Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
Το τρένο περνάει σφυρίζοντας μέσα από τη ρεματιά. Είναι έξι και μισή το πρωί. Η Ελένη πίνει όρθια τον καφέ της μέσα σ’ ένα γυάλινο ποτήρι από μουστάρδα μπροστά στο παράθυρο. Το πρωινό σφύριγμα το νιώθει σαν ξαλάφρωμα. Μέσα στη νύχτα, όταν δεν την παίρνει ο ύπνος και συλλογιέται περασμένα και τωρινά, τότε είναι που την κάνει να απελπίζεται το σφύριγμα του τρένου. Της φαίνεται πως η νύχτα μακραίνει ατελείωτα. Θαρρεί πως θα περάσει όλη της τη ζωή στο Σαραντόν στην οδό Κονφλόν, απέναντι από τη ρεματιά που περνάνε τα τρένα. Η μια πλευρά της ρεματιάς είναι γεμάτη θάμνους και χαρτονένια κουτιά. Οι θάμνοι είναι ξεροί και γκρίζοι, την άνοιξη φουντώνουν, μα τα πεταμένα χαρτόκουτα κάνουν τη ρεματιά να μοιάζει με σκουπιδότοπο.
Πρωτάκουσε τη λέξη Σαραντόν όταν είχε πάει με τον Ευγένιο στο θέατρο στην Αθήνα να δει το έργο του Πήτερ Βάις Η δολοφονία του Μαρά. Πού να ’ξερε ότι κάποια μέρα θα ήτανε το σπίτι της στο Σαραντόν. «Για λίγο», είχε πει η Μαρί-Τερέζ, «μετά θα σου βρούμε διαμέρισμα στο Ιβρί, ο δήμος είναι δικός μας. Δυο δωμάτια με μπαλκόνι. Θα μπορείς να βάλεις γλάστρες στο μπαλκόνι.» «Γλάστρες;» απόρησε η Ελένη. Ήτανε το τελευταίο πράγμα που είχε να σκεφτεί. Η Μαρί-Τερέζ επέμενε πολύ για τις γλάστρες. «Δίνουνε χαρά στη ζωή. Θα ζητήσω από τη μητέρα μου, που έχει ένα σωρό στο σπίτι μας στην εξοχή. Είναι κάτι πολύ όμορφες με κοκκινωπά φύλλα σαν βελούδινα.» «Καλά», έκανε υποχωρητικά η Ελένη.
Είναι πολύ πρωί. Η Δαφνούλα δεν έχει ακόμα ξυπνήσει για το σχολείο. Την κοιτάζει που κοιμάται με τα σκεπάσματα μισοπεταμένα. Το δωμάτιο που μένουν είναι μεγαλούτσικο, έχει τρία παράθυρα, μόνο που δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος. Έπειτα υπάρχει και το κουζινάκι, που, όσο μικρό κι αν είναι, τους χωράει με τον Πάνο, τον Ευγένιο, την Άννα και τον Στέφανο, τις ατέλειωτες ώρες που συζητάνε το βράδυ, πολλές φορές ώσπου να φέξει. Έτσι, δεν ενοχλούν τη μικρή που κοιμάται.
Πίνει μεγάλες γουλιές τον ζεματιστό καφέ της. Στις εφτά και μισή, έχει ραντεβού με τους άλλους στο μετρό κοντά στο στούντιο. Αρχίζει η δεύτερη μέρα γυρίσματος στο τρένο της φρίκης. Την κυνηγάνε τα τρένα την Ελένη στη ζωή της. Αληθινά και ψεύτικα. Γράφει ένα σημείωμα στη Δαφνούλα να το βρει σαν ξυπνήσει. Όταν αφήνουν γράμματα η μια στην άλλη θα υπάρχει πάντα μια φρασούλα στα ρωσικά. Η Ελένη γράφει άτσαλα, βιαστικά, η Δαφνούλα πάλι αφήνει παντού στο σπίτι σημειωματάκια στα ρωσικά με τα λοξά καλλιγραφικά γράμματα, που της έμαθε η δασκάλα της στη Μόσχα.
Η οδός Κονφλόν είναι έρημη. Όχι γιατί είναι νωρίς, σχεδόν πάντα είναι έρημη. Σπάνια να συναντήσεις άνθρωπο. Θαρρείς και οι κάτοικοι πηγαιοέρχονται στις δουλειές τους αθέατοι σαν φαντάσματα. «Εδώ είναι το μετρό σου», της είχε πει η Μαρί-Τερέζ, όταν την πήγε να δει το σπίτι που της βρήκε στην οