Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Α’

ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙ, ένα Λιοντάρι και μία Ύαινα του Ζωολογικού Κήπου κατόρθωσαν ν’ ανοίξουν την πόρτα του κλουβιού, που δεν ήταν καλά σφαλισμένη.

Το πρωινό εκείνο ήταν λευκό κι ένας καθαρός ήλιος έλαμπε χαρούμενα στην άκρη του χλομού ουρανού. Κάτω απ’ τις μεγάλες καστανιές η δροσιά ήταν διαπεραστική, η ελαφριά δροσιά της άνοιξης που γεννιέται. Τα δύο καλοκάγαθα ζώα, που μόλις είχαν προγευματίσει πλουσιοπάροχα, περπάτησαν αργά μέσα στον Κήπο, σταματώντας όμως κάθε τόσο για να γλειφτούν και ν’ απολαύσουν ως ευπρεπή άτομα τη γλυκύτητα του πρωινού.

Συναντήθηκαν στο βάθος μιας δενδροστοιχίας και, μετά τις συνήθεις φιλοφρονήσεις, βάλθηκαν να περπατούν αντάμα, συζητώντας φιλικότατα. Ο Κήπος δεν άργησε να τους φανεί πληκτικός και πολύ μικρός. Αναρωτήθηκαν τότε σε ποιες διασκεδάσεις θα μπορούσαν ν’ αφιερώσουν τη μέρα τους.

«Έχω, μα την πίστη μου, μεγάλη διάθεση να ικανοποιήσω μια παραξενιά που με γυροφέρνει από παλιά», είπε το Λιοντάρι. «Εδώ και χρόνια έρχονται οι άνθρωποι να με χαζέψουν σαν βλάκες στο κλουβί μου, κι ανέκαθεν είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ν’ αδράξω την πρώτη ευκαιρία που θα μου παρουσιαζόταν για να πάω να τους χαζέψω κι εγώ στο δικό τους το κλουβί, ακόμα κι αν φανώ εξίσου βλάκας μ’ εκείνους… Σας προτείνω μια μικρή περιδιάβαση στο κλουβί των ανθρώπων».

Τη στιγμή εκείνη, το Παρίσι που ξυπνούσε άρχισε να βρυχάται με τέτοια δύναμη που η Ύαινα κοντοστάθηκε απότομα, στήνοντας το αυτί της με ανησυχία. Ο αχός της πόλης ανέβαινε υπόκωφος κι απειλητικός∙ κι ο αχός, που απαρτιζόταν από το θόρυβο των αμαξών, τις φωνές του δρόμου, τα κλάματά μας και τα γέλια μας, έμοιαζε με ουρλιαχτά θυμού και επιθανάτιου ρόγχου.

«Θεέ μου!» ψιθύρισε η Ύαινα. «Αλληλοσκοτώνονται για τα καλά μες στο κλουβί τους. ακούτε τι θυμωμένοι που είναι και πώς κλαίνε;»

«Είναι γεγονός ότι κάνουν τρομακτική φασαρία», αποκρίθηκε το Λιοντάρι. «Ίσως να τους ταλαιπωρεί κάποιος θηριοδαμαστής».

Ο θόρυβος μεγάλωνε, και η Ύαινα φοβόταν πραγματικά.

«Νομίζετε πως είναι φρόνιμο να το αποτολμήσουμε να μπούμε εκεί μέσα;» ρώτησε.

«Μα τι στην οργή, δε θα μας φάνε κιόλας», είπε το Λιοντάρι. «Μα ελάτε λοιπόν! Θα πρέπει να τρώγονται μεταξύ τους για τα καλά, κι αυτό θα μας κάνει να γελάσουμε».

Β’

Στο δρόμο βάδισαν συνεσταλμένα κατά μήκος των σπιτιών. Καθώς πλησίαζαν σ’ ένα σταυροδρόμι, παρασύρθηκαν από τεράστιο πλήθος. Υπάκουσαν σ’ αυτή την ώθηση που τους υποσχόταν ένα ενδιαφέρον θέαμα.

Γρήγορα βρέθηκαν σε μια τεράστια πλατεία όπου συνωστιζόταν το πλήθος. Στο κέντρο της υπήρχε κάτι σαν σκαλωσιά από κόκκινο ξύλο, κι ολονών τα μάτια ήταν προσηλωμένα σ’ αυτή την ξυλοδεσιά με αδημονία και τέρψη.

