάτωμα, ψηλά-ψηλά, με την Βαράσσοβαν αντίκρυ, και όλο το λιμάνι αποκάτου, και εβγήκα εις την πόλιν. Εις την πόλιν, η πρώτη μου δουλειά ήτον να περάσω μια ματιά από την Νομαρχίαν, και να ιδώ τον Χρηστάκην Παλαμάν, τον φίλον μου, τότε γραμματέα της, - διότι ήτον πεπρωμένον άνωθεν ως φαίνεται ο άνθρωπος αυτός να διαβιώσει εν τη νομαρχία των Πατρών, ως γραμματεύς, ως διευθυντής ή ως νομάρχης της -, να τον αφήσω έπειτ' από λίγο στα χαρτιά και στα γραψίμια του, να τραβήξω προς το Κάστρο, και ν' αρχίσω να γυρίζω στα καντούνια και στις ρούγες του, τα γραφικά στενά του και τους περιέργους μαχαλάδες του. Έτσι, χάσκοντα επί υψώματος τινός προ του εξαισίου πανοράματος οπού απλώνει προ των οφθαλμών σου σμαραγδένιος ο Κορινθιακός, των αντικρύ βουνών οι ράχες οι κοκκινωπές, οι ηλιοψημένες, και πέραν το ευρύ το πέλαγος, με κατέλαβε το μεσημέρι, και με ανάγκασε να κατεβώ προς το Μαρκάτο, να χωθώ σ' ένα μπακάλικο, και εκεί, προ του θεάματος της ιδιορρύθμου του πλατείας, της στενής και τετραγώνου, με τη βρυσούλα εις τη μέση, από την οποίαν έπαιρνε νερό ένα μπακαλόπαιδο με έναν τενεκέ στο χέρι, γεμάτη από τις φωνές των πωλητών, από τα σύρτα-φέρτα των αγοραστών, από καπότες και τσαρούχια χωρικών, να καθίσω και να φάω. Έπειτα, εροβόλησα σιγά-σιγά προς την πλατείαν Γεωργίου, και ανέβηκα στη λέσχη, όπου εβυθίσθην εις την ατελείωτον ανάγνωσιν της Ντεμπά και της Ρεβού, λίαν προσφιλών πνευματικών εντρυφημάτων εις τους εμπόρους των Πατρών. Φαίνεται δε ότι η διανοητική αυτή κραιπάλη θενά διήρκεσε πολύ, διότι, όταν ξαναβγήκα, ήτον ήδη σχεδόν σούρουπα, και για τούτο, συναντήσας μετ' ολίγον και τον φίλον μου τον Λεωνίδαν Κανελλόπουλον, καγκελάριον του τουρκικού προξενείου εν τη πόλει και λογογράφον εις τας ώρας του, τον επήρ' από το μπράτσο, και ετράβηξα μαζί του για το μόλο, όπου ο συνηθέστερος πατρινός περίπατος. Εις το μόλο, τέσσερες-πέντε συντροφιές έφερναν βόλτες, δεμένα εις τα εκατέρωθεν κανόνια τα μπηγμένα εις την γην με τα χονδρά των παλαμάρια δέκα-είκοσι καράβια εσιγοκινούντο, ανατείνοντα τας λόγχας των ιστών των προς τον καθαρόν αποπάνω ουρανόν, ένα βαπόρι, υπερύψηλον, πλατύ, μακρύ, ωρθώνετο, κατάμαυρος όγκος, εις την άκρη, δροσερός εφυσούσε ο αέρας από τη στερεά, ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. Και αφού εκάμαμε και εμείς μερικές γύρες, όταν το αιχμηρόν φανάρι που φρουρεί ως μιναρές το τέρμα του βραχίονος έριξε την ακτίνα του λευκού φωτός του επ' αυτού, εχωρισθήκαμε, καθένας αντιθέτως, ο μεν προς το σπιτάκι του, ο δε, εγώ τουτέστι, προς το ξενοδοχείον. Η σάλα οπού εκπληρεί τα χρέη ρεστωράν της παμμεγίστης Βρετανίας, όταν εμπήκα, ήτον άδεια, κανείς δεν είχε έλθει ακόμη για να φάει, μονάχοι δε ευρίσκοντο εντός αυτής, ορθός και στηριγμένος εις τον μπάγκον, υπό την θαμβήν ανταύγειαν του γκαζ, στρογγυλός και ρεμβάζων, ο αγαθός Κοσμάς, και καθισμένοι, εις ένα εκ των πρώτων τραπεζιών, τελειώνοντες ως εφαίνετο το δείπνον των, ο φίλος μου, ο κυρ Παναγιώτης ο Χρυσανθάκης, ο διευθυντής, η κυρά-Γκιοβάννα, η υψηλή και εύσωμος ουγγαρέζα σύζυγός του, κ' ένας νέος, με στενά, με μαύρα γένια, ως τριάντα-τριάντα δυο χρόνων. Τους εκαλησπέρισα λοιπόν, και προσκληθείς από τον κυρ Παναγιώτην, εκάθησα στο τραπέζι των, εις το κενόν τέταρτον κάθισμα, και έστειλα τον προσδραμόντα αγαθόν Κοσμάν να μου φέρει μια μπριζόλα.
