Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο ΑΜΕΛΛΩΝ

Όπως κάθε Σάββατο, ο Μαξ έκανε τη βόλτα του στα παλιατζίδικα που βρίσκονται κοντά στην πύλη Κλινιανκούρ. Είχε πάει με τα πόδια από το βόρειο μέρος του λόφου της Μονμάρτρης. Τριγύρισε για λίγο στο εμπορικό όπου η Λέα είχε αναταλλάξει τα λεκιασμένα παπούτσia Νike που της χάρισε η Περέτ την περασμένη εβδομάδα, και μετά μπήκε στο μεγάλο υπόστεγο με στοκ εμπορευμάτων από τις παλιές αποικίες. Είχε αρχίσει να ψάχνει έναν μεγάλο σωρό από ετερόκλιτα αντικείμενα, όταν στο βάθος της αίθουσας παρατήρησε δυο καλοβαλμένους τύπους φανερά εκνευρισμένους. Σκέφτηκε ότι τσακώνονται. Το θέμα δεν τον αφορούσε. Τότε αντιλήφθηκε τον παπαγάλο∙ οι δυο τύποι προσπαθούσαν να τον τσακώσουν.

Το θέμα άρχισε να τον αφορά.

Ο παπαγάλος αμυνόταν με δυνατά ραμφίσματα. Ο πιο μικρός από τους δυο τύπους τού άρπαξε την άκρη του φτερού. Γρήγορος σαν αστραπή ο παπαγάλος γύρισε και του δάγκωσε το δάχτυλο μέχρι να ματώσει. Ο Μαξ είδε το στόμα του τυπάκου να ανοίγει για ν’ αφήσει μια πονεμένη κραυγή. Ο άλλος, ο μεγαλόσωμος, έξαλλος από θυμό κατάφερε μια τρομακτική γροθιά στο κεφάλι του παπαγάλου. Ο Μαξ πλησίασε. Νόμισε πως άκουσε τον παπαγάλο, μισολιπόθυμο, να ουρλιάζει: «Δολοφό…Δολοφό…». Ένας από τους δύο άντρες έβγαλε ένα φίμωτρο. Ε, όχι και να φιμώνουμε τους παπαγάλους! Ο Μαξ όρμησε.

[…]

Η οδός Ραβινιάν είναι ανηφορική. Φαρδιά και κοντή. Στη μια άκρη της, η πλατεία Εμίλ-Γκουντώ με μια βρύση, δυο πάγκους και το Μπατό-Λαβουάρ, το παλιό ατελιέ των ζωγράφων της Μοναμάρτρης. Μια πλατεία κεκλιμένη! Στην άλλη άκρη, ένα σταυροδρόμι που δημιουργείται από τις οδούς Αμπές και ντ’ Ορσάν.

Αγκυροβολημένο στη μέση της ανηφόρας, το «Χίλια και Ένα Φύλλα», το βιβλιοπωλείο του κ. Ρυς.

Αν λάβει κανείς υπόψη του πόσο μικροσκοπικά είναι τα μαγαζιά στη Μονμάρτρη, θα θεωρήσει το «Χίλια και Ένα Φύλλα» ευρύχωρο. Έτσι το θέλησε ο Πιερ Ρυς. Τα στοιβαγμένα βιβλία πάνω σε στενά ράφια ήταν από τα πράγματα που τον εξόργιζαν περισσότερο. Δεν άντεχε, από την άλλη, να τα βλέπει σκόρπια σε μια προθήκη. Τα βιβλία είναι σαν τους ανθρώπους, συνήθιζε να λέει. Απομονωμένοι δεν αντέχουν, στοιβαγμένοι δεν αντέχονται. Ούτε το μετρό στις έξι η ώρα, ούτε η πλατεία Κονκόρντ το μεσημέρι του Δεκαπενταύγουστου.

«Τα βιβλία πρέπει να αναπνέουν», ήταν μια από τις αρχές που είχε επιβάλει στην Περέτ Λιάρ, την εύθραυστη νεαρή γυναίκα που δούλευε στο πλευρό του. Η Περέτ την τηρούσε απαρέγκλιτα, κυρίως από τότε που είχε την αποκλειστική ευθύνη του βιβλιοπωλείου, μετά το τρομερό ατύχημα του κ. Ρυς. Από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ, κατασκήνωνε στο πόστο της: πελάτες, προμηθευτές, παραγγελίες, πωλήσεις, συγυρίσματα, λογαριασμοί, επιστροφές. Τα έκανε όλα και τα έκανε καλά.

