Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΣτο café της χαμένης νιότης
Ήμουν τυχερός που στο διπλανό μου τραπέζι, στο Condé, καθόταν εκείνος ο νεαρός, με τον οποίο, πολύ φυσικά πιάσαμε κουβέντα. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σ’ αυτό το μαγαζί, και θα μπορούσα να είμαι πατέρας του. Το τετράδιο στο οποίο κάθε μέρα, κάθε νύχτα επί τρία χρόνια, καταχώριζε τους πελάτες τού Condé, με διευκόλυνε στην εργασία μου. Λυπάμαι που του απέκρυψα για ποιον ακριβώς λόγο ήθελα να συμβουλευτώ αυτό το έγγραφο που είχε την καλοσύνη να μου δανείσει. Όμως, έλεγα ψέματα όταν του είπα ότι ήμουν καλλιτεχνικός εκδότης;
Με πίστευε – το διαπίστωσα αμέσως. Αυτό είναι το πλεονέκτημα να είσαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από τους άλλους: αγνοούν το παρελθόν σου. ακόμα κι αν σου κάνουν ανώδυνες ερωτήσεις για την ως τώρα ζωή σου, μπορείς να τα επινοήσεις όλα. Μια καινούργια ζωή. Δεν πρόκειται να ψάξουν. Κι όσο εσύ θα διηγείσαι αυτή τη φανταστική ζωή, ριπές δροσάτου αέρα θα διασχίσουν ένα χώρο κλειστό όπου ασφυκτιούσες εδώ και καιρό. Ένα παράθυρο ανοίγει απότομα, τα παντζούρια χτυπάνε στον δυνατό αέρα. Το μέλλον είναι πάλι μπροστά σου.
Καλλιτεχνικός εκδότης. Μου ’ρθε χωρίς να το σκεφτώ. Αν πριν από είκοσι χρόνια με είχαν ρωτήσει τι ήθελα να γίνω, θα ψέλλιζα: καλλιτεχνικός εκδότης. Ε, λοιπόν, το είπα σήμερα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα αυτά τα χρόνια είναι σαν να μην υπήρξαν.
Μόνο που δε διέγραψα ολοκληρωτικά το παρελθόν. Μένουν κάποιοι μάρτυρες, κάποιοι επιζώντες απ’ αυτούς που υπήρξαν σύγχρονοί μας. Ένα βράδυ, στο Montana, ρώτησα τον γιατρό Βαλά την ημερομηνία γέννησής του. είχαμε γεννηθεί την ίδια χρονιά. Του υπενθύμισα ότι είχαμε συναντηθεί και παλιά στο ίδιο μπαρ, όταν η περιοχή κρατούσε ακόμα όλη της τη λάμψη. Άλλωστε, η εντύπωσή μου ήταν πως είχαμε συναντηθεί και πιο παλιά, σε άλλες γειτονιές του Παρισιού, στη Δεξιά Όχθη. Ήμουν σχεδόν βέβαιος. Ο Βαλά παρήγγειλε με βραχνή φωνή ένα μικρό Vittel, διακόπτοντάς με τη στιγμή που κινδύνευα ν’ ανακαλέσω δυσάρεστες αναμνήσεις. Σώπασα. Ζούμε στο έλεος κάποιων σιωπών. Ξέρουμε πολλά ο ένας για τον άλλον. Οπότε, προσπαθούμε ν’ αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον. Το καλύτερο, βέβαια, είναι να χάνεσαι οριστικά.
Τι παράξενη σύμπτωση… Ξανάπεσα πάνω στον Βαλά εκείνο το απόγευμα που πέρασα για πρώτη φορά το κατώφλι του Condé. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι στο βάθος, μαζί με δύο ή τρία νεαρά άτομα. Μου ’ριξε το ανήσυχο βλέμμα του καλοζωισμένου στη θέα ενός φαντάσματος. Του χαμογέλασα. Του ’σφιξα το χέρι χωρίς να πω τίποτα. Κατάλαβα ότι η παραμικρή λέξη μου κινδύνευε να τον φέρει σε δύσκολη θέση μπροστά στους καινούργιους φίλους του. Φάνηκε ανακουφισμένος από τη σιωπή και τη διακριτικότητά μου όταν κάθισα στον πάγκο, στην άλλη άκρη της αίθουσας. Από εκεί, μπορούσα να τον παρατηρώ χωρίς να με βλέπει. Τους μιλούσε χαμηλόφωνα, γέρνοντας προς το μέρος τους. Άραγε φοβόταν μην ακούσω τι έλεγε; Έτσι, για να περάσει η ώρα μου, φαντάστηκα όλες τις καθωσπρέπει φράσεις που θα μπορούσα να του πω και που θα έκαναν το μέτωπό του να ιδρώσει; «Είστε ακόμα γιατρός;». Και, μετά από μια μικρή παύση: «Πείτε μου: ασκείτε πάντα το επάγγελμά σας στην Αποβάθρα Λουί-Μπλεριό; Εκτός αν έχετε κρατήσει εκείνο το ιατρείο στην οδό Μοσκού… Κι εκείνη η διαμονή στη Φρεν πριν από πολύ καιρό, ελπίζω να μην είχε πολύ σοβαρές επιπτώσεις…». Κόντεψα να σκάσω στα γέλια, ολομόναχος εκεί, στη γωνιά μου. Δε γερνάμε. Με τα χρόνια που περνούν, πολλοί άνθρωποι και πολλά πράγματα καταλήγουν να σου φαίνονται τόσο κωμικά και καταγέλαστα, που τα βλέπεις με παιδικό μάτι.
