Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ’ έλεγαν πια «Μικρή Μπιζού», και βρισκόμουν στη στάση του μετρό Σατλέ, σε ώρα αιχμής. Ήμουν ανάμεσα στο πλήθος που βάδιζε πάνω στον ατελείωτο κυλιόμενο διάδρομο. Μια γυναίκα φορούσε ένα κίτρινο παλτό. Το χρώμα του παλτού της είχε τραβήξει την προσοχή μου, και την έβλεπα από πίσω, πάνω στον κυλιόμενο διάδρομο. Ύστερα πήρε το διάδρομο με την ένδειξη «Κατεύθυνση: Σατό-ντε-Βενσέν». Τώρα ήμαστε ακίνητοι, στριμωγμένοι στη μέση της σκάλας, περιμένοντας ν’ ανοίξει το πορτάκι. Εκείνη στεκόταν δίπλα μου. Τότε είδα το πρόσωπό της. Η ομοιότητά του με το πρόσωπο της μητέρας μου ήταν τόσο χτυπητή, που σκέφτηκα ότι ήταν αυτή.

Μια φωτογραφία ήρθε στη μνήμη μου, μια από μερικές φωτογραφίες που είχα κρατήσει απ’ τη μητέρα μου. Το πρόσωπό της είναι σαν να τη φωτίζει προβολέας και την κάνει να ξεπροβάλει από τη νύχτα. Πάντα ένιωθα περίεργα μπροστά σ’ αυτή τη φωτογραφία. Στα όνειρά μου, κάθε φορά, ήταν μια ανθρωποκεντρική φωτογραφία που μου έδειχνε κάποιος –ένας επιθεωρητής της αστυνομίας, ένας υπάλληλος του νεκροτομείου– για ν’ αναγνωρίσω αυτό το πρόσωπο. Αλλά εγώ έμενα βουβή. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτήν.

Κάθισε σ’ ένα απ’ τα παγκάκια του σταθμού, μακριά απ’ τους άλλους που στριμώχνονταν στην αποβάθρα, περιμένοντας το συρμό. Δεν υπήρχε κενή θέση στο παγκάκι δίπλα της, κι έτσι έμεινα όρθια, λίγο πιο πίσω, ακουμπισμένη σ’ έναν αυτόματο πωλητή. Το σχέδιο του παλτού της πρέπει να ήταν κάποτε της μόδας, και το ζωηρό του χρώμα τού έδινε μια νότα φαντεζί. Όμως το κίτρινο είχε ξεθωριάσει κι είχε γίνει σχεδόν γκρι. Εκείνη έδειχνε ν’ αδιαφορεί εντελώς για ό, τι γινόταν γύρω της, κι αναρωτήθηκα αν θα έμενε εκεί, στο παγκάκι, ώσπου να περάσει το τελευταίο μετρό. Το ίδιο προφίλ με της μητέρας μου, η τόσο χαρακτηριστική μύτη, ελαφρά ανασηκωμένη. Τα ίδια ανοιχτόχρωμα μάτια. Το ίδιο ψηλό μέτωπο. Τα μαλλιά ήταν πιο κοντά. Όχι, δεν είχε αλλάξει πολύ. Τα μαλλιά δεν ήταν πια τόσο ξανθά, αλλά κι εγώ αγνοούσα αν η μητέρα μου ήταν αληθινή ξανθιά. Στο στόμα, μια ζαρωματιά πίκρας. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν αυτή.

Άφησε να περάσει ένας συρμός. Η αποβάθρα έμεινε άδεια για λίγα λεπτά. Κάθισα στο παγκάκι, δίπλα της. Μετά, ξανά, η αποβάθρα γέμισε μ’ ένα πυκνό πλήθος. Θα μπορούσα να της πιάσω κουβέντα. Δεν ήξερα τι να της πω, κι ήταν πολύς κόσμος γύρω μας.

Εκεί που πήγαινε να την πάρει ο ύπνος στο παγκάκι, σηκώθηκε, ενώ ακόμα ο ήχος του συρμού ήταν ένα μακρινό βουητό. Μπήκα στο ίδιο βαγόνι, πίσω της. Μας χώριζαν μια παρέα άντρες που μιλούσαν πολύ φωναχτά μεταξύ τους. Οι πόρτες ξανάκλεισαν, και τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να έχω πάρει το μετρό προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην επόμενη στάση, μ’ έσπρωξαν έξω οι επιβάτες που έβγαιναν, αλλά μετά ξαναμπήκα στο βαγόνι και πήγα κοντά της.

