Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ένα όμορφο καφέ στην πλατεία Σαιν Μισέλ

Κι ύστερα πλάκωνε η κακοκαιρία. Μπορεί να ’ρχόταν σε μια μερα μέσα, όταν το φθινόπωρο είχε πια τελειώσει. Αναγκαζόμασταν να κλείνουμε τα παράθυρα τη νύχτα, για να μην μπαίνει μέσα η βροχή, κι ο παγωμένος αέρας μαδούσε τα φύλλα από τα δέντρα της πλατείας Κοντρσκάρπ. Τα φύλλα μούλιαζαν στη βροχή, ο άνεμος έριχνε με φόρα τη βροχή πάνω στο μεγάλο πράσινο λεωφορείο στην αφετηρία και τα παράθυρα του Καφέ ντεζ Αματέρ, που ήταν κατάμεστο, θάμπωναν από τη ζέστη και τον καπνό στο εσωτερικό. Ήταν ένα καφέ θλιβερό, με ύποπτη διεύθυνση, όπου συνωστίζονταν οι μεθύστακες της γειτονιάς κι εγώ το απέφευγα, εξαιτίας της μυρωδιάς των βρόμικων σωμάτων και της ξινίλας του μεθυσιού. Οι άντρες και οι γυναίκες που σύχναζαν στο Αματέρ ήταν μεθυσμένοι όλη την ώρα, ή τουλάχιστον για όση ώρα τούς επέτρεπαν τα οικονομικά τους, από κρασί που αγόραζαν με το μισόλιτρο ή το λίτρο. Εκεί μέσα διαφήμιζαν πολλά απεριτίφ με εξωτικά ονόματα, όμως ελάχιστοι είχαν λεφτά να τα παραγγείλουν, εκτός από εκείνους που τα ήθελαν οπωσδήποτε στην αρχή, πριν συνεχίσουν αργότερα την κρασοκατάνυξη. Τις γυναίκες που έπιναν τις αποκαλούσαν poivrottes, δηλαδή «μπεκρούδες».

Το Καφέ ντεζ Αματέρ ήταν ο βόθρος της οδού Μουφτάρ, εκείνου του υπέροχου πολυσύχναστου εμπορικού στενοσόκακου που έβγαζε στην πλατεία Κοντρσκάρπ. Οι τούρκικες τουαλέτες των παλιών πολυκατοικιών, μία σε κάθε όροφο δίπλα στο κλιμακοστάσιο, με τα δύο τσιμεντένια σκαλοπάτια σε σχήμα παπουτσιού αριστερά και δεξιά από την τρύπα, μην τυχόν και γλιστρήσει κανένας locataire* μέσα, κατέληγαν σε βόθρους, που με τη σειρά τους αδειάζονταν από αντλίες μέσα σε ιππήλατα βυτιοφόρα τη νύχτα. Τα καλοκαίρια, τότε που όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, ακούγαμε το τρομπάρισμα και η αποφορά ήταν πολύ έντονη. Τα βυτιοφόρα ήταν βαμμένα καφέ και κροκί και, μέσα στο φεγγαρόφωτο, όταν δούλευαν στην οδό Καρντινάλ Λεμουάν, οι φτερωτοί τους κύλινδροι, έτσι όπως τους έσερναν τα άλογα, θύμιζαν πίνακες του Μπρακ. Ωστόσο κανείς δεν άδειαζε το Καφέ ντεζ Αματέρ και το κιτρινισμένο του πόστερ, όπου αναφέρονταν οι όροι και οι ποινές της πολιτείας για τη δημόσια χρήση αλκοόλ, ήταν τόσο λεκιασμένο και παραμελημένο όσο τακτική και δύσοσμη ήταν η πελατεία του.