Εκείνη την πρώτη φορά, έμεινα πολλή ώρα περιμένοντας στο Condé. Δεν την είδα. Έπρεπε να δείξω υπομονή. Θα ’ρχόταν άλλη μέρα. Παρατήρησα τους θαμώνες. Οι περισσότεροι δεν ήταν πάνω από είκοσι πέντε, κι ένας μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα θα τους χαρακτήριζε: «οι σπουδάζοντες μποέμ». Όμως, ελάχιστοι απ’ αυτούς, κατά τη γνώμη μου, ήταν γραμμένοι στη Σορβόνη ή στη Σχολή Μεταλλειολόγων. Πρέπει να ομολογήσω πως, παρατηρώντας τους από κοντά, άρχισα ν’ ανησυχώ για το μέλλον τους.
Δύο άνδρες μπήκαν, με μικρή διαφορά ο ένας απ’ τον άλλον: ο Ανταμόφ κι εκείνος ο μελαχρινός με το λυγερό βάδισμα που είχε υπογράψει κάποια βιβλία ως Μορίς Ραφαέλ. Γνώριζα εξ όψεως τον Ανταμόφ. Παλιά ήταν σχεδόν κάθε μέρα στο Old Navy, και το βλέμμα του δεν το ξεχνά κανείς εύκολα. Νομίζω ότι του είχα κάνει μια εξυπηρέτηση όταν είχε κάτι προβλήματα με τα χαρτιά του, την εποχή που γνώριζα ακόμα κάποιους στην Υπηρεσία Πληροφοριών. Όσο για τον Μορίς Ραφαέλ, σύχναζε κι αυτός στα μπαρ της περιοχής. Έλεγαν ότι κι αυτός είχε προβλήματα μετά τον πόλεμο, με κάποιο άλλο του όνομα. Εκείνη την εποχή, δούλευα για τον Μπλεμάν. Ήρθαν και οι δύο κι ακούμπησαν στον πάγκο: ο Μορίς Ραφαέλ στεκόταν όρθιος, ευθυτενής· ο Ανταμόφ σκαρφάλωσε σ’ ένα σκαμπό μ’ ένα μορφασμό πόνου. Δε με είχε προσέξει. Από την άλλη, υπήρχε περίπτωση το πρόσωπό μου να του θύμιζε ακόμα κάτι; Τους πλησίασαν τρία νεαρά άτομα, ανάμεσα στα οποία ένα ξανθό κορίτσι με φράντζα που φορούσε ένα παλιό αδιάβροχο. Ο Μορίς Ραφαέλ τούς πρόσφερε τσιγάρα, κοιτάζοντάς τους μ’ ένα φιλικό χαμόγελο, ενώ ο Ανταμόφ κρατούσε κάποια απόσταση. Βλέποντας το έντονο βλέμμα του, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι νεαροί, κάπως τον φόβιζαν.
Στην τσέπη μου είχα δύο φωτογραφίες της Ζακλίν Νταλάνκ… Ο Μπλεμάν, τότε που δούλευα γι’ αυτόν, πάντα εντυπωσιαζόταν από το ταλέντο μου ν’ αναγνωρίζω οποιονδήποτε. Μία φορά να έβλεπα ένα πρόσωπο, αυτό αποτυπωνόταν στη μνήμη μου, ο δε Μπλεμάν με πείραζε για το ταλέντο μου ν’ αναγνωρίζω αμέσως ένα πρόσωπο από μακριά, ακόμα κι αν ήταν στραμμένο τρία τέταρτα ή και με τελείως γυρισμένη την πλάτη. Οπότε, δεν ανησυχούσα καθόλου. Με το που θα έμπαινε στο Condé, αμέσως θα την αναγνώριζα.
Ο γιατρός Βαλά στράφηκε προς τον πάγκο, και τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Έκανε ένα φιλικό νεύμα. Ξαφνικά, μου ’ρθε να πάω μέχρι το τραπέζι του και να του πω ότι είχα να του υποβάλω μια εμπιστευτική ερώτηση. Θα τον έπαιρνα παράμερα και θα του έδειχνα τις φωτογραφίες: «Την ξέρετε;». Ειλικρινά, θα μου ήταν χρήσιμο να μάθω περισσότερα γι’ αυτή την κοπέλα από έναν θαμώνα του Condé.
Μόλις έμαθα τη διεύθυνση του ξενοδοχείου της, έτρεξα. Διάλεξα τις νεκρές ώρες του απομεσήμερου. Έτσι, είχα περισσότερες πιθανότητες να μην τη βρω – ή έστω, το έλπιζα. Θα μπορούσα επίσης να κάνω μερικές ερωτήσεις γι’ αυτήν στη ρεσεψιόν. Ήταν μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα, κι αποφάσισα να περπατήσω. Έφυγα απ’ το ποτάμι και προχώρησα αργά προς την καρδιά της πόλης. Στην οδό Σερς-Μιντί, είχα τον ήλιο φάτσα. Μπήκα στο Au Chien qui fume και παράγγειλα ένα κονιάκ. Είχα άγχος. Μέσα από το τζάμι, κοίταζα τη λεωφόρο Μεν. Θα ’παιρνα το αριστερό πεζοδρόμιο και θα ’φτανα. Κανένας λόγος να αγχώνομαι. Όσο ήμουν στη λεωφόρο, όλο και πιο πολύ ηρεμούσα. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι εκείνη θα έλειπε, και, άλλωστε, αυτή τη φορά δε θα ’μπαινα στο ξενοδοχείο για να κάνω ερωτήσεις. Θα ’κοβα βόλτες γύρω γύρω, σαν να ’κανα ρεπεράζ. Είχα όλο το χρόνο μπροστά μου. Γι’ αυτό με πλήρωναν.