«Βλέπετε», λέει το Λιοντάρι χαμηλόφωνα στην Ύαινα, «εκείνη η εξέδρα είναι ασφαλώς ένα τραπέζι όπου θα παρατεθεί ένα καλό γεύμα σε όλους εκείνους που ήδη ξερογλείφονται. Μόνο που μου φαίνεται πολύ μικρό το τραπέζι».

Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, το πλήθος έβγαλε ένα βρυχηθμό ικανοποίησης, και το Λιοντάρι δήλωσε πως θα πρέπει να επρόκειτο για τα φαγώσιμα που έφταναν, πόσω μάλλον που πέρασε από μπροστά τους μία άμαξα που την έσερναν άλογα επιταχύνοντας τον καλπασμό τους. Από την άμαξα τράβηξαν έξω έναν άντρα, τον ανέβασαν στο ικρίωμα και τον αποκεφάλισαν με μεγάλη δεξιοτεχνία∙ ύστερα έβαλαν το πτώμα σε μία άλλη άμαξα, σπεύδοντας έτσι να το απαγάγουν απ’ τις άγριες διαθέσεις του πλήθους που ούρλιαζε, από την πείνα ασφαλώς.

«Για δείτε, δεν το τρώνε!» αναφώνησε το Λιοντάρι απογοητευμένο.

Η Ύαινα ένιωσε ελαφρύ ρίγος να σηκώνει το τρίχωμά της.

«Σε τι άγρια θηρία με φέρατε!» είπε. «Σκοτώνουν χωρίς να πεινάνε… Για όνομα του Θεού, ας βιαστούμε να φύγουμε μακριά απ’ αυτό το πλήθος».

Γ’

Όταν έφυγαν απ’ την πλατεία, πήραν τις εξωτερικές λεωφόρους και σιγοπερπάτησαν κατά μήκος του ποταμού. Φτάνοντας στη Σιτέ, είδαν πίσω από την Παναγία των Παρισίων ένα χαμηλό και μακρύ κτίριο όπου έμπαιναν οι περαστικοί όπως μπαίνει κανείς σε μια παράγκα πανηγυριού για να δει κάτι το αξιοπερίεργο και να ξαναβγεί από κει γεμάτος θαυμασμό. Δεν πλήρωνες άλλωστε ούτε κατά την είσοδο ούτε κατά την έξοδο. Το Λιοντάρι και η Ύαινα ακολούθησαν τον κόσμο και είδαν πάνω σε φαρδιές πλάκες ξαπλωμένα πτώματα με τη σάρκα τους διάτρητη από βόλια. Οι θεατές, βουβοί και περίεργοι, χάζευαν ήσυχα τα πτώματα.

«Τι σας έλεγα;» ψιθύρισε η Ύαινα. «Δε σκοτώνουν για να φάνε. Κοιτάξτε πως τ’ αφήνουν να χαλάσουν τα φαγώσιμα».

Άμα ξαναβρέθηκαν στο δρόμο, πέρασαν μπρος από τον πάγκο ενός χασάπη. Το κρέας που κρεμόταν απ’ τα χαλύβδινα τσιγκέλια ήταν κατακόκκινο∙ πλάι στον τοίχο υπήρχαν σωριασμένα κρέατα, και το αίμα κυλούσε σε λεπτά ρυάκια πάνω στις μαρμάρινες πλάκες. Ολόκληρο το μαγαζί λαμποκοπούσε απαίσια.

«Μα κοιτάξτε», είπε το Λιοντάρι. «Λέτε ότι δεν τρώνε. Μα εδώ υπάρχει ό,τι χρειάζεται για να τραφεί η κοινότητά μας στον Ζωολογικό Κήπο επί οκτώ ημέρες… Δεν είναι ανθρώπινο κρέας αυτό;»

Η Ύαινα, όπως το έχω πει, είχε προγευματίσει πλουσιοπάροχα.

«Πουφ!» έκανε, αποστρέφοντας το πρόσωπό της. «Είναι αηδιαστικό το θέαμα. Μού ’ρχεται να ξεράσω μ’ όλο αυτό το κρέας».

Δ’

«Βλέπετε», συνέχισε η Ύαινα λίγο παραπέρα, «βλέπετε τις βαριές αυτές πόρτες με τις πελώριες κλειδαριές; Οι άνθρωποι βάζουν σίδερο και ξύλο ανάμεσά τους για ν’ αποφεύγουν τον ολέθριο αλληλοσπαραγμό. Σε κάθε γωνιά του δρόμου υπάρχουν άνθρωποι με ξίφη που διαφυλάσσουν τη δημόσια ευγένεια. Τι θηριώδη ζώα!»