Στο σκληρό φως, φαινόταν πιο γερασμένη απ’ ό,τι στο σταθμό. Είχε μια ουλή στον αριστερό της κρόταφο, οριζόντια, που έπιανε και λίγο μάγουλο. Πόσων ετών μπορεί να ήταν; Καμιά πενηνταριά; Και πόσο στις φωτογραφίες; Είκοσι πέντε; Το βλέμμα της ήταν ίδιο μ’ αυτό που είχε στα είκοσι πέντε της, καθαρό, να εκφράζει την έκπληξη ή έναν ακαθόριστο φόβο, και σκλήραινε απότομα. Κάποια στιγμή, το βλέμμα της έπεσε πάνω μου, αλλά δε μ’ έβλεπε. Έβγαλε απ’ την τσέπη του παλτού της μια πουδριέρα, την άνοιξε, πλησίασε το καθρεφτάκι στο πρόσωπό της κι έπιασε να περνάει το μικρό δαχτυλάκι του αριστερού της χεριού στην άκρη του βλεφάρου της, σαν να ήθελε να βγάλει ένα σκουπιδάκι από το μάτι της. Το μετρό ανέπτυξε ταχύτητα, τρανταχτήκαμε, εγώ κρατήθηκα απ’ τη μεταλλικά μπάρα, αλλά εκείνη δεν έχασε την ισορροπία της. Στεκόταν ατάραχη και κοιταζόταν στην πουδριέρα της. Στη Βαστίλη, κουτσά-στραβά κατάφεραν και μπήκαν όλοι, κι οι πόρτες ξανάκλεισαν με δυσκολία. Εκείνη πρόλαβε να βάλει μέσα την πουδριέρα της πριν μπουν οι άλλοι στο βαγόνι. Σε ποιο σταθμό θα κατέβαινε; Θα την ακολουθούσα ως το τέλος; Ήταν ανάγκη; Θα έπρεπε να συνηθίσω στην ιδέα ότι μέναμε στην ίδια πόλη. Μου είχαν πει ότι πέθανε, πριν πολλά χρόνια, στο Μαρόκο, και δεν το είχα ψάξει καθόλου. «Πέθανε στο Μαρόκο»: μια απ’ αυτές τις φράσεις που ακούς όταν είσαι παιδί, και δεν τις καταλαβαίνεις απόλυτα. Απ’ αυτές τις φράσεις, μόνος ο ήχος τους σας μένει στη μνήμη, σαν κάτι λόγια τραγουδιών που με γέμιζαν φόβο. «Ήταν ένα μικρό καράβι…» «Πέθανε στο Μαρόκο».

Στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς μου ήταν γραμμένη και η δική της χρονολογία γεννήσεως: 1917, και, την εποχή των φωτογραφιών, η ίδια έλεγε ότι ήταν είκοσι πέντε ετών. Όμως, θα έπρεπε από τότε να κρύβει τα χρόνια της και να παραποιεί τα χαρτιά της για να φαίνεται νεότερη. Είχε σηκώσει το γιακά του παλτού της, σαν να κρύωνε μέσα σ’ αυτό το βαγόνι όπου ήμαστε ο ένας πάνω στον άλλον. Πρόσεξα ότι ο γιακάς ήταν τελείως τριμμένος. Από πότε το είχε αυτό το παλτό; Από την εποχή των φωτογραφιών; Να γιατί το κίτρινο είχε ξεθωριάσει. Θα φτάναμε στο τέρμα της γραμμής, κι από κει, ένα λεωφορείο θα μας πήγαινε σ’ ένα μακρινό προάστιο. Τότε θα την πλησίαζα. Μετά τη στάση Γκαρ–ντε–Λιόν, είχε λιγότερο κόσμο μέσα στο βαγόνι. Το βλέμμα της ξανάπεσε πάνω μου, αλλά ήταν αυτό το βλέμμα που οι επιβάτες ανταλλάσουν μηχανικά μεταξύ τους. «Θυμάστε που μ’ έλεγαν Μικρή Μπιζού; Κι εσείς, τότε, είχατε πάρει ψεύτικο επίθετο. Κι ένα ψεύτικο όνομα που ήταν Σόνια.»