Όταν έφτασα στην οδό Σελ, αποφάσισα να σιγουρευτώ. Ήταν ένας δρόμος ήσυχος και μουντός, που δε μου ’φερε στο νου ούτε χωριό ούτε προάστιο, αλλά αυτές τις μυστηριώδεις ζώνες που ονομάζονται «ενδοχώρα». Τράβηξα γραμμή για τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου – ψυχή. Περίμενα καμιά δεκαριά λεπτά, ελπίζοντας να μην εμφανιστεί κανείς. Άνοιξε μια πόρτα, κι εμφανίστηκε μια μελαχρινή με κοντά μαλλιά, ντυμένη στα μαύρα από πάνω ως κάτω. Είπα ευγενικά:
«Ήρθα για τη Ζακλίν Ντελάνκ».
Φαντάστηκα ότι θα είχε καταχωρηθεί με το πατρικό της.
Η γυναίκα μου χαμογέλασε και πήρε ένα φάκελο από μια θυρίδα πίσω της.
«Είστε ο κύριος Ρολάν;»
Ποιος ήταν αυτός; Για καλό και για κακό, έκανα μια αόριστη κίνηση με το κεφάλι. Εκείνη μου έδωσε το φάκελο, πάνω στον οποίο ήταν γραμμένο με μπλε μελάνι: Για τον Ρολάν. Ο φάκελος δεν ήταν σφραγισμένος. Πάνω σ’ ένα μεγάλο φύλλο χαρτί διάβασα:
Ρολάν, έλα να με συναντήσεις μετά τις 5 στο Condé. Αν όχι, πάρε με στο AUTEUIL 15-28 κι άσε μου μήνυμα.
Υπογραφή: Λουκί. Υποκοριστικό του Ζακλίν;
Ξαναδίπλωσα το χαρτί, το ξανάβαλα στο φάκελο κι επέστρεψα το φάκελο στη μελαχρινή.
«Με συγχωρείτε… Έγινε κάποιο μπέρδεμα… Αυτό δεν είναι για μένα.»
Εκείνη δεν αντέδρασε και, μηχανικά, ξανάβαλε το γράμμα στη θυρίδα.
«Μένει πολύ καιρό εδώ η Ζακλίν Ντελάνκ;»
Η γυναίκα δίστασε για μια στιγμή και μου απάντησε με προσήνεια:
«Περίπου ένα μήνα».
«Μόνη;»
«Μάλιστα»
Κατάλαβα ότι ήταν αδιάφορη και έτοιμη ν’ απαντήσει σ’ όλες μου τις ερωτήσεις. Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα αφάνταστα βαριεστημένο.
«Σας ευχαριστώ» της είπα.
«Τίποτα»
Καλύτερα να μην καθυστερούσα άλλο. Ο Ρολάν μπορεί να ’ρχόταν από στιγμή σε στιγμή. Ξαναπήρα τη Λεωφόρο Μεν – αυτή τη φορά, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο Au Chien qui fume, παράγγειλα ξανά κονιάκ. Έψαξα στον τηλεφωνικό κατάλογο για τη διεύθυνση του Condé. Βρισκόταν στην περιοχή του Οντεόν. Ήταν τέσσερις το απόγευμα· είχα ακόμα λίγο χρόνο. Οπότε, τηλεφώνησα στο AUTEUIL 15-28. Μια ουδέτερη φωνή μού θύμισε εκείνην που λέει την ώρα στο τηλέφωνο: «Γκαράζ La Fontaine… Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;». Ζήτησα τη Ζακλίν Ντελάνκ. «Απουσιάζει αυτή τη στιγμή… Θέλετε να της πούμε κάτι;». Μπήκα στον πειρασμό να το κλείσω, αλλά αναγκάστηκα ν’ απαντήσω: ‘Όχι τίποτα. Ευχαριστώ».
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να προσδιορίζεις με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις διαδρομές που ακολουθούν οι άνθρωποι, για να τους καταλάβεις καλύτερα. Έλεγα και ξανάλεγα με χαμηλή φωνή: «Ξενοδοχείο όδου Σελ. Γκαράζ La Fontaine. Café Condé. Λουκί»· και μετά, αυτό το κομμάτι του Νεϊγί ανάμεσα στο Δάσος της Βουλόνης και τον Σηκουάνα, εκεί όπου αυτός ο τύπος μού είχε δώσει ραντεβού για να μου μιλήσει για τη γυναίκα του, ονόματι Ζακλίν Σουρό, το γένος Ντελάνκ.
Ξέχασα ποιος τον είχε συμβουλέψει ν’ απευθυνθεί σ’ εμένα. Δεν έχει σημασία. Σίγουρα θα ’χε βρει τη διεύθυνσή μου στον κατάλογο. Πήρα το μετρό πολύ νωρίτερα απ’ την ώρα του ραντεβού. Δεν θα χρειαζόταν ν’ αλλάξω γραμμή. Κατέβηκα στο Σαμπλόν κι έκανα βόλτες για σχεδόν μισή ώρα. Συνήθιζα να κάνω πρώτα μια κατόπτευση των χώρων, πριν μπω στο θέμα. Παλιά, ο Μπλεμάν με κατηγορούσε γι’ αυτό· θεωρούσε ότι έχανα την ώρα μου. Να βουτάς στο νερό, μου έλεγε, αντί να γυροφέρνεις την πισίνα. Εγώ, όμως, πρέσβυα το αντίθετο. Όχι απότομες κινήσεις, αλλά απάθεια και βραδύτητα, χάρη στις οποίες αφήνεσαι να σε εμποτίσει το πνεύμα των χώρων.
Στον αέρα πλανιόταν μια ευωδιά εξοχής και φθινοπώρου. Είχα πάρει τη λεωφόρο κατά μήκος του Βοτανικού Κήπου, αλλά από το αριστερό πεζοδρόμιο απ’ την πλευρά του δάσους και της πίστας ιππασίας, και πολύ θα προτιμούσα να ’χα βγει για έναν απλό περίπατο.