Ο Μαξ, γδαρμένη μύτη, ματωμένο αυτί, μωλωπισμένο μάγουλο, σκισμένο παντελόνι, έσπρωξε την πόρτα της σαλοτραπεζαρίας. Έντεκα χρονών ο Μαξ, και είχε ήδη αναπτύξει συνείδηση παλαιοπώλη. Από τις βόλτες του στα παλιατζίδικα, επέστρεφε πάντοτε με ένα ασυνήθιστο αντικείμενο αξίας. Αυτή τη φορά το αντικείμενο είχε φτερά και βρομούσε.

Ένας κακοπαθιασμένος παπαγάλος ήταν κουρνιασμένος στο ανέπαφο χέρι του. Ο Μαξ ακούμπησε το πουλί στη ράχη μιας καρέκλας, κοντά στο χαμηλό τραπέζι όπου οι Ιωνάθαν-και-Λέα, τα αδέλφια του, τελείωναν το πρωινό τους. Έριξαν μια ματιά προς τον παπαγάλο.

Περίπου σαράντα εκατοστά ψηλός, ταλαντευόταν πάνω στις σκούρες πατούσες του. Τα πράσινα φτερά του ήταν λεκιασμένα∙ κάτω από τη σκόνη, μάντευε κανείς ότι οι άκρες των φτερών του ήταν κατακόκκινες. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν το μπλε στο μέτωπό του. Στο μέσο του μπλε λεκέ υπήρχε μια άσχημη πληγή. Το πουλί δυσκολευόταν να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Δύσκολα διέκρινε κανείς δυο κατάμαυρες κόρες κυκλωμένες από κίτρινο.

Προτεραιότητα στο πλύσιμο! Το πουλί αφέθηκε, αδιάφορο. Ένα ολόκληρο πακέτο μπαμπάκι ξοδεύτηκε γι’ αυτόν το σκοπό. Ο Μαξ καθάρισε τα φτερά και στη συνέχεια τα πόδια. Όταν ασχολήθηκε με το ράμφος, παραλίγο να τα βρει σκούρα. Τα μάτια του παπαγάλου για μια στιγμή άστραψαν, στη συνέχεια όμως η φλόγα έσβησε. Θα ’λεγε κανείς ότι ετοιμαζόταν να καταρρεύσει. Βρήκε τη δύναμη να χτυπήσει τα φτερά του και απογειώθηκε. Πετώντας με δυσκολία, προσγειώθηκε στη γύψινη κόχη του τζακιού και αποκοιμήθηκε αμέσως, με το κεφάλι διπλωμένο προς τα πίσω, χωμένο στα φτερά της πλάτης.

Το οίκημα εκτεινόταν δέκα μέτρα κατά μήκος της οδού Ραβινιάν. Ισόγειο κι ένας όροφος υπερηψωμένος μ’ ένα μικρό πατάρι. Στην πρόσοψη, το βιβλιοπωλείο και το γκαράζ χωρισμένα από ένα διάδρομο που οδηγούσε σε μια εσωτερική αυλή. Στη μέση της αυλής μια γέρικη δάφνη. Στο βάθος της δυο ατελιέ.

Πάνω από τη βιβλιοθήκη και το γκαράζ, το διαμέρισμα κάλυπτε ολόκληρο τον όροφο. Μια μικρή κουζίνα αμερικάνικου στυλ έβλεπε προς τη σαλοτραπεζαρία. Ολόκληρος ο ένας τοίχος της είχε καταληφθεί από ένα τεράστιο τζάκι. Η Περέτ έμενε στο παλιό δωμάτιο τού κ. Ρυς. Ο Μαξ, ο νεότερος γυιος της, βασίλευε σ’ ένα μικρό δωμάτιο σφηνωμένο ανάμεσα σ’ ένα μικροσκοπικό αποχωρητήριο και ένα τεράστιο μπάνιο.