Τώρα, ήμαστε καθισμένες η μία απέναντι στην άλλη, στα καθίσματα που είναι κοντά στην πόρτα. «Προσπάθησα να σας ξαναβρώ απ’ τον τηλεφωνικό κατάλογο, και μάλιστα, πήρα στο τηλέφωνο τέσσερα-πέντε άτομα που είχαν το ίδιο επίθετο με το πραγματικό σας, αλλά δε σας ήξεραν καθόλου. Έλεγα πως, μια μέρα, θα έπρεπε να πάω στο Μαρόκο. Ήταν ο μόνος τρόπος να εξακριβώσω αν είχατε πεθάνει στ’ αλήθεια.»

Μετά τη στάση Νασιόν, το βαγόνι ήταν άδειο, αλλά εκείνη, πάντα καθισμένη απέναντί μου, τα χέρια πλεγμένα, και τα μανίκια του γκριζωπού παλτού ν’ αφήνουν ακάλυπτους τους καρπούς της. Χέρια γυμνά, χωρίς το παραμικρό δαχτυλίδι, το παραμικρό βραχιόλι, χέρια σκασμένα. Στις φωτογραφίες, φορούσε βραχιόλια και δαχτυλίδια – κοσμήματα μασίφ, όπως τα φορούσαν εκείνη την εποχή. Σήμερα, όμως, τίποτα πια. Είχε κλείσει τα μάτια. Άλλοι τρεις σταθμοί, και φτάναμε στο τέρμα. Το μετρό θα σταματούσε στο Σατό-ντε-Βενσέν, κι εγώ θα σηκωνόμουν όσο μπορούσα πιο αθόρυβα και θα έβγαινα από το βαγόνι, αφήνοντάς την κοιμισμένη πάνω στο κάθισμα. Ύστερα θα έπαιρνα το άλλο μετρό, προς την αντίθετη κατεύθυνση: Πον-ντε-Νεϊγί, όπως θα είχα κάνει αν δεν είχα προσέξει αυτό το κίτρινο παλτό, πριν λίγη ώρα στο διάδρομο.

Ο συρμός σταμάτησε αργά αργά στη στάση Μπερό. Εκείνη είχε ανοίξει τα μάτια της που ξανάπαιρναν τη σκληρή τους λάμψη. Έριξε μια ματιά στην αποβάθρα, κι ύστερα σηκώθηκε. Την ακολουθούσα και πάλι στο διάδρομο, αλλά αυτή τη φορά ήμαστε μόνες. Τότε πρόσεξα ότι φορούσε αυτά τα πλεχτά σοσονάκια που τα ’λεγαν πάντσο, κι αυτό τόνιζε περισσότερο το βάδισμά της, βάδισμα πρώην μπαλαρίνας.

Μια φαρδιά λεωφόρος, δεξιά κι αριστερά πολυκατοικίες, στα όρια Βενσέν και Σεν-Μαντέ. Νύχτωνε. Εκείνη διέσχισε τη λεωφόρο και μπήκε σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Άφησα ν’ ανάψουν και να σβήσουν κάμποσα πράσινα φανάρια, και μετά πέρασα κι εγώ απέναντι. Εκείνη, μες στον τηλεφωνικό θάλαμο, έψαξε αρκετή ώρα για να βρει κέρματα ή μια μάρκα. Έκανα πως κοίταζα τη βιτρίνα του καταστήματος που ήταν πιο κοντά στο θάλαμο, ενός φαρμακείου όπου στην πρόσοψή του ήταν εκείνη η αφίσα που με τρόμαζε στα παιδικά μου χρόνια: ένας διάβολος που ξερνούσε φωτιά. Στράφηκα. Εκείνη σχημάτιζε στο καντράν έναν αριθμό – τόσο αργά, σαν να ήταν κάτι που το έκανε πρώτη φορά στη ζωή της. Κρατούσε το ακουστικό και με τα δυο της χέρια, κολλημένο στ’ αφτί της. Μα ο αριθμός δεν απαντούσε. Κρέμασε το ακουστικό, έβγαλε από μια τσέπη του παλτού της ένα κομμάτι χαρτί, κι όσην ώρα το δάχτυλό της έκανε το καντράν να γυρίζει, δεν έπαιρνε τα μάτια της απ’ το χαρτί. Εκείνη τη στιγμή διερωτήθηκα αν έμενε σε κάποιο σπίτι.