Ο Ζαν-Πιερ Σουρό μού είχε τηλεφωνήσει για να μου κλείσει ραντεβού με μιαν άχρωμη φωνή. Το μόνο που μου έδωσε να καταλάβω, είναι ότι επρόκειτο για τη γυναίκα του. Όσο πλησίαζα στο σπίτι του, τον έβλεπα να περπατάει όπως κι εγώ κατά μήκος της πίστας ιππασίας και να προσπερνάει το ιππευτήριο του Βοτανικού Κήπου. Πόσων χρονών ήταν; Η χροιά της φωνής του μου φάνηκε νεανική, αλλά οι φωνές πάντα ξεγελάνε.
Σε ποιο δράμα ή σε ποια συζυγική κόλαση θα με οδηγούσε; Ένιωθα να χάνω το θάρρος μου, και δεν ήμουν πια πολύ σίγουρος ότι ήθελα να πάω σ’ αυτό το ραντεβού. Ήδη διέσχιζα το Δάσος προς την κατεύθυνση της λίμνης Σεντ-Τζέιμς και της λιμνούλας που ήταν η αγαπημένη των παγοδρόμων. Ήμουν ο μόνος διαβάτης κι είχα την εντύπωση ότι δε βρισκόμουν στο Παρίσι, αλλά μακριά, κάπου στη Σολόν. Γι’ άλλη μια φορά κατάφερα να ξεπεράσω την αποθάρρυνση. Μια ακαθόριστη επαγγελματική περιέργεια μ’ έκανε να διακόψω τον περίπατό μου στο δάσος και να ξαναγυρίσω στις παρυφές του Νεϊγί. Σολόν. Νεϊγί. Φανταζόμουν κάτι ατελείωτα βροχερά απογεύματα γι’ αυτούς τους Σουρό στο Νεϊγί. Και εκεί, στη Σολόν, κάθε σούρουπο, ακούγαμε το κυνηγετικό κέρας. Άραγε η σύζυγός του ίππευε σαν αμαζόνα; Έσκασα στα γέλια όταν θυμήθηκα την παρατήρηση του Μπλεμάν: «Εσείς, Κεσλέ, παίρνετε αμέσως μπρος. Θα ’πρεπε να γράφετε μυθιστορήματα».
Έμενε στην Πορτ Μαντρίντ, σε μια μοντέρνα πολυκατοικία με μεγάλη γυάλινη είσοδο. Μου είχε πει να πάω στο βάθος του χολ και να στρίψω αριστερά. Θα ’βλεπα τ’ όνομά του στην πόρτα. «Είναι ένα διαμέρισμα στο ισόγειο.» Με είχε ξαφνιάσει η θλίψη με την οποία είπε «ισόγειο». Μετά απ’ αυτό, μακρά σιωπή, σαν να ’χε μετανιώσει για την ομολογία του.
«Και η ακριβής διεύθυνση;» τον είχα ρωτήσει.
«Λεωφόρος Μπρετέιγ 11. Το σημειώσατε; 11… Στις τέσσερις. Μπορείτε;»
Η φωνή του ήταν σταθερή πια· είχε σχεδόν πάρει μια χροιά καθωσπρεπισμού.
Πάνω στην πόρτα, μια χρυσή πινακίδα: Ζαν-Πιερ Σουρό· από κάτω, πρόσεξα ένα «ματάκι». Χτύπησα. Περίμενα. Εκεί, μέσα στο άδειο και αθόρυβο χολ, σκέφτηκα ότι είχα πάει πολύ αργά· ότι είχε αυτοκτονήσει. Ντράπηκα μ’ αυτή τη σκέψη, και μου ξανάρθε να τα παρατήσω, να φύγω από εκείνο το χολ και να συνεχίσω τον περίπατό μου στον καθαρό αέρα, στη Σολόν… Ξαναχτύπησα – αυτή τη φορά, τρία κοφτά χτυπήματα. Η πόρτα άνοιξε αμέσως, θαρρείς κι εκείνος στεκόταν πίσω της, κοιτάζοντας με απ’ το «ματάκι».
Μελαχρινός, γύρω στα σαράντα, κοντά μαλλιά, πολύ ψηλότερος απ’ το κανονικό. Φορούσε ένα κοστούμι μπλε-μαρέν κι ένα πουκάμισο σιελ με ανοιχτό γιακά. Με οδήγησε σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να το πούμε καθιστικό, χωρίς να πει λέξη. Μου έδειξε έναν καναπέ, πίσω από ένα χαμηλό τραπεζάκι, και καθίσαμε δίπλα δίπλα. Δυσκολευόταν να μιλήσει. Για να τον κάνω να αισθανθεί άνετα, του είπα, όσο πιο γλυκά μπορούσα: «Ώστε πρόκειται για τη γυναίκα σας…».
Προσπαθούσε να το παίξει άνετος. Μου ’ριξε ένα ξεθυμασμένο χαμόγελο. Ναι· η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί πριν από δύο μήνες, μετά από ένα συνηθισμένο καβγαδάκι. Ήμουν το πρώτο πρόσωπο στο οποίο μιλούσε μετά από την εξαφάνισή της; Τα μεταλλικά στόρια μιας από τις τζαμαρίες ήταν κατεβασμένα, κι αναρωτήθηκα αν αυτός ο άνδρας είχε μείνει κλεισμένος στο διαμέρισμά του αυτούς τους δύο μήνες. Όμως, αν εξαιρέσεις τα στόρια, κανένα σημάδι ακαταστασίας κι εγκατάλειψης σ’ εκείνο το καθιστικό. Κι ο ίδιος, μετά από μια στιγμιαία ταλάντωση, ανακτούσε κάπως την αυτοπεποίθησή του.
«Εύχομαι αυτή η κατάσταση να ξεκαθαρίσει αρκετά γρήγορα» μου είπε στο τέλος.