Το ισόγειο είχε πόρτα στο δρόμο, ενώ ο πρώτος όροφος είχε πρόσβαση προς την εσωτερική αυλή, όπου και κυριαρχούσε χάρη σε ένα μπαλκόνι προβηγκιανού στυλ. Από την αυλή ανέβαινες στο διαμέρισμα με μια στενή σκάλα. Η κατανομή του χώρου θύμιζε λίγο μαυριτανική αρχιτεκτονική. Στον δυτικό τοίχο μια κρήνη. Η παλιακή, μολυβένια βρύση της δεν μπόρεσε ποτέ να εμποδίσει το νερό να στάζει μέσα σε μια στέρνα διακοσμημένη με ανατολίτικα μοτίβα.

Το πατάρι ήταν χωρισμένο σε δυο συμμετρικά δωμάτια που μοιράζονταν οι Ιωνάθαν-και-Λέα, τα δίδυμα. Η ύπαρξη μιας μικροσκοπικής τουαλέτας στην κορυφή της σκάλας, σε υποχρέωνε να κάνεις έναν ελιγμό για να μπεις στα δωμάτια. Τη στέγη από σχιστόλιθο διαπερνούσαν δυο πανοραμικοί φεγγίτες που άφηναν το φως να μπαίνει τη μέρα, και το σχετικό σκοτάδι των μεγαλουπόλεων τη νύχτα.

Αστροναύτες του παταριού, μόλις έμπαιναν στα δωμάτιά τους οι Ιωνάθαν-και-Λέα ενώνονταν με τον ουρανό και τα σύννεφα, με το φεγγάρι και τ’ άστρα. Μ’ άλλα λόγια, χάρη σ’ αυτά τα δυο κομμάτια γυαλιού, μετείχαν στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.

Μέσα στην αυλή υπήρχε και ο «ανελκυστήρας-Ρυς»! Ο κ. Ρυς τον είχε εγκαταστήσει μετά το ατύχημα που τον είχε αφήσει παράλυτο και από τα δύο πόδια πριν δέκα χρόνια. Ήταν εμπνευσμένος από τους ανελκυστήρες εμπορευμάτων που συναντά κανείς στα περισσότερα παρισινά καφενεία. Συνήθως τοποθετημένοι πίσω από το μπαρ, κρυμμένοι κάτω από μια καταπακτή, χρησιμεύουν για να ανεβάζουν τα κιβώτια με τα μπουκάλια και τα βαρέλια με την μπύρα που αποθηκεύονται στα υπόγεια. Στην αυλή της οδού Ραβινιάν, αντί για τα βαρέλια ο «ανελκυστήρας-Ρυς» ανέβαζε τον ίδιο τον κ. Ρυς, από την αυλή ως το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Ο κ. Ρυς κυλούσε μόνος του την πολυθρόνα του στην πλατφόρμα, μπλοκάριζε τις ρόδες και ενεργοποιούσε τον ανελκυστήρα με τη βοήθεια ενός ηλεκτρικού χειριστηρίου. Μια μεγαλοπρεπής ομπρέλα, στερεωμένη στην πλατφόρμα, στεφάνωνε το σύνολο. Άξιζε τον κόπο να τον δει κανείς να ανυψώνεται αργά αργά στους αιθέρες, βασιλικά θρονιασμένο στην πολυθρόνα του κάτω από την πολύχρωμη ομπρέλα!

Μετά το ατύχημα, ο κ. Ρυς είχε κάνει κι άλλες διευθετήσεις. Είχε δημιουργήσει ένα δωμάτιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες του.

Το παλιό του αυτοκίνητο τού ήταν πια άχρηστο. Παρκαρισμένο κάτω από τα μάτια του, θα του θύμιζε συνέχεια τον παλιό καλό καιρό, που του χρησίμευε για να διασχίζει τα δρομάκια της Ιλ ντε Φρανς[1]. Έτσι λοιπόν προτίμησε να το πουλήσει. Και στο ελεύθερο πια γκαράζ είχε φτιάξει το δωμάτιό του. Καθώς βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το δρόμο, είχε τη δυνατότητα να βγαίνει κατευθείαν, κυλώντας την αναπηρική του πολυθρόνα, για τη συνηθισμένη του βόλτα. Αυτή τη βόλτα δεν θα μπορούσε να τη στερηθεί για τίποτα στον κόσμο. Με τις δυο αυτές ρυθμίσεις είχε πετύχει την αυτονομία του τόσο για τις οριζόντιες όσο και για τις κατακόρυφες μετακινήσεις του.

Καμιά φορά, όταν έκανε ζέστη, μια μυρωδιά μηχανέλαιου ανέβαινε απ’ το έδαφος. Και μαζί μ’ αυτήν κι οι αναμνήσεις…

Στην επιλογή της επίπλωσης, είχε επιτρέψει στον εαυτό του ένα καπρίτσιο. Ένα κρεβάτι με ουρανό. Από το κρεβάτι με ουρανό μέχρι τα παπούτσια, η απόσταση είναι μικρότερη από ένα βήμα, ένα βήμα όμως που ο κ. Ρυς δυσκολευόταν τρομερά να ξεπεράσει. Σε μια γωνιά του δωματίου υπήρχε ένα ντουλάπι. Το ντουλάπι ήταν γεμάτο παπούτσια. Στην πόρτα του ένα αυτοκόλλητο δήλωνε:

«Δεν μπορεί να καταλάβει τη γνώση των υποδημάτων εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει τι είναι γνώση (Πλάτων, Θεαίτητος)[2]

[…]

- Μυρίζει κάτουρο γάτας εδώ μέσα! Είπε η Περέτ εξαιρετικά κακοδιάθετη.

Είχε καταφθάσει ως συνήθως, χωρίς να κάνει θόρυβο. Μπορούσε να μετακινείται σαν να πατούσε σ’ ένα ιπτάμενο χαλί, με κινήσεις άνετες και το σώμα χαλαρό. Έδινε την εντύπωση ότι δεν ανεχόταν να της εμποδίζουν τις κινήσεις της. Επέστρεφε από το κομμωτήριο με τα μαλλιά της κατσαρωμένα και πιο κοντά από το συνηθισμένο. Στο πρόσωπο, ένα αδιόρατο μακιγιάζ. Ήταν όμορφη. Προφανώς αυτό την άφηνε τελείως αδιάφορη.

- Ένας παπαγάλος, έστω και αηδιαστικός, δεν μυρίζει ποτέ κάτουρο γάτας, μητέρα, τη διόρθωσε ο Ιωνάθαν.

-Το πολύ πολύ να μυρίζει κάτουρο παπαγάλου, συμπλήρωσε η Λέα.

-Ένας παπαγάλος;

Η Περέτ έψαξε με το βλέμμα. Της τον έδειξαν. Εκεί ψηλά, κουρνιασμένο στην κόχη του τζακιού.

- Πετάξτε τον έξω!

- Κοιμάται, μαμά, είπε ο Μάξ επιτιμητικά.

- Ας περιμένουμε τουλάχιστον να ξυπνήσει, πρότεινε η Λέα που δεν είχε ιδιαίτερη επιθυμία να κρατήσει τον παπαγάλο.

- Σαν να μη μας έφταναν μέσα στο σπίτι δυο δίδυμοι, ένας κουφός κι ένας ημιπληγικός! ξέσπασε η Περέτ. Χρειαζόμαστε και παπαγάλο;

Μέσα στην οργή της, δεν είχε ακούσει το τρίξιμο της αναπηρικής πολυθρόνας. Χλώμιασε. Η πολυθρόνα ακινητοποιήθηκε μπροστά στο τζάκι. Η Περέτ κατόρθωσε στο τέλος να συλλαβίσει:

- Συγνώμη, κ. Ρυς.

- Γιατί, Περέτ; Δεν είπατε παρά την αλήθεια. Πρόκειται για μια αντικειμενική περιγραφή των κατοίκων του σπιτιού.

Ήταν έτοιμη να δακρύσει. Ο κ. Ρυς είχε παρατηρήσει ότι εδώ και μερικές μέρες ήταν σφιγμένη.

-Σας πάνε πολύ τα μαλλιά σας, παρατήρησε κάνοντας μικρούς κύκλους με τα δάχτυλά του.

Τον κοίταζε σαν χαμένη.

-Τα μαλλιά μου (έψαξε με το χέρι το κρανίο της); Α, ναι. Το παράκαναν λίγο στα μπουκλάκια.

- Να σου πω τι έγινε, μητέρα.

Ο Ιωνάθαν αποφάσισε να αναφέρει στην Περέτ τις συνθήκες της άφιξης του παπαγάλου. Μόνο όταν της περιέγραψε την ηρωική συμπεριφορά του Μαξ, η Περέτ παρατήρησε τα σημάδια στο πρόσωπο του γιου της. Αφού τα εξέτασε προσεκτικά, εκτίμησε ότι μάλλον ο Μάξ θα απέφευγε τις ουλές.

