Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Έχουν περάσει ένδεκα χρόνια, κάποιον Απρίλιο είχα έλθει από την επαρχία και κάθε μέρα, μετά τις 5 το απόγευμα, έκοβα βόλτες στις αποβάθρες, ψάχνοντας στους πάγκους των παλαιοβιβλιοπωλών. Δεν γνώριζα κανέναν στο Παρίσι και κάθε περαστικός μου κινούσε την περιέργεια, κι αναρωτιόμουν αν ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους των οποίων η φήμη μεταξύ των ομοίων τους προηγείται της γνώσης που έχουν οι τελευταίοι για το έργο τους.

Κάθε μέρα, φανταζόμουν ότι συναντούσα τον έναν ή τον άλλον αγαπημένο μου ποιητή, τον τάδε πεζογράφο που θαύμαζα, κάποιο δογματιστή που απεχθανόμουν, κι η τρέλα μου να θέλω να δίνω ονόματα σε αγνώστους με ώθησε να διαπράξω διασκεδαστικά λάθη. Ένας μικρόσωμος γέροντας, που τον πετύχαινα συχνά στη Γέφυρα των Τεχνών, έγινε για μένα ο Maurice Barrès. Νόμισα ότι ανεγνώρισα το φιλόσοφο Tarde στο πρόσωπο ενός μακρυμάλλη άνδρα που βάδιζε αργά κάνοντας να κροταλίζουν τα βότσαλα στην αλλέα του πάρκου Μονσώ. Μια νύχτα, κάποιος έγραφε κάτι ορνιθοσκαλίσματα κάτω από μια λάμπα του δρόμου, και τον έπαιρνα για τον Moréas ή τον Henri de Régnier.

Στις αποβάθρες, κάθε σούρουπο, κάποιος με προσπερνούσε. Ήταν ένας άνδρας εύρωστος, σε πλήρη ακμή. Έφερε ένα μαύρο πανωφόρι, ψηλό καπέλο και λευκό φουλάρι, δεμένο ατημέλητα γύρω από το λαιμό. Βάδιζε γοργά, με διάφορα χαρτιά υπό μάλης, έστεκε μια στιγμή εμπρός από κάθε πάγκο, έπαιρνε πότε-πότε ένα βιβλίο και, αφού το ξεφύλλιζε στα γρήγορα, το έβαζε στη θέση του.

Κάποιες φορές τον είδα να καλεί τον βιβλιοπώλη και να πληρώνει για το βιβλίο… Από καιρού εις καιρόν, ο άγνωστος σταματούσε, στρεφόταν προς το δρόμο και παρατηρούσε χαμογελαστός την κίνηση σε μια γέφυρα. Κάποτε, ένας ακροβάτης που έκανε διάφορα κόλπα κοντά στο Ινστιτούτο τράβηξε για ένα λεπτό την πρόσοχή του. Μιαν άλλη φορά, ατένιζε μακαρίως κάτι σκυλιά που καβγάδιζαν.

Τις πρώτες φορές που είδα αυτόν τον άγνωστο, δεν του έδωσα όνομα, αλλά τον έλεγα «παραμυθά», συγκρίνοντάς τον με τον La Fontaine, στον οποίο υπέθετα ότι έμοιαζε.

Ένα βράδυ, πριν πέσει η νύχτα, ενώ ο ουρανός πήγαινε να σκοτεινιάσει, λιγάκι συννεφιασμένος, και, σαν άλλος Αλσέστ[2], ήταν εδώ κι εκεί στολισμένος με πράσινες κορδέλλες, είδα τον άγνωστο παραμυθά, τον περιπατητικό φιλόσοφο, τον εραστή των βιβλίων και των θεαμάτων του δρόμου, να κοιτάζει τον ασθενικό εκείνον ουρανό.

Το πρώτο άστρο πρόβαλε, ορατό, μα ελάχιστα λαμπρό. Ο άγνωστος έκαμε μια χειρονομία, και κατόπιν έφυγε, βαδίζοντας πολύ γοργά. Τι χειρονομία;… Μου φαίνεται ότι έστειλε ένα φιλί στο άστρο. Τότε λοιπόν έδωσα όνομα στον άγνωστο. Έγινε για μένα ο Remy de Gourmont.


[1] Μείζων κριτικός, ποιητής και πεζογράφος του γαλλικού συμβολισμού (1858-1915)

[2] Αναφορά στον Μισάνθρωπο του Μολιέρου.

Apollinaire Guillaume, Ο περιπατητής των δύο όχθεων: οδοιπορικό στο Παρίσι, Αθήνα, Φαρφουλάς, 2010, σ. 92-93.