Τον παρατηρούσα από πιο κοντά. Μάτια πολύ ανοιχτόχρωμα κάτω από μαύρα φρύδια, ψηλά ζυγωματικά, συνηθισμένο προφίλ. Στο όλο παρουσιαστικό και τις κινήσεις, ένα αθλητικό σφρίγος που το τόνιζαν τα κοντά μαλλιά. Εύκολα τον φανταζόσουν πάνω σ’ ένα ιστιοπλοϊκό, γυμνόστηθο, μοναχικό θαλασσοπόρο. Να, όμως, που, παρά την τόσο εμφανή σφριγηλότητα και γοητεία, η γυναίκα του τον είχε παρατήσει.
Ρώτησα αν, όλο αυτό το διάστημα, είχε κάνει προσπάθειες να την ξαναβρεί. Όχι. Του είχε τηλεφωνήσει τρεις-τέσσερις φορές, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δε θα ξαναγύριζε. Τον είχε αποθαρρύνει επίμονα απ’ το να την ψάξει, χωρίς να του δώσει καμία εξήγηση. Η φωνή της είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Μια φωνή πολύ ήρεμη, πολύ σίγουρη, που τον ανησυχούσε πολύ. Είχαν καμιά δεκαπενταριά χρόνια διαφορά. Εκείνη, είκοσι δύο. Εκείνος, τριάντα έξι. Όσο μου έδινε λεπτομέρειες, ένιωθα μια συστολή, ίσως και ψυχρότητα, που δεν μπορεί παρά να ήταν καρπός της λεγόμενης καλή αγωγής. Τώρα, έπρεπε να του κάνω όλο και πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις, και δεν ήξερα πια αν άξιζε τον κόπο. Τι ήθελε ακριβώς; Να γυρίσει η γυναίκα του; Ή απλώς, έψαχνε να καταλάβει γιατί τον είχε παρατήσει; Και του αρκούσε αυτό; Εκτός από τον καναπέ και το τραπεζάκι, κανένα άλλο έπιπλο στο καθιστικό. Η τζαμαρία έβλεπε στη λεωφόρο όπου η κίνηση των αυτοκινήτων ήταν αραιή, ευχής έργον όταν μένεις στο ισόγειο. Βράδιαζε. Ο Σουρό άναψε το επιδαπέδιο φωτιστικό και το κόκκινο αμπαζούρ στον καναπέ, δεξιά μου. Το φως μ’ έκανε ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια – ένα φως λευκό, που έκανε τη σιωπή ακόμα πιο βαθιά. Νομίζω ότι περίμενε τις ερωτήσεις μου. Είχε σταυρώσει τα πόδια. Για να κερδίσω χρόνο, έβγαλα από την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου το σπιράλ σημειωματάριό μου και το στιλό διαρκείας, και κράτησα μερικές σημειώσεις. «Εκείνος, 36 ετών. Εκείνη, 22. Νεϊγί. Διαμέρισμα ισόγειο. Λίγα έπιπλα. Τζαμαρίες που βλέπουν στη Λεωφόρο Μπρετβίλ. Αραιή κυκλοφορία. Μερικά περιοδικά στο τραπεζάκι.» Εκείνος, αμίλητος, περίμενε, σαν να ’μουν γιατρός που έγραφε μια συνταγή.
«Το πατρικό της συζύγου σας…;»
«Ντελάνκ. Ζακλίν Ντελάνκ.»
Ρώτησα τον τόπο και την ημερομηνία γεννήσεως αυτής της Ζακλίν Ντελάνκ· επίσης, την ημερομηνία του γάμου τους. Είχε άδεια οδήγησης; Σταθερή δουλειά; Όχι. Είχε συγγενείς; Στο Παρίσι; Στην επαρχία; Μπλοκ επιταγών; Ενώ εκείνος μου απαντούσε με θλιμμένη φωνή, εγώ σημείωνα όλες αυτές τις λεπτομέρειες που, συχνά, είναι οι μόνες μαρτυρίες για το πέρασμα ενός όντος απ’ τη Γη – με την προϋπόθεση ότι, μια μέρα, θα βρεθεί το σπιράλ σημειωματάριο όπου κάποιος θα τις έχει καταγράψει με πολύ μικρά και δυσανάγνωστα γράμματα όπως τα δικά μου.
Τώρα έπρεπε να περάσω σε πιο λεπτές ερωτήσεις, απ’ αυτές που σου επιτρέπουν να διεισδύσεις στα προσωπικά ενός ανθρώπου χωρίς να του ζητήσεις την άδεια. Με ποιο δικαίωμα;
«Έχετε φίλους;»
Ναι· κάποιους με τους οποίους βλεπόταν αρκετά τακτικά. Τους είχε γνωρίσει σε μια εμπορική σχολή. Με μερικούς απ’ αυτούς, μάλιστα, ήταν και συμμαθητής, στο Λύκειο Ζαν-Μπατίστ-Σε.
Επίσης, με τρεις από τους φίλους του είχε επιχειρήσει ν’ ανοίξει ένα μαγαζί, πριν πιάσει δουλειά στο μεσιτικό γραφείο Ζανετατσί, σε διευθυντική θέση.
«Εργάζεστε ακόμα εκεί;»
«Ναι. Οδός Ντε λα Πε 20.»