- Τι σκέφτεστε, κ. Ρυς; ρώτησε.

- Πιστεύω ότι θα αποφύγει τις ουλές.

- Όχι. Για τον παπαγάλο εννοώ.

- Νομίζω ότι αυτός θα έχει μια ουλή.

- Όχι. Να τον κρατήσουμε ή…

- Α, μάλιστα. Αν τον πετάξουμε έξω μετά από όσα ακούσαμε, σίγουρα θα πρόκειται για άρνηση συνδρομής σε παπαγάλο εν κινδύνω!

Σκάσανε στα γέλια.

Εκτός από τον Μαξ.

Εδώ και λίγη ώρα, παρατηρούσε τη μητέρα του. Με ήρεμη φωνή ρώτησε:

- Αλήθεια θα αρνιόσουν να δεχτείς κάποιον που χρειάζεται βοήθεια, μαμά;

Η Περέτ κούνησε το κεφάλι της ενοχλημένη. Η σκέψη που τη βασάνιζε εδώ και αρκετές μέρες ήρθε πάλι στο προσκήνιο. «Θα πρέπει να τους το πω. Γιατί να περιμένω;» αναρωτήθηκε. Κι ύστερα:

- Μιλάει;

- Ούτε λέξη… από την ώρα που είναι εδώ, τη διαβεβαίωσε ο Μαξ.

- Τότε μπορούμε να του χορηγήσουμε μια προσωρινή άδεια παραμονής.

Ο καθένας κάτω από το φεγγίτη του, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Οι Ιωνάθαν-και-Λέα συζητούσαν από το ένα δωμάτιο στο άλλο μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα.

- Γιατί δυο «καλοβαλμένοι» άνδρες, όπως διευκρίνισε ο Μαξ, λύσσαξαν να περάσουν φίμωτρο σ’ έναν παπαγάλο, στο βάθος ενός υπόστεγου με στοκ εμπορευμάτων από τις παλιές αποικίες; Ρώτησε ο Ιωνάθαν.

- Για να τον εμποδίσουν να μιλήσει, απάντησε η Λέα.

- Να μιλήσει ή να δαγκώσει;

Τριάντα τρία χρόνια αριθμούσαν και οι δυο μαζί, και τρία μέτρα σαράντα εκατοστά συνολικό ύψος. Ο Ιωνάθαν, ο πρεσβύτερος, και η Λέα, η νεώτερη (κατά δυόμισυ λεπτά περίπου), όφειλαν σ’ αυτή τη σειρά αφίξεως –ή αναχωρήσεως- το διπλό όνομά τους: Ιωνάθαν-και-Λέα, «Ι&Λ».

Αυτά τα δυόμισυ λεπτά καθυστέρησης που την είχαν κάνει «δεύτερη», η Λέα δεν σταματούσε να προσπαθεί να τα καλύψει. Σε κάθε ευκαιρία ήθελε να είναι πρώτη. Συνήθως τα κατάφερνε. Όσο για τον Ιωνάθαν, που δεν είχε ζητήσει αυτός να είναι πρώτος, έδειχνε να ικανοποιήσει από αυτό το αρχικό πλεονέκτημα. Η μπουκιά ερχόταν πάντα μασημένη στο στόμα του.

Οι Ιωνάθαν-και-Λέα έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, δηλαδή, όπως κι αυτές, δεν είχαν καμιά ομοιότητα μεταξύ τους. Τόσο όμοιοι και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί. Ήταν «ίδιοι», αλλά σε διαφορετική συσκευασία ο καθένας. Μόνο τα μάτια τους ήταν ολόιδια. Κανείς δεν θα μπορούσε να πει ποιο ζευγάρι ανήκε στον αδελφό και ποιο στην αδελφή. Είχαν και οι δυο μάτια τεράστια στο ανοιχτό μπλε του ξεπλυμένου τζην.

Η Λέα, πάντα κοντοκουρεμένη, τζην και φούτερ, ζιλεδάκι και μακό, παπούτσια του τέννις, Nike ή Doc Martens. Στήθη μικρά και σκληρά. Ποτέ μακιγιαρισμένη αλλά πάντα με βαμμένα μαλλιά. Η Περέτ δεν σταματούσε να της λέει ότι η βαφή σκοτώνει τα μαλλιά. Αυτό δεν την εμπόδιζε να δοκιμάζει κάθε βδομάδα κι από μια καινούργια απόχρωση όλο και πιο εξεζητημένη. Ανάλαφρη σαν κλιματόβεργα, λεπτή σαν πετονιά. Όπως θα ’λεγε ο Ευκλείδης ήταν «ένα μήκος χωρίς πλάτος».