Όλη η θλίψη της πόλης έβγαινε ξαφνικά στο προσκήνιο με τις πρώτες κρύες βροχές του χειμώνα, κι οι στέγες των ψηλών άσπρων σπιτιών, καθώς περπατούσες, έπαυαν να υπάρχουν. Υπήρχε μόνο η υγρή μαυρίλα του δρόμου και οι κλειστές πόρτες των μικρών μαγαζιών, οι πλανόδιοι που πουλούσαν βότανα, τα χαρτοπωλεία και τα εφημεριδοπωλεία, η μαμμή –δεύτερης κατηγορίας– και το ξενοδοχείο όπου πέθανε ο Βερλαίν, στον τελευταίο όροφο του οποίου είχα ένα δωμάτιο για να δουλεύω.

Ήταν έξι ή οχτώ σειρές από σκαλοπάτια ως τον πάνω όροφο κι έκανε πολύ κρύο κι εγώ ήξερα πόσο θα κόστιζε ένα μάτσο κλαράκια, τρία συρμάτινα πακέτα από κουτσουρεμένα, μικρά όσο ένα μολυβάκι κομματάκια πευκόξυλου για προσάναμμα και, τέλος, η στοίβα τα μισοξεραμένα μακρόστενα κούτσουρα που θα έπρεπε να αγοράσω για ν’ ανάψω τη φωτιά που θα ζέσταινε το δωμάτιο. Προχώρησα λοιπόν ως το τέρμα του δρόμου, για να κοιτάξω ψηλά τη στέγη μέσα στη βροχή και να δω αν υπήρχαν καμινάδες σε λειτουργία και προς τα πού πήγαινε ο καπνός τους. Καπνό δεν είδα, έτσι σκέφτηκα πως η καμινάδα θα ήταν παγωμένη και δεν θα τραβούσε κι ότι το δωμάτιο ίσως να γέμιζε κάπνα και το καύσιμο να πήγαινε στράφι, μαζί και τα λεφτά, και συνέχισα να περπατάω μέσα στη βροχή. Πέρασα μπροστά από το λύκειο Ερρίκος ο Τέταρτος και την παλιά εκκλησία του Σαιν Ετιέν ντι Μον, από την ανεμοδαρμένη πλατεία του Παντεόν έκοψα μέσα δεξιά για να προφυλαχτώ απ’ τον αέρα κι έπειτα βγήκα στην απάνεμη πλευρά της λεωφόρου Σαιν Μισέλ, προσπέρασα το Κλουνί και τη λεωφόρο Σαιν Ζερμαίν, ώσπου έφτασα σ’ ένα όμορφο, γνώριμό μου καφέ στην πλατεία Σαιν Μισέλ.

Ήταν ένα καφέ με ευχάριστο περιβάλλον, ζεστό, καθαρό και φιλικό. Κρέμασα το παλιό μου αδιάβροχο στον καλόγερο για να στεγνώσει, έβαλα το φθαρμένο τσόχινο καπέλο μου με το φτερό στο ράφι πάνω από τον πάγκο και παράγγειλα έναν café au lait. Ο σερβιτόρος μού τον έφερε κι εγώ έβγαλα ένα τετράδιο από την τσέπη του σακακιού μου κι ένα μολύβι και άρχισα να γράφω. Έγραφα για το Μίτσιγκαν και, μιας και ο καιρός ήταν αγριεμένος, ψυχρός και με τόσο αέρα, βάλθηκα να περιγράφω μια αντίστοιχη μέρα στην ιστορία μου. Είχα γνωρίσει ήδη το τέλος του φθινοπώρου ως μικρό αγόρι, ως έφηβος και ως νεαρός άντρας, άσε που όταν βρίσκεσαι σ’ ένα μέρος μπορείς να γράψεις για κάποιο άλλο καλύτερα. Αυτό λέγεται μεταφύτευση εαυτού, σκέφτηκα, και θα μπορούσε να είναι εξίσου απαραίτητο τόσο για τους ανθρώπους όσο και για άλλα πράγματα που αναπτύσσονται. Όμως τα αγόρια στην ιστορία μου έπιναν, κι αυτό μου έφερε δίψα, έτσι παράγγειλα ένα ρούμι Σεντ Τζέιμς. Η γεύση του ήταν απόλαυση εκείνη την κρύα μέρα και συνέχισα να γράφω και να αισθάνομαι υπέροχα, νιώθοντας το καλό ρούμι της Μαρτινίκας να θερμαίνει το σώμα και το πνεύμα μου.