Αυτή τη φορά, κάποιος της είχε απαντήσει. Πίσω απ’ το τζάμι, ανοιγόκλεινε τα χείλη της. Κρατούσε πάντα το ακουστικό και με τα δύο χέρια, και κάπου κάπου κουνούσε το κεφάλι, σαν να ήθελε να συγκεντρωθεί. Κρίνοντας απ΄την κίνηση των χειλιών, μιλούσε όλο και πιο δυνατά, αλλά αυτή η ένταση, στο τέλος, έπεφτε. Μα σε ποιον μπορεί να τηλεφωνούσε; Ανάμεσα στα λίγα πράγματα που μου είχαν μείνει απ’ αυτήν, μέσα στο μεταλλικό κουτί από μπισκότα, μια ατζέντα κι ένα καρνέ με διευθύνσεις ήταν από την εποχή των φωτογραφιών, την εποχή που μ’ έλεγαν Μικρή Μπιζού. Όταν ήμουν πιο μικρή, δεν είχα ποτέ την περιέργεια να διαβάσω την ατζέντα ή το καρνέ, αλλά εδώ και λίγο καιρό, τα βράδια, τα ξεφύλλιζα. Ονόματα. Αριθμοί τηλεφώνου. Ήξερα καλά ότι ήταν ανώφελο να τους καλέσω. Εκτός αυτού, δεν το ήθελα κιόλας.

Εκείνη μες στο θάλαμο, εξακολουθούσε να μιλάει. Φαινόταν τόσο απορροφημένη απ’ αυτή τη συζήτηση, που θα μπορούσα να την πλησιάσω χωρίς ν’ αντιληφθεί την παρουσία μου. Μπορούσα ακόμα να προσποιηθώ ότι περίμενα τη σειρά μου για να τηλεφωνήσω, κι έτσι να πιάσω πίσω από το τζάμι καμιά κουβέντα που θα με βοηθούσε να καταλάβω καλύτερα τι είχε απογίνει αυτή η γυναίκα με το κίτρινο παλτό και τα πάντσο. Αλλά δεν άκουγα τίποτα. Ίσως τηλεφωνούσε σε κάποιον απ’ αυτούς που ήταν στο καρνέ με τις διευθύνσεις, τον μόνο με τον οποίο δεν είχε χάσει επαφή, ή που δεν είχε πεθάνει. Συχνά, κάποιος μένει παρών σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σας, χωρίς να καταφέρνετε ποτέ να τον αποθαρρύνετε. Θα σας έχει γνωρίσει στις καλές σας, αλλά αργότερα, θα είναι μαζί σας και στα δύσκολα, πάντα γεμάτος θαυμασμό, ο μόνος που θα σας κάνει ακόμα πίστωση, που θα σας είναι προσηλωμένος τυφλά. Ένας ζητιάνος σαν κι εσάς. Ένας καλός, πιστός σκύλος. Ένα παντοτινό κλοτσοσκούφι. Προσπαθούσα να φανταστώ με τι μπορεί να έμοιαζε αυτός ο άντρας (ή αυτή η γυναίκα) στην άλλη άκρη της γραμμής.

Βγήκε από το θάλαμο. Μου έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα, το ίδιο βλέμμα μ’ εκείνο που μου είχε ρίξει στο μετρό. Άνοιξα την τζαμόπορτα. Χωρίς να ρίξω μάρκα στη σχισμή, σχημάτισα έτσι, στην τύχη, έναν αριθμό τηλεφώνου, περιμένοντάς την ν’ απομακρυνθεί λίγο. Κράτησα το ακουστικό κολλημένο στ’ αφτί μου, και δεν είχε καν σήμα. Η σιωπή. Σαν να είχα παραλύσει και δεν μπορούσα να κλείσω.

Μπήκε στο café, δίπλα στο φαρμακείο. Δίστασα πριν την ακολουθήσω αλλά μετά σκέφτηκα ότι δε θα με πρόσεχε. Τι ήμαστε εμείς οι δύο; Μια γυναίκα ακαθορίστου ηλικίας και μια κοπέλα, χαμένες ανάμεσα στο πλήθος του μετρό. Απ’ αυτό το πλήθος, κανείς δε θα τα κατάφερνε να μας χωρίσει. Κι όταν ξαναβγήκαμε στον καθαρό αέρα, μοιάζαμε με τους χιλιάδες ανθρώπους που γυρίζουν κάθε βράδυ στο σπιτάκι τους.