Ο Ιωνάθαν είχε τα μακριά κατσαρά μαλλιά των σιξτις, φαρδιά ρούχα κι ένα χρυσό σκουλαρίκι στο δεξί αυτί. Δεν κρύωνε ποτέ, δεν ήταν ούτε μικροκαμωμένος ούτε εύθραυστος. Κάποτε είχε σπυράκια στο πρόσωπο, αλλά τώρα είχαν φύγει. Όλα εκτός από ένα, κάτω από το πηγούνι του, που το κακοποιούσε όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Χέρια περιποιημένα, καθόλου περιφέρειες, ίσια πλάτη. Δεν ήταν παχύς αλλά φαρδύς, με ένα στέρνο σαν οθόνη 24 ιντσών. Ο Ευκλείδης θα ’λεγε γι’ αυτόν ότι ήταν μια επιφάνεια, γιατί είχε «μόνο μήκος και πλάτος».

Και το βάθος;

Η οικογένεια Λιάρ όφειλε το βάθος στον Μάξ. Όλο στρογγυλάδες, μέτωπο πλατύ σαν λεωφόρος, στεφανωμένο από πυκνές μπούκλες στο χρώμα του χαλκού. Ο Μαξ ήταν κοκκινομάλλης με δυο μικρά μάυρα μάτια, δυο μπαλίτσες από ανθρακίτη. Μια ρυτίδα στο μέτωπο τα εξαφάνιζε σχεδόν τελείως. Ωστόσο δεν εξαφανιζόταν ποτέ η λάμψη τους. εντυπωσιακά μυώδης για την ηλικία του, πράγμα που θα τον εμπόδιζε να ψηλώσει, όπως γνωμάτευαν οι ασθματικές Πυθίες της Μονμάρτρης όταν διασταυρώνοταν μαζί του στην οδό Λεπίκ.

Ωστόσο, αυτός ο συμπαγής όγκος χαρακτηριζόταν από μια εντπωσιακή σοβαρότητα που συχνά έφερνε σε δύσκολη θέση τους άλλους, γιατί τους έκανε να αναλογίζονται τις δικές τους επιφανειακές ενατενίσεις. Η αυτοπεποίθησή του συχνά τρόμαζε τον περίγυρό του.

Κι ο Ευκλείδης πώς θα τον χαρακτήριζε; Θα τον ονόμαζε ίσως στερεό. Αφού είχε ταυτόχρονα, «μήκος, πλάτος και βάθος» ήταν στερεός. Αλλά ταυτόχρονα αέρινος.

Πως μπόρεσε ο Μαξ να διαβάσει το ράμφος του παπαγάλου όταν αυτός φώναζε «Δολοφό..». Δεν διάβασε το ράμφος. Αλλά κατάλαβε.

Για τον Μαξ, οι ήχοι ήταν σαν τα παγόβουνα. Αυτό που άκουγε δεν ήταν παρά το μέρος που εξείχε. Το κυρίως μέρος της λέξης δεν μπορούσε να το ακούσει. Είχε λοιπόν αναπτύξει μια έβδομη αίσθηση. Ολόκληρο το σώμα του συμμετείχε στην υποδοχή του ήχου και συνελάμβανε ό, τι ξέφευγε από το αυτί. Ο κ. Ρυς, έχοντας ανακαλύψει αυτή την εντυπωσιακή ικανότητα, τον είχε ονομάσει Μαξ ο Αιολικός. Είχε μαντέψει ότι ο Μαξ ήταν ευαίσθητος σε όλους τους ανέμους.

[1]Il-de-France: Η ευρύτερη περιοχή του Παρισιού (Σ.τ.Μ.)

[2]«Οὐδ’ ἄρα ἐπιστήμην ὐποδημάτων συνίησιν ὁ ἐπιστήμην μη εἰδώς». Πλάτωνος, Θεαίτητος, 147Β (Σ.τ.Μ.)


Ντενί Γκετζ, Το θεώρημα του παπαγάλου, Κέδρος, Αθήνα, 2011, σ. 9-10, 13-17, 18-22.