-Αι, πού επήγατε, εκάματε περίπατο; με ερώτησε, άμα εκάθησα, η κυρά-Γκιοβάννα.
-Ναι, αρκετά, απήντησα εγώ.
-Επήγατε στο Γεροκομειό; επήλθεν ερωτών και ο φίλος μου ο κυρ Παναγιώτης.
-Όχι, στο μόλο επήγα λίγο, απεκρίθηκα εγώ, χωρίς να μπορέσω να κρατήσω ελαφρόν χαμόγελο, ως γνωρίζων την αβλαβή αδυναμίαν των αξιολόγων πατρινών να απευθύνουν πρώτην-πρώτην κι απαραίτητην εις κάθε ξένον που πατεί το πόδι του στην πόλιν των την ερώτησιν, αν πήγε στην ωραίαν άλλως εξοχήν των, το Γεροκομειό.
-Και πώς σας φαίνεται η πόλις μας, κύριε Μητσάκη; υπέλαβεν ο τρίτος εκ των καθημένων, ο νέος με τα μαύρα γένια, προστιθέμενος κι αυτός.
-Ο κύριος αστυνόμος, φίλος μας, διέκοψεν η κυρά-Γκιοβάννα, συνιστώσα.
-Μα, την ήξευρα, είχα έρθει και άλλοτε, δεν είναι η πρώτη φορά, εμένα μ' αρέσει, είπα εγώ.
-Και θα σας έχωμεν πολλάς ημέρας εδώ;…
-Αι λίγες ακόμη…
-Είχαμε και μίαν αυτοκτονίαν σήμερα… εμάθατε βέβαια…
-Όχι… μπα!… τίνος;…
-Μα… ενός ξένου… είχε έρθει χθες… κ' εκάθησε σ' εν απ' αυτά τα ξενοδοχεία της παραλίας… είπε πως ήρθε από τας Αθήνας… αλλά δεν ήτον από κει… νομίζω πως θα ήτον από τη Σμύρνη… μάλιστα εις το ξενοδοχείον δεν ήξεραν ακόμα ούτε τ' όνομά του…
Η οδός Αγίου Ανδρέα ήτον πλήρης κόσμου, ο οποίος επηγαινοήρχετο, και προς το μέρος της ιδίως όπου είναι μαζωμένα τα μπακάλικα, κοντά εις το Λεσχίδιον, ανεκινείτο πολυθόρυβος. Έφεγγαν εκείνα, υπό την παλλομένην προ αυτών γραμμήν του γκαζ, με την σειράν των βαρελιών τα οποία παρετάσσοντο εις μήκος έμπροσθεν των θυρών ή των παραθύρων των, βομβούντ' από τον κρότον τον αδιάκοπον των πληττομένων παλαντζών ή των μετρουμένων κερμάτων ή των συγκρουομένων ποτηριών, από τον ήχον των βημάτων, από την βοήν των συνομιλιών, ενώ οσμή βαρεία σαρδέλας και τυριού εξώρμα εξ εκάστου, και τα μπακαλόπαιδα στεκόμενα ορθοί φρουροί των βαρελιών με την κατάβρεχτην ποδιά των έβαλλαν κραυγάς οξείας διαλαλούντα το εμπόρευμα. Και μεταξύ του πλήθους τούτου, επηγαινοήρχοντο επίσης, άλλοι πωληταί, φωνάζοντες κι αυτοί, αίροντες χειροφόρητον το μαγαζί των, και κηρύττοντες, ούτος μεν τα ψάριά του, εκείνος δε τ' αυγά του, και ο τρίτος τα λαχανικά του. Παρά το ρείθρον του πεζοδρομίου, εκεί-πέρα, στη γωνιά, ένας εκάθετο, και έχων προ αυτού ένα κοφίνι, ούτινος εμαύριζε το βάθος, έκρωζε βραχνώς·
-Μια πεντάρα δύο οι αχιναίοι! Μια πεντάρα δύο οι αχιναίοι!, ενώ δύο άλλοι, κρατούντες, καθένας εκατέρωθεν, καλάθαν παμμεγέθη, φωτισμένη από μέσα, με μικρόν λυχνάρι, αποτεθειμένον εις τον πάτον της, επέρναγαν βοώντες·
-Γαρίίδααα! Φρέέσκαα γααρίίδαα!…