Κάθισε σ’ ένα τραπέζι στο βάθος. Ένας μαγουλάς, ξανθός, της έφερε ένα κιρ. Θα χρειαζόταν να εξακριβώσω αν ερχόταν εδώ κάθε βράδυ, την ίδια ώρα. Ορκίστηκα να συγκρατήσω το όνομα του café: Calcia, Λεωφόρος Παρί 96. Το όνομα ήταν γραμμένο πάνω στο τζάμι της πόρτας, σε κυκλικό τόξο και με λευκά γράμματα. Μέσα στο μετρό, στο δρόμο της επιστροφής, επαναλάμβανα το όνομα και τη διεύθυνση για να τα γράψω μόλις θα είχα τη δυνατότητα. Δεν πεθαίνεις στο Μαρόκο. Συνεχίζεις να ζεις μια ζωή παράνομη μετά τη ζωή σου. Πίνεις κάθε βράδυ ένα κιρ στο Café Calcia, και στο τέλος οι θαμώνες συνηθίζουν την παρουσία αυτής της κυρίας με το κίτρινο παλτό. Ποτέ δεν τη ρώτησαν τίποτα.

Κάθισα σ’ ένα τραπέζι όχι πολύ μακριά από το δικό της. Παράγγειλα κι εγώ ένα κιρ, φωναχτά, για να τ’ ακούσει, ελπίζοντας ότι θα έβλεπε σ’ αυτό ένα σημάδι αλληλοσυνεννόησης. Αλλά εκείνη έμεινε απαθής. Είχε το κεφάλι ελαφρά γερμένο, το βλέμμα της πότε σκληρό και πότε λυπημένο, τα χέρια σταυρωμένα κι ακουμπισμένα στο τραπέζι, στην ίδια στάση που είχε και στον πίνακα. Τι να είχε απογίνει αυτός ο πίνακας; Με είχε ακολουθήσει σ’ όλη μου την παιδική ηλικία. Ήταν κρεμασμένος στον τοίχο της κάμαράς μου, στο Φοσομπρόν-λα-Φορέ. Μου είχαν πει: «Είναι το πορτρέτο της μητέρας σου». Το είχε ζωγραφίσει στο Παρίσι κάποιος που τον έλεγαν Τόλα Σουνγκούροφ. Το όνομα και η πόλη ήταν γραμμένα στην κάτω αριστερή γωνιά του πίνακα. Τα χέρια ήταν σταυρωμένα, όπως τώρα, με τη διαφορά ότι γύρω από τον έναν καρπό ήταν ένα βαρύ βραχιόλι με κρίκους. Ωραίο πρόσχημα για να πιάσω κουβέντα: «Μοιάζετε με μια γυναίκα που είδα το πορτρέτο της την περασμένη εβδομάδα, στα παλιατζίδικα της Πορτ-ντε-Κλινιανκούρ. Ο ζωγράφος λεγόταν Τόλα Σουνγκούροφ». Όμως, δεν έβρισκα το θάρρος να σηκωθώ και να σκύψω προς το μέρος της. Κι ας υποθέσουμε ότι τα κατάφερνα να την πω τη φράση χωρίς να κάνω λάθος: «Ο ζωγράφος λεγόταν Τόλα Σουνγκούροφ, κι εσάς σας λέγαν Σόνια, αλλά αυτό ήταν ψεύτικο∙ το πραγματικό, αυτό που είναι γραμμένο στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς μου, ήταν Σουζάν». Εντάξει, θα την έλεγα τη φράση, γρήγορα γρήγορα – και λοιπόν; Τι θα έβγαζα; Θα έκανε πως δεν καταλάβαινε, ή οι λέξεις θα σκάλωναν στα χείλη της, κι όταν θα έβγαιναν, θα έβγαιναν ανακατωμένες, γιατί είχε πολύ καιρό να μιλήσει σε κάποιον. Θα έλεγε ψέματα, όμως, θα κοίταζε να θολώσει τα νερά, όπως είχε κάνει και την εποχή του πίνακα και των φωτογραφιών, τότε που έκρυβε την ηλικία της και πήρα ψεύτικο όνομα. Και ψεύτικο επίθετο. Ακόμα και ψεύτικο τίτλο ευγενείας. Άφηνε να νομίζουν ότι καταγόταν από μια οικογένεια της ιρλανδικής αριστοκρατίας. Θα πρέπει να είχε γνωρίσει κάποτε κάποιον Ιρλανδό, αλλιώς πώς να της έμπαινε αυτή η ιδέα. Έναν Ιρλανδό. Τον πατέρα μου, ίσως, που θα πρέπει να της ήταν πολύ δύσκολο να τον ξαναβρεί, και τον ξέχασε. Θα πρέπει να είχε ξεχάσει κι όλα τ’ άλλα, και θα ξαφνιαζόταν που θα της μιλούσα γι’ αυτά. Δεν ήταν αυτή – την είχα πάρει για άλλην. Τα ψέματα είχαν διαλυθεί με τον καιρό. Εκείνη την εποχή, όμως, ήμουν σίγουρη ότι όλα αυτά τα ψέματα τα είχε πιστέψει.