Τη στιγμή εκείνη, κάποιο περαστικό αγοραίο αμάξι παρέσυρε ένα παιδία, που το αίμα του τινάχτηκε ως το μουσούδι του Λιονταριού.

«Μα είναι αηδιαστικό!» αναφώνησε, σκουπίζοντάς το με το μπροστινό πόδι του. «Δεν μπορείς να κάνεις ούτε δυο βήματα ήσυχος. Βρέχει αίμα σε τούτο το κλουβί».

«Όχι παίζουμε», συμπλήρωσε η Ύαινα. «Οι άνθρωποι έχουν εφεύρει τις κυλιόμενες αυτές μηχανές για ν’ αποκτούν όσο το δυνατόν περισσότερο αίμα, κι αυτές είναι τα πατητήρια του πιο ελεεινού τρύγου. Εδώ και λίγη ώρα παρατηρώ σε κάθε βήμα μας κάτι βρομερά σπήλαια όπου στο βάθος τους οι άνθρωποι πίνουν μεγάλα ποτήρια γεμάτα κοκκινωπό λικέρ που θα πρέπει να είναι αίμα. Και πίνουν πολύ απ’ αυτό το λικέρ για να ενδυναμώνουν την εγκληματική τους τρέλα, αφού σε πολλά σπήλαια είδα τους πότες να σκοτώνονται με γρονθοκοπήματα».

«Τώρα καταλαβαίνω τη χρησιμότητα του μεγάλου ρυακιού που διασχίζει το κλουβί», συνέχισε το Λιοντάρι. «Ξεπλένει τις βρομιές και παρασύρει όλο το χυμένο αίμα. Οι άνθρωποι θα πρέπει να το έφεραν έτσι προς τα σπίτια τους από το φόβο της πανούκλας. Ρίχνουν σ’ αυτό τους ανθρώπους τους οποίους δολοφονούν…»

«Δε θα ξαναπεράσουμε από τα γεφύρια», το διέκοψε η Ύαινα ανατριχιάζοντας. «Δε κουραστήκατε; Θα ήταν ίσως φρόνιμο να επιστρέψουμε».

Ε’

Δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω βήμα προς βήμα αυτά τα δύο καλοκάγαθα ζώα. Το Λιοντάρι ήθελε να επισκεφθεί τα πάντα∙ και η Ύαινα, που ο τρόμος της μεγάλωνε σε κάθε της βήμα, αναγκαζόταν να το ακολουθεί, γιατί δεν θα τολμούσε ποτέ να επιστρέψει στο σπίτι της μονάχη της.

Σαν πέρασαν μπροστά απ’ το Χρηματιστήριο, κατάφερε με τα επίμονα παρακάλια της να πείσει το Λιοντάρι να μην μπουν μέσα. Απ’ αυτό το άντρο έβγαιναν τέτοιοι στεναγμοί, τέτοιες αγριοφωνάρες, που παρέμενε στην πόρτα τρέμοντας και με σηκωμένο το τρίχωμά της.

«Ελάτε, ελάτε», έλεγε η Ύαινα, προσπαθώντας να παρασύρει το Λιοντάρι. «Εδώ είναι ίσως η σκηνή της γενικής σφαγής. Ακούτε τα βογκητά των θυμάτων και τις κραυγές μανιασμένης χαράς των δημίων; Να ένα σφαγείο που θα πρέπει να προμηθεύει όλα τα κρεοπωλεία της γειτονιάς. Να χαρείτε, ας απομακρυνθούμε από δω».

Το Λιοντάρι, που άρχισε να το πιάνει φόβος και να έχει την ουρά του στα σκέλια του, απομακρύνθηκε ευχαρίστως. Το γιατί δεν το’ βαλε στα πόδια οφείλεται στο ότι ήθελε να διαφυλάξει ακέραιη τη φήμη πως ήταν θαρραλέο. Κατά βάθος όμως μεμφόταν τον εαυτό του για έλλειψη τόλμης και σκεφτόταν πως οι βρυχηθμοί του Παρισιού, το πρωί, θα ’πρεπε να το είχαν αποτρέψει να μπει σ’ ένα τόσο άγριο θηριοτροφείο.