Με ποιο μεταφορικό μέσο πήγαινε στο γραφείο; Κάθε λεπτομέρεια, ακόμα και η πιο φαινομενικά ασήμαντη, είναι διαφωτιστική. Με το αυτοκίνητο. Κατά καιρούς, έκανε ταξίδια για λογαριασμό του γραφείου. Λιόν. Μπορντό. Κυανή Ακτή. Γενεύη. Και η Ζακλίν Σουρό, το γένος Ντελάνκ, έμενε μόνη στο Νεϊγί; Την είχε πάρει μαζί του μερικές φορές στην Κυανή Ακτή. Κι όταν ήταν μόνη, με τι ασχολούνταν τον ελεύθερο χρόνο της; Μα στ’ αλήθεια δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να του δώσει μια πληροφορία για την εξαφάνιση της Ζακλίν, συζύγου Σουρό, το γένος Ντελάνκ, και να του παράσχει την παραμικρή ένδειξη; «Δεν ξέρω… Ας πούμε, κάτι που μπορεί να εκμυστηρεύτηκε σε κάποιον, μια μέρα που θα ’ταν στα κάτω της…» Όχι. Η Ζακλίν δεν ανοιγόταν σε κανέναν. Συχνά, πάντως, του κατηγορούσε τους φίλους του για έλλειψη φαντασίας. Ας πω εδώ ότι ήταν κατά δεκαπέντε χρόνια μικρότερη απ’ όλους.
Είχα φτάσει τώρα σε μια ερώτηση που μ᾽επνιγε από πριν, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να του την κάνω:
«Πιστεύετε πως είχε εραστή;»
Ο τόνος της φωνής μου μου φάνηκε λίγο απότομος και λίγο χαζός. Αλλά τι να κάνω… Εκείνος έσμιξε τα φρύδια.
«Όχι»
Δίστασε, κοιτάζοντάς με στα μάτια, σαν να περίμενε να του δώσω κουράγιο, ή σαν να μην έβρισκε τα λόγια. Ένα βράδυ, ένας από τους παλιόφιλους της εμπορικής σχολής είχε έρθει να δειπνήσει εδώ με κάποιον Γκι ντε Βερ, έναν άνδρα μεγαλύτερης ηλικίας απ’ αυτούς. Ο Γκι ντε Βερ ασχολούνταν ένθερμα με τις απόκρυφες επιστήμες κι είχε προτείνει να τους φέρει κάποια βιβλία επί του θέματος. Η γυναίκα του είχε παραστεί σε πολλές συγκεντρώσεις, αλλά και σε διαλέξεις που έδινε τακτικά ο Γκι ντε Βερ. Ο ίδιος δεν είχε μπορέσει να τον συνοδεύσει, γιατί η δουλειά στο γραφείο είχε αυξηθεί πολύ. Η γυναίκα του, όμως, εκδήλωνε ενδιαφέρον γι’ αυτές τις συγκεντρώσεις και τις διαλέξεις, και του μιλούσε συχνά γι’ αυτές, χωρίς εκείνος να καταλαβαίνει περί τίνος επρόκειτο. Του ’χε δανείσει ένα απ’ τα βιβλία που της είχε συστήσει ο Γκι ντε Βερ, αυτό που της φαινόταν πιο ευκολοχώνευτο. Το βιβλίο είχε τίτλο Χαμένος Ορίζοντας. Είχε έρθει σε καμιά επαφή με τον Γκι ντε Βερ μετά την εξαφάνιση της γυναίκας του; Ναι· του είχε τηλεφωνήσει πολλές φορές, αλλά ο άλλος δεν ήξερε τίποτα. «Είστε σίγουρος γι’ αυτό;» Ο Σουρό σήκωσε τους ώμους και μου ’ριξε ένα κουρασμένο βλέμμα. Ο Γκι ντε Βερ ήταν όλο υπεκφυγές, κι ο Σουρό είχε καταλάβει ότι δε θα ’παιρνε καμία πληροφορία απ’ αυτόν. Το πραγματικό όνομα και η διεύθυνση αυτού του ανθρώπου…; Τη διεύθυνσή του δεν τη γνώριζε. Δεν ήταν στον κατάλογο.
Έψαχνα τι άλλες ερωτήσεις να του κάνω. Σιωπή ανάμεσά μας, αλλά αυτό δεν έδειχνε να τον ενοχλεί. Καθισμένοι δίπλα, δίπλα στον καναπέ, βρισκόμασταν στην αίθουσα αναμονής ενός γιατρού ή οδοντιάτρου. Τοίχοι άσπροι και γυμνοί. Ένα γυναικείο πορτρέτο κρεμασμένο πάνω από τον καναπέ. Παραλίγο να πάρω ένα περιοδικό από το τραπεζάκι. Με κυρίευσε μια αίσθηση κενού. Πρέπει να πω ότι, εκείνη τη στιγμή, συναισθανόμουν την απουσία της Ζακλίν Σουρό, το γένος Ντελάνκ, σε σημείο που να μου φαίνεται οριστική. Όμως δεν έπρεπε να είμαι εξαρχής απαισιόδοξος. Κι έπειτα, το καθιστικό δε θα έδινε την ίδια εντύπωση του κενού, ακόμα κι όταν αυτή η γυναίκα ήταν παρούσα; Εδώ έτρωγαν; Τότε, σίγουρα θα έτρωγαν πάνω στο τραπέζι του μπριτζ, που θα το άνοιγαν και θα το ’κλειναν μετά. Θέλησα να μάθω αν είχε φύγει μετά από μια ξαφνική παρόρμηση, αφήνοντας πράγματά της πίσω της. Όχι. Είχε πάρει τα ρούχα της και κάτι βιβλία που της είχε δανείσει ο Γκι ντε Βερ, και τα ’χε βάλει όλα μέσα σε μια γκρενά δερμάτινη βαλίτσα. Δεν είχε μείνει το παραμικρό ίχνος της. Ακόμα και οι φωτογραφίες της –κάτι λίγες φωτογραφίες από διακοπές- είχαν εξαφανιστεί. Το βράδυ, μόνος στο διαμέρισμα, αναρωτιόταν αν είχε ποτέ παντρευτεί αυτή τη Ζακλίν Ντελάνκ. Η μόνη απόδειξη ότι όλο αυτό δεν ήταν όνειρο, ήταν το οικογενειακό βιβλιάριο που τους είχε δοθεί μετά το γάμο τους. Οικογενειακό βιβλιάριο. Έλεγε και ξανάλεγε αυτές τις λέξεις, σαν να μην καταλάβαινε πια το νόημά τους.