Ο ξανθός τής έφερε άλλο ένα κιρ. Τώρα ήταν πολύς κόσμος μπροστά στον πάγκο. Κι όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα. Δε θα μπορούσαμε ν’ ακουστούμε μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή. Είχα την εντύπωση ότι ήμουν ακόμα μέσα στο βαγόνι του μετρό ή, μάλλον, στην αίθουσα αναμονής ενός σταθμού, χωρίς να ξέρω ποιο τρένο έπρεπε να πάρω. Γι’ αυτήν, όμως, δεν υπήρχε πια τρένο. Καθυστερούσε να γυρίσει σπίτι της. Δε θα πρέπει να έμενε μακριά από κει. Μ’ έτρωγε η περιέργεια να δω πού. Δε λαχταρούσε πολύ να της μιλήσω, δεν έτρεφα προς το πρόσωπό της κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα. Οι συνθήκες το είχαν φέρει έτσι να μην υπάρχει πια ανάμεσα μας αυτό που λέγεται «γάλα της ανθρώπινης τρυφερότητας». Το μόνο που ήθελα να μάθω, ήταν πού είχε ξεπέσει, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό της στο Μαρόκο.

[…]

Της είχα δώσει ραντεβού στις 8 το βράδυ, στο café της Πλατείας Μπλανς. Είναι αυτό που μοιάζει με σπιτάκι. Υπάρχει και αίθουσα στον πρώτο όροφο, αλλά της είχα πει ότι θα ήμουν σ’ ένα απ’ τα τραπέζια του ισογείου.

Έφτασα μισή ώρα νωρίτερα και διάλεξα ένα τραπέζι στην τζαμαρία που βλέπει στην οδό Μπλανς. Το γκαρσόνι με ρώτησε αν ήθελα να πιω κάτι, και παραλίγο να παραγγείλω ένα ποτήρι σκέτο ουίσκι. Αλλά ήταν χαζό, δεν το είχα ανάγκη. Δεν αισθανόμουν το βάρος που συνήθως με πλάκωνε. Του είπα ότι περίμενα κάποιον, κι αυτές οι δύο απλές λέξεις που ξεστόμισα μου έκαναν τόσο καλό όσο κι αν είχα παραγγείλει ένα οποιοδήποτε αλκοόλ.

Μπήκε στο εστιατόριο στις 8 ακριβώς. Φορούσε το ίδιο γούνινο παλτό και ίσια παπούτσια. Με είδε αμέσως. Όταν προχώρησε προς το τραπέζι, μου φάνηκε ότι είχε έναν αέρα χορεύτριας, αλλά εμένα πιο πολύ με καθησύχαζε το ότι ήταν φαρμακοποιός. Με φίλησε στο μέτωπο και κάθισε δίπλα μου, στον πάγκο.

«Είστε καλύτερα από τις προάλλες;».

Μου χαμογελούσε. Υπήρχε κάτι προστατευτικό σ’ εκείνο το χαμόγελο και σ’ εκείνο το βλέμμα. Τώρα πρόσεχα ότι τα μάτια της ήταν πράσινα. Τα ’χα τελείως χαμένα εκείνη την Κυριακή, πάνω στην πολυθρόνα τού φαρμακείου, κι αργότερα, στο δωμάτιό μου, το φως δεν ήταν τόσο δυνατό όσο στο εστιατόριο.

«Σας έφερα αυτό για να σας τονώσω.»

Κι έβγαζε από μια τσέπη του παλτού της, που το είχε απλώσει στον πάγκο, δύο κουτιά φάρμακα.