Μια κοπέλα μπήκε στο καφέ και κάθισε μονάχη της σ’ ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Ήταν πολύ χαριτωμένη, μ’ ένα πρόσωπο φρέσκο σαν νεόκοπο νόμισμα∙ αν έκοβαν ποτέ νομίσματα από μαλακή σάρκα με επιδερμίδα δροσισμένη από τη βροχή –και τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τα φτερά του κορακιού, κομμένα σε μια ευθεία γραμμή που έπεφτε λοξά πάνω στο μάγουλό της.

Κοιτάζοντάς την ένιωσα μια ενόχληση και μια μεγάλη έξαψη. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να τη βάλω κι εκείνη στην ιστορία, αλλά είχε καθίσει έτσι ώστε να έχει θέα προς το δρόμο και την είσοδο, οπότε κατάλαβα ότι περίμενε κάποιον. Έτσι, συνέχισα το γράψιμο.

Η ιστορία γραφόταν, θαρρείς, από μόνη της κι εγώ δυσκολευόμουν πολύ να παρακολουθήσω το ρυθμό της. Παράγγειλα άλλο ένα Σεντ Τζειμς και παρατηρούσα την κοπέλα όποτε σήκωνα τα μάτια μου ή καθώς έξυνα το μολύβι μου με την ξύστρα, αφήνοντας τα κατσαρά ξύσματα να πέφτουν στο πιατάκι όπου ακουμπούσα το ποτό μου.

Τώρα πια σε είδα, ομορφούλα μου, και μου ανήκεις, οποιονδήποτε κι σν περιμένεις, έστω κι αν δεν σε ξαναδώ ποτέ. Μου ανήκεις όπως μου ανήκει ολόκληρο το Παρίσι, όπως εγώ ανήκω σ’ αυτό το τετράδιο και σ’ αυτό το μολύβι.

Έπειτα αφοσιώθηκα πάλι στο γράψιμο, χώθηκα βαθιά στην ιστορία, χάθηκα μέσα της. Τώρα ήμουν εγώ που την έγραφα, δεν γραφόταν από μόνη της, και δεν σήκωνα τα μάτια μου ούτε ήξερα τι ώρα ήταν ή πού βρισκόμουν ούτε παράγγειλα άλλο ρούμι Σεντ Τζέιμς. Είχα βαρεθεί το ρούμι Σεντ Τζέιμς χωρίς να το συνειδητοποιήσω. Έπειτα η ιστορία τελείωσε κι εγώ ένιωσα πολύ κουρασμένος. Διάβασα την τελευταία παράγραφο κι ύστερα σήκωσα το βλέμμα αναζητώντας την κοπέλα, αλλά εκείνη είχε φύγει. Ελπίζω να έφυγε με κανένα καλό παιδί, σκέφτηκα. Ένιωσα όμως θλίψη.

Έκλεισα την ιστορία στο τετράδιο, το έχωσα στη μέσα τσέπη και ζήτησα από το σερβιτόρο μια ντουζίνα portugaises και μισή καράφα από το λευκό ξηρό κρασί που είχαν εκεί..

[…]

Καθώς έτρωγα τα στρείδια με το έντονο άρωμα της θάλασσας και την ελαφρώς μεταλλική γεύση που ξέπλενα κάθε τόσο με το παγωμένο λευκό κρασί, αφήνοντας μόνο τη θαλασσινή γεύση και τη σαρκώδη τους υφή, κι έτσι όπως ρουφούσα το παγωμένο υγρό από το κάθε όστρακο συνοδεύοντάς το με το πικάντικο κρασί, έπαψα να έχω την αίσθηση του κενού κι άρχισα να νιώθω ευτυχισμένος και να κάνω σχέδια.