Ήταν άσκοπο να επισκεφθώ τους άλλους χώρους του διαμερίσματος. Άδεια δωμάτια. Άδειες ντουλάπες. Και η σιωπή, μόλις που ταραζόταν απ’ το πέρασμα ενός αυτοκινήτου από τη Λεωφόρο Μπρετβίλ. Τα βράδια θα πρέπει να ήταν ατελείωτα.
«Πήρε το κλειδί μαζί της όταν έφυγε;»
Έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Δεν είχε καν την ελπίδα ότι μια νύχτα θ’ άκουγε τον ήχο του κλειδιού στην κλειδαριά που θα σήμαινε το γυρισμό της. Άσε που πίστευε πως δε θα του ξανατηλεφωνούσε ποτέ.
«Πώς τη γνωρίσατε;»
Την είχαν προσλάβει στο γραφείο Ζανετατσί για ν’ αντικαταστήσει μια υπάλληλο. Θέση προσωρινής γραμματέως. Της είχε υπαγορεύσει κάτι επιστολές για τους πελάτες, κι έτσι γνωρίστηκαν. Συναντήθηκαν εκτός γραφείου. Του είχε πει ότι σπούδαζε στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών, όπου παρακολουθούσε μαθήματα δύο φορές την εβδομάδα, αλλά εκείνος δεν έμαθε ποτέ για ποια ακριβώς γλώσσα επρόκειτο. Ασιατικές γλώσσες, του έλεγε. Και μετά από δύο μήνες, ένα Σάββατο πρωί, παντρεύτηκαν στο δημαρχείο του Νεϊγί, με μάρτυρες δύο συναδέλφους τους απ’ το γραφείο. Κανείς άλλος δεν παραβρέθηκε σ’ αυτό που για κείνον δεν ήταν παρά μια τυπική διαδικασία. Πήγαν να γευματίσουν με τους μάρτυρες πολύ κοντά στο σπίτι του, στις παρυφές του Δάσους της Βουλόνης, σ’ ένα εστιατόριο όπου σύχναζαν πελάτες από το γειτονικό ιππευτήριο.
Με κοίταζε σαν να ντρεπόταν. Έδειχνε ότι πολύ θα ήθελε να μου δώσει περισσότερες εξηγήσεις γι’ αυτόν το γάμο. Του χαμογέλασα. Δεν είχα ανάγκη από εξηγήσεις. Έκανε μια προσπάθεια και, σαν να βουτούσε στα βαθιά:
«Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε δεσμούς… καταλαβαίνετε…»
Ασφαλώς και καταλάβαινα. Σ’ αυτή τη ζωή που καμιά φορά μάς φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην έχουμε πια την εντύπωση ότι αρμενίζουμε ακυβέρνητοι. Οπότε, δημιουργούμε δεσμούς, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουμε ριψοκίνδυνες γνωριμίες. Σώπαινα, με το βλέμμα καρφωμένο στη στοίβα των περιοδικών. Στο κέντρο του χαμηλού τραπεζιού, ένα μεγάλο κίτρινο σταχτοδοχείο που έγραφε: Cinzano· κι ένα χαρτόδετο βιβλίο με τίτλο Αντίο, Φοκολαρά. Ζανετατσί. Ζαν-Πιερ Σουρό. Cinzano. Ζακλίν Ντελάνκ. Δημαρχείο του Νεϊγί. Φοκολαρά. Άντε να βρεθεί ένα νόημα σ’ όλα αυτά…
«Έπειτα, ήταν πολύ γοητευτική γυναίκα… Την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα…»
Με το που ξεστόμισε ψιθυριστά αυτή την εκμυστήρευση, φάνηκε σαν να το ’χε μετανιώσει. Τις τελευταίες μέρες πριν από την εξαφάνισή της, είχε δει τίποτα περίεργο στη συμπεριφορά της; Ε, ναι: τον κατηγορούσε όλο και πιο συχνά για θέματα της καθημερινότητάς τους. Δεν είναι αυτή η αληθινή ζωή, του έλεγε. Κι όταν τη ρωτούσε πώς ακριβώς είναι η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ, εκείνη σήκωνε τους ώμους και δεν απαντούσε, σαν να ’ξερε πως, ό,τι και να του ’λεγε, δε θα την καταλάβαινε. Μετά, ξανάβρισκε το χαμόγελο και την ευγένειά της, και σχεδόν ζητούσε συγγνώμη για την κακή της διάθεση. Έπαιρνε ένα καρτερικό ύφος και του ’λεγε ότι, κατά βάθος, όλα αυτά δεν είχαν και πολλή σημασία. Ίσως μια μέρα εκείνος καταλάβαινε τι είναι η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ.
«Στ’ αλήθεια δεν έχετε καμία φωτογραφία της;»
Ένα απόγευμα, περπατούσαν κατά μήκος του Σηκουάνα. Εκείνος υπολόγιζε να πάρει το μετρό στο Σατλέ για να πάει στο γραφείο του. Στη Λεωφόρο Ντι Παλέ, πέρασαν μπροστά από ένα αυτόματο φωτογραφείο. Εκείνη χρειαζόταν φωτογραφίες για να βγάλει καινούργιο διαβατήριο. Την περίμενε στο πεζοδρόμιο. Όταν εκείνη βγήκε απ’ το μηχάνημα, του έδωσε τις φωτογραφίες, λέγοντάς του ότι φοβόταν μην τις χάσει. Εκείνος επιστρέφοντας στο γραφείο του, τις έβαλε σ’ ένα φάκελο και ξέχασε να τις πάει στο Νεϊγί. Μετά την εξαφάνιση της γυναίκας του, θυμήθηκε ότι ο φάκελος ήταν πάντα εκεί, πάνω στο γραφείο του, ανάμεσα σε άλλα υπηρεσιακά έγγραφα.