«Αυτό είναι σιρόπι για το βήχα σας… Πρέπει να το παίρνετε τέσσερις φορές την ημέρα… Αυτά είναι χάπια για να σας βοηθούν να κοιμάστε… Παίρνετε ένα το βράδυ, και κάθε φορά που αισθάνεστε κάπως περίεργα…»

Έβαζε τα κουτιά μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι.

«Και πιστεύω ότι θα σας έκαναν καλό ενέσεις Βιταμίνης Β12».

Της είπα απλώς ευχαριστώ. Θα ήθελα να της πω περισσότερα, αλλά δεν είχα συνηθίσει να με φροντίζουν από τότε που οι καλόγριες, τη μέρα που με είχε χτυπήσει το φορτηγάκι, είχαν την καλοσύνη να μου δώσουν να εισπνεύσω αιθέρα.

Μείναμε για μια στιγμή χωρίς να λέμε τίποτα. Παρά την αποφασιστικότητά της, είχα την εντύπωση ότι ήταν κι αυτή ντροπαλή όπως εγώ.

«Υπήρξατε χορεύτρια;»

Εξεπλάγη απ’ την ερώτησή μου, και μετά έσκασε στα γέλια:

«Γιατί;»

«Προηγουμένως, σκέφτηκα ότι έχετε ένα βάδισμα χορεύτριας.

Μου είπε ότι είχε πάρει μαθήματα χορού ως τα δώδεκά της χρόνια, όπως τα περισσότερα κορίτσια. Αλλά τίποτα περισσότερο. Μου ήρθε στο μυαλό μια άλλη φωτογραφία, στον πάτο του κουτιού από μπισκότα. Δύο δωδεκάχρονα κορίτσια με στολή μπαλαρίνας. Και πίσω απ’ τη φωτογραφία ήταν γραμμένο με παιδικό χαρακτήρα και βιολετί μελάνι: «Ζοζέτ Νταγκορί και Σουζάν» - Σουζάν ήταν το πραγματικό όνομα της μητέρας μου. Ο Ζαν Μπορί είχε κρεμασμένη την ίδια φωτογραφία στον τοίχο του γραφείου του, στο γκαράζ. Όλα πήγαιναν ακόμα καλά την εποχή αυτής της φωτογραφίας. Μα πότε έγινε το ατύχημα στους αστραγάλους ή τελοσπάντων το όποιο ατύχημα; Πόσων ετών ήταν; Τώρα πια ήταν αργά για να το μάθουμε. Κανένας δεν μπορούσε πια να μου το πει.

Όταν το γκαρσόνι ήρθε στο τραπέζι μας, εκείνη παραξενεύτηκε που δεν παράγγελνα τίποτα.

«Η όψη σας δεν είναι καθόλου καλή. Πρέπει να τρώτε, να δυναμώσετε…»

Τα ίδια μου είχε πει κι ο Μορό-Μπαντμαέφ, αλλά εκείνη ήταν πιο αποφασιστική.

«Δεν πεινάω πολύ.»

«Τότε θα πάρω κάτι και θα το μοιραστούμε.»

Δεν τόλμησα να της φέρω αντίρρηση. Μου σέρβιρε το μισό απ’ το πιάτο της, και κατάπινα με το ζόρι, κλείνοντας τα μάτια και μετρώντας τις μπουκιές.

«Έρχεστε συχνά εδώ;»

Ερχόμουν συνήθως το πρωί, πολύ νωρίς, όταν άνοιγε το café, τη στιγμή της ημέρας όπου αισθανόμουν καλύτερα. Τι ανακούφιση όταν έχεις ξεμπερδέψει με τον βαρύ ύπνο και τα κακά όνειρα…

«Έχω τόσον καιρό να έρθω σ’ αυτή τη γειτονιά…» μου είπε.

Και μου έδειχνε, πίσω απ’ την τζαμαρία, το φαρμακείο, στο απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Μπλανς.

«Δούλεψα εδώ, όταν άρχισα να εξασκώ το επάγγελμά μου… Ήταν λιγότερο ήσυχα απ’ τη γειτονιά όπου είμαι τώρα.»

Μπορεί να είχε γνωρίσει τη μητέρα μου, μετά το «ατύχημά» της, όταν ήταν χορεύτρια στα πέριξ κι έμενε ακόμα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Οι χρονιές μπερδεύονταν μες στο κεφάλι μου.