Τα δόντια της Ύαινας έτριζαν από φρίκη, και οι δυο τους προχωρούσαν με περίσκεψη, αναζητώντας το δρόμο τους για να επιστρέψουν στο σπίτι τους, έχοντας κάθε τόσο την αίσθηση πως οι κυνόδοντες των περαστικών μπήγονταν στο λαιμό τους.

Και να που ξαφνικά υπόκωφη βοή υψώνεται από τις διάφορες γωνιές του κλουβιού. Τα καταστήματα κλείνουν, ο συναγερμός θρηνεί με ασθμαίνουσα κι ανήσυχη φωνή.

Ομάδες οπλισμένων αντρών πλημμυρίζουν τους δρόμους, ξεριζώνουν τους κυβόλιθους, στήνουν οδοφράγματα με βιάση. Οι βρυχηθμοί της πόλης σταμάτησαν∙ βαθιά και θλιβερή σιωπή βασιλεύει. Τ’ ανθρώπινα κτήνη σωπαίνουν∙ έρπουν κατά μήκος των σπιτιών έτοιμα να χυμήξουν.

Και σε λίγο χυμούν. Το ντουφεκίδι ξεσπάει, ενώ το συνοδεύει ο βαρύς ήχος του κανονιού. Το αίμα ρέει, οι νεκροί συνθλίβουν το πρόσωπό τους μέσα στα χαντάκια, οι τραυματίες ουρλιάζουν. Στο κλουβί των ανθρώπων σχηματίστηκαν δύο στρατόπεδα, και τα ζώα αυτά το διασκεδάζουν κάπως να σφάζονται οικογενειακώς.

Όταν το Λιοντάρι κατάλαβε τι συνέβαινε, αναφώνησε:

«Θεέ μου, σώσε μας από τη σύρραξη! Αρκετά τιμωρήθηκα που υπέκυψα στη βλακώδη επιθυμία μου να επισκεφτώ τα τρομερά αυτά σαρκοβόρα. Πόσο πιο ήμερα δεν είναι τα ήθη μας σε σύγκριση με τα δικά τους! Ποτέ δεν αλληλοσπαραζόμαστε εμείς».

Κι απευθυνόμενος στην Ύαινα, συνέχισε:

«Πάμε γρήγορα, ας λακίσουμε από δω. Μην κάνουμε πια τους γενναίους. Εμένα, τ’ ομολογώ, μου κόπηκαν τα ήπατα απ’ την τρομάρα. Πρέπει να πάρουμε δρόμο απ’ τη βάρβαρη τούτη χώρα».

Και τότε το ’βαλαν στα πόδια ντροπιασμένα και φοβισμένα. Το τρέξιμό τους έγινε όλο και πιο ξέφρενο, γιατί ο τρόμος τούς έτρωγε τα σωθικά, και οι τρομακτικές αναμνήσεις της μέρας ήταν σαν ισάριθμα βούκεντρα που τους κέντριζαν τα πλευρά.

Έτσι έφτασαν στον Ζωολογικό Κήπο λαχανιασμένα, κοιτάζοντας τρομοκρατημένα πίσω τους. Αφού ξαναβρήκαν την ανάσα τους έτρεξαν να λουφάξουν σ’ ένα άδειο κλουβί, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του. Εκεί συγχάρηκαν το ένα το άλλο με θέρμη για την επιστροφή τους.

«Τι καλά!» είπε το Λιοντάρι. «Δεν πρόκειται να μου ξανάρθει η διάθεση να βγω απ’ το κλουβί μου για να κάνω βόλτα στο κλουβί των ανθρώπων. Η μόνη δυνατή ειρήνη κι ευτυχία βρίσκεται μόνο σε τούτο εδώ το γλυκό και πολιτισμένο κελί».

Ζ’

Και καθώς η Ύαινα ψηλάφιζε ένα προς ένα τα κάγκελα του κλουβιού, το Λιοντάρι τη ρώτησε:

«Μα τι κοιτάζετε λοιπόν;»

«Κοιτάζω», απάντησε η Ύαινα, «αν τα κάγκελα είναι γερά κι αν μπορούν να μας προστατέψουν επαρκώς από την αγριότητα των ανθρώπων».

Ζολά Εμίλ, «Ένα κλουβί άγριων θηρίων», Οι ώμοι της Μαρκησίας και άλλα διηγήματα, Ίκαρος, 2012, σ. 31-37.