«Περιμένετε μια στιγμή;»
Μ’ άφησε μόνο μου στον καναπέ. Είχε νυχτώσει. Κοίταξα το ρολόι μου και ξαφνιάστηκα όταν είδα ότι ήταν μόνο έξι παρά τέταρτο. Είχα την εντύπωση ότι ήμουν εκεί πολύ περισσότερη ώρα.
Δύο φωτογραφίες μέσα σ’ έναν γκρίζο φάκελό που, πάνω αριστερά, είχε τυπωμένο: «Μεσιτικό Γραφείο Ζανετατσί (Γαλλία), οδός Ντε λα Πε 20, Παρίσι, Πρώτο Διαμέρισμα». Μία φωτογραφία ανφάς και μία προφίλ, όπως ζητούσε πιο παλιά η αστυνομία για τους αλλοδαπούς. Κι όμως, τόσο το επίθετό της –Ντελάνκ– όσο και τ’ όνομά της –Ζακλίν– ήταν σαφώς γαλλικά. Δύο φωτογραφίες που τις κρατούσα μεταξύ αντίχειρα και δείκτη, και τις κοίταζα σιωπηλός. Μελαχρινή, ανοιχτόχρωμα μάτια κι ένα απ’ αυτά τα τόσο καθαρά προφίλ, που προσδίδουν γοητεία ακόμα και σε ανθρωπομετρικές φωτογραφίες. Κι αυτές οι δύο είχαν όλη τη μουντάδα και την ψυχρότητα των ανθρωπομετρικών φωτογραφιών.
«Μπορώ να τις κρατήσω λίγο καιρό;» τον ρώτησα.
«Βεβαίως»
Έβαλα το φάκελο σε μια τσέπη του σακακιού μου.
Είναι κάτι στιγμές που δεν πρέπει ν’ ακούς κανέναν. Εκείνος, ο Ζαν-Πιερ Σουρό, τι ακριβώς ήξερε για τη Ζακλίν Ντελάνκ; Όχι πολλά. Ούτε καν ένα χρόνο δεν είχαν ζήσει μαζί στο ισόγειο του Νεϊγί. Κάθονταν δίπλα δίπλα σ’ αυτόν τον καναπέ, έτρωγαν ο ένας απέναντι στον άλλον και, κάπου κάπου, με παλιούς συμμαθητές απ’ την εμπορική σχολή και το Λύκειο Ζαν Μπατίστ-Σε. Φτάνει αυτό για να μαντέψεις ό,τι περνά απ’ το νου ενός ανθρώπου; Εκείνη, συνέχιζε να βλέπει συγγενείς της; Κατέβαλα μια ύστατη προσπάθεια για να του υποβάλω αυτή την ερώτηση.
«Όχι. Δεν είχε πια συγγενείς.»
Σηκώθηκα. Μου ’ριξε ένα ανήσυχο βλέμμα. Εκείνος έμεινε καθισμένος στον καναπέ.
«Πρέπει να φύγω» του είπα. «Είναι αργά.»
Του χαμογελούσα, αλλά φαινόταν πράγματι έκπληκτος που ήθελα να τον αφήσω.
«Θα σας τηλεφωνήσω το συντομότερο» του είπα. «Ελπίζω να μπορέσω να σας έχω νέα σύντομα.»
Σηκώθηκε κι εκείνος, με τις ίδιες κινήσεις του υπνοβάτη με τις οποίες πριν από λίγο με είχε οδηγήσει στο καθιστικό. Μια τελευταία ερώτηση μου ΄ρθε στο νου:
«Είχε χρήματα πάνω της όταν έφυγε;».
«Όχι.»
«Κι όταν σας τηλεφωνούσε, μετά τη φυγή της, δε σας έδινε καμία πληροφορία για το πώς ζει;»
«Όχι.»
Βάδιζε προς την εξώπορτα με το άχαρο βήμα του. Άραγε ήταν σε θέση ν’ απαντήσει και σ’ άλλες ερωτήσεις μου; Άνοιξα την πόρτα. Εκείνος στεκόταν πίσω μου, άκαμπτος. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, ποια έκρηξη πικρίας, και του είπα με επιθετικό ύφος:
«Δηλαδή…ελπίζατε να γεράσετε μαζί της;»
Το ’κανα για να τον ξυπνήσω από το λήθαργο και τη συντριβή του; Γούρλωσε τα μάτια και με κοίταξε με φόβο. Ήμουν στο κούφωμα της πόρτας. Τον πλησίασα κι έβαλα το χέρι μου στον ώμο του:
«Μη διστάσετε να μου τηλεφωνήσετε. Ό,τι ώρα να ’ναι».
Το πρόσωπό του χαλάρωσε. Βρήκε τη δύναμη να χαμογελάσει. Πριν κλείσει πίσω μου την πόρτα, με αποχαιρέτησε μ’ ένα νεύμα. Έμεινα για αρκετή ώρα στο πλατύσκαλο, ώσπου έσβησε το φως της σκάλας. Τον φανταζόμουν να κάθεται ολομόναχος στον καναπέ, στην ίδια θέση όπου καθόταν πριν. Με μια μηχανική κίνηση, έπαιρνε ένα περιοδικό απ’ αυτά που ήταν στοιβαγμένα πάνω στο τραπεζάκι.
Μοντιανό Πατρίκ, Στο café της χαμένης νιότης, Αθήνα, Πόλις, 2008, σ. 29-43, 44-47, 48-64.