«Νομίζω ότι, εκείνο τον καιρό, ζούσαν αρκετές χορεύτριες εδώ γύρω» της είπα. «Γνωρίσατε καμία;»

Έσμιξε τα φρύδια.

«Ω, ξέρετε…απ’ όλα είχε η γειτονιά…»

«Δουλεύατε νύχτα;»

«Ναι. Συχνά.»

Εξακολουθούσε να σμίγει τα φρύδια.

«Δε μου πολυαρέσει να μιλώ για το παρελθόν… Μα εσείς δεν τρώτε σχεδόν τίποτα. Δεν κάνετε καλά…»

Κατάπια μια τελευταία μπουκιά για να την ευχαριστήσω.

«Υπολογίζετε να μείνετε γι’ αρκετό καιρό ακόμα σ’ αυτή τη γειτονιά; Γιατί δε νοικιάζετε ένα δωμάτιο πιο κοντά στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών;»

Μα ναι! Τις προάλλες τής είχα πει ότι σπούδαζα στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών. Είχα ξεχάσει ότι γι’ αυτήν ήμουν φοιτήτρια.

«Υπολογίζω ν’ αλλάξω γειτονιά μόλις μπορέσω…»

Ήθελα να της εκμυστηρευτώ ότι σ’ αυτό το παγκάκι στο οποίο καθόμουν, στην Πλατεία Μπλανς, σίγουρα καθόταν κι η μητέρα μου πριν είκοσι χρόνια. Και πως, όταν γεννήθηκα, έμενε όπως κι εγώ σ’ ένα δωμάτιο στο 11 της οδού Κουστού, ίσως το δικό μου,

«Με βολεύει, πάντως, για να πάω στη Σχολή» της είπα. «παίρνω το μετρό στην Μπλάνς κι είναι απευθείας μέχρι τη στάση Σεβρ-Μπαμπιλόν.»

Πάλι χαμογελούσε ειρωνικά, σαν να μην το είχε χάψει αυτό το ψέμα. Κι εγώ το είπα έτσι. Ούτε ήξερα πού βρισκόταν η Σχολή Ανατολικών Γλωσσών».

«Μου φαίνεστε τόσο ανήσυχη…» μου είπε. «Θα ήθελα να μάθω τι σας απασχολεί…»

Είχε πλησιάσει το πρόσωπό της στο δικό μου. Πάντα αυτά τα πράσινα μάτια κολλημένα πάνω μου. Ήθελε να διαβάσει τη σκέψη μου, θα έπεφτα σε μια γλυκιά νάρκη και θα μιλούσα χωρίς σταματημό και θα της τα έλεγα όλα. Και δε θα είχε ανάγκη να κρατάει σημειώσεις όπως ο Μορό-Μπαντμαέφ.

«Θα μείνω λίγο ακόμα σ’ αυτή τη γειτονιά, και μετά, θα τελειώσει.»

Όσο περισσότερο με κοίταζε με τα πράσινα μάτια της, τόσο καλύτερα έβλεπα μέσα μου. Μου φαινόταν ακόμα σαν ν’ απομακρυνόμουν απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου. Ήταν απλό: ένα κορίτσι με καστανά μαλλιά, δεν έχει κλείσει καλά καλά τα δεκαεννιά, κάθεται αυτό το βράδυ σ’ έναν πάγκο του café της Πλατείας Μπλάνς. Είσαι ένα κι εξήντα, και φοράς ένα ζαχαρί πουλόβερ, μάλλινο, με πλεξίδες. Θα μείνεις λίγο ακόμα εκεί, και μετά, θα τελειώσει. Είσαι εκεί γιατί ήθελες ν’ ανατρέξεις για μια τελευταία φορά τα χρόνια που πέρασαν, μήπως και καταλάβεις. Γιατί εδώ, κάτω απ’ το φως του ηλεκτρικού, στην Πλατεία Μπλανς, εδώ άρχισαν όλα. Ήρθες για μια τελευταία φόρα στη Γενέτειρά σου, στην αφετηρία, για να μάθεις αν μπορούσες να πάρεις διαφορετικό δρόμο απ’ αυτόν που πήρες, κι αν τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.

«Τι θα τελειώσει;» με ρώτησε.

«Τίποτα.»

Και κατάπια άλλη μια μπουκιά για να την ευχαριστήσω.

Μοντιανό Πατρίκ, Η μικρή Μπιζού, Αθήνα, Πόλις, 2002, σ. 9-18, 131-136.