Παραπέρα, το Λεσχίδιον ανοιχτό, κατάφωτον, με τα μακρά του τζάμια, από των οποίων διέβαινε, ακώλυτος, της έσωθεν συναθροίσεως ο αλαλητός, και της κουβέντας το σούσουρον, και του ταβλιού ο πλαταγισμός, και των μετακινουμένων καθισμάτων οι κριγμοί, και των ανακατεβομένων του ντόμινου κοκάλων οι παφλασμοί, και ο μονότονος του αεριόφωτος σιγμός, και των εις τον μυχόν συγκρουομένων σφαιρών του μπιλιάρδου το ξηρόν κράκισμα. Εμπροστά του δε, η μικρή πλατεία εξετείνετο κενή, διαστιζομένη μόνον από μερικά τραπέζια και καρέκλες. Και κάτω, εις το μόλο, προς τον οποίον επροχώρησα, το αιχμηρόν φανάρι, έριχνε πάντοτε στρεφόμενον την άσπρην του ακτίνα επ' αυτού, τα δέκα-είκοσι καράβια τα δεμένα δώθε-κείθε εσιγοκινούντο, το κατάμαυρο βαπόρι ώρθωνε τον όγκον του στην άκρη, και οι συντροφιές, είχαν επαναλάβει, μετά το φαγί ως φαίνεται, τον περίπατό τους. Δύο-τρεις κυρίες, την φοράν αυτήν, ήσαν μεταξύ των, και ηκούοντο οι κιχλισμοί μιας, κοντής και στρουμπουλής γελώσης. Ένας παχύς, προγάστωρ, περπατών με μικρά-μικρά γρήγορα βήματα, και ξεφυσών, ως ασθματικός, έλεγε περνών προς τον σύντροφόν του·
-Ένας κεφαλαιούχος δεν ημπορεί, κύριε, να εμπιστευθεί τα κεφάλαιά του κατ' αυτόν τον τρόπον. Πρέπει να έχει εγγυήσεις…
Οι τάβλες οπού χρησιμεύουν προς ανάβασιν εις τα δεμένα πλοία έκριζαν ενίοτε, ένας καραβόσκυλος, ορθός επί της πλώρης, εγαύγιζε αγρίως τους διαβαίνοντας. Επάνω, το λιμεναρχείον από το ένα μέρος, και το τελωνείον από τ' άλλο, σιωπηλά, εστέκοντο παρά την αρχήν του. Και πέραν τούτου, θαμποφωτισμένη από τα ολιγοστά φανάρια της, η παραλία εξαπλώνετο, μακρά. Τα καβαλέτα από των οποίων κρέμονται οι πλάστιγγες δι' ων ζυγιάζετ' η σταφίς, έριχναν επ' αυτής τους ίσκιους των, προσπαίζοντας, και κατά διαστήματα, τα κασονάκια της μελαχρινής ανάσσης των Πατρών, συμμαζωμένα εις πλατείς σωρούς, ετοίμους δια την επιβίβασιν, επρόβαλλαν τα λευκάζοντα πλευρά των, διανυκτερεύοντα υπαίθρια. Οι αποθήκες της κλειστές, αμίλητες, και τ' άλλα της οικήματα βυθισμένα εις την νάρκην. Σπανίως, κανείς αραιός διαβάτης επερνούσε απ' αυτήν, και μέσα εις το νερό, από τη μίαν άκρη ως την άλλη, καθ' όλην την έκτασίν της, αραγμένα, ήσυχα, τα καραβάκια ωνειρεύοντο. Μονάχα, πέρα-πέρα, εις ένα μαγαζί, μία παρέα ιταλών, ετραγουδούσε κουτσοπίνοντας, και ακούοντο τα rρεκάζοντα τραχέα στον αέρα.
Εσταμάτησα δύο-τρεις που ηύρα μπρος μου, ερωτών αυτούς πού έγινε η αυτοκτονία· διότι ήμουν περίεργος να ιδώ τι όψιν καν θα είχε το ξενοδοχείον, όπου έγινε το πράγμα· μα κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει. Τέλος πάντων, ένας οπού εκάθετο απέξω από κάποιον μικροκαφενέν, μου έδειξε το σπίτι, απ' τα πρώτα της γραμμής, εκεί-που, οπίσω και ολίγο δώθε από το τελωνείον. Και πλησιάσας, εκοίταξα προς αυτό προσεκτικά, εξετάζων την όλην θέαν του. Υψηλόν, αφώτιστον, σιγών, εγείρετο, ωσάν άψυχον εν τη σκιά. Κανένας δεν εστέκετο προ αυτού, κανένας δεν εφαίνετο κινούμενος μέσα εις αυτό. Ήρεμον, και άφωνον, και σκοτεινόν, ωρθοστατούσεν επί της θέσεώς του, απαθώς αποβλέπον προς την οδόν.