Τώρα που είχε αρχίσει η κακοκαιρία, θα μπορούσαμε να φύγουμε για λίγο απ’ το Παρίσι και να πάμε σ’ ένα μέρος όπου αυτή η βροχή θα γινόταν χιόνι που θα έπεφτε ανάμεσα από τα πεύκα και θα σκέπαζε το δρόμο και τις ψηλές λοφοπλαγιές, σ’ ένα υψόμετρο όπου θα το ακούγαμε να τρίζει επιστρέφοντας με τα πόδια στο σπίτι μας τη νύχτα. Κάτω από το Λεζ Αβάν υπήρχε ένα σαλέ με μια θαυμάσια πανσιόν, όπου θα ήμασταν οι δυο μας και θα είχαμε τα βιβλία μας και τη νύχτα θα κοιμόμασταν μαζί σ’ ένα ζεστό κρεβάτι, με τα παράθυρα ανοιχτά και τ’ αστέρια να λάμπουν ψηλά. Εκεί θα μπορούσαμε να πάμε! Ένα ταξίδι τρίτη θέση με το τρένο δεν ήταν ακριβό. Η πανσιόν κόστιζε ελάχιστα παραπάνω απ’ όσα ξοδεύαμε στο Παρίσι.

Θα άφηνα το δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έγραφα και θα είχα να πληρώνω μόνο το νοίκι του αριθμού 74 της οδού Καρντινάλ Λεμουάν, που ήταν ασήμαντο. Είχα γράψει κάποια άρθρα για το Τορόντο και οι επιταγές δεν θ’ αργούσαν να έρθουν. Μπορούσα να τα συνεχίσω οπουδήποτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, και είχαμε αρκετά χρήματα για το ταξίδι.

Ίσως μακριά από το Παρίσι θα μπορούσα να γράψω για το Παρίσι, όπως στο Παρίσι μπορούσα να γράφω για το Μίτσιγκαν. Δεν ήξερα πως ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, αφού δεν γνώριζα το Παρίσι αρκετά. Ωστόσο, έτσι λειτουργούσαν ενδεχομένως τα πράγματα. Τέλος πάντων, θα φεύγαμε, αν το ’θελε η γυναίκα μου, κι έτσι τελείωσα τα στρείδια και το κρασί, πλήρωσα το λογαριασμό μου στο καφέ και ακολούθησα τη συντομότερη διαδρομή σκαρφαλώνοντας το όρος Σαιν Ζενεβιέβ μέσα στη βροχή, που τώρα πια ήταν ένα συνηθισμένο τοπικό φαινόμενο και όχι κάτι που απειλούσε ν’ αλλάξει τη ζωή σου, ως το σπίτι μας, στην κορυφή του λόφου.

«Νομίζω πως θα ήταν υπέροχα, Τέιτι!» είπε η γυναίκα μου. Είχε ένα ευγενικό, καλοσχηματισμένο πρόσωπο και τα μάτια και το χαμόγελό της φωτίζονταν ακούγοντας τέτοιου είδους αποφάσεις, σαν να της έκαναν κάποιο ακριβό δώρο. «Πότε λες να φύγουμε;»

«Όποτε θέλεις».

«Ω, μα τώρα αμέσως θέλω! Δεν το ξέρεις;»

«Ίσως ο καιρός ν’ ανοίξει και να είναι χαρά Θεού όταν γυρίσουμε πίσω. Η καθαρή ατμόσφαιρα μαζί με το κρύο είναι τέλειος συνδυασμός καμιά φορά».

«Είμαι σίγουρη ότι θα καλυτερέψει», είπε. «Τι καλά που το σκέφτηκες κι εσύ να φύγουμε!».

Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Μια κινητή γιορτή, Καστανιώτης, Αθήνα, 2004, σ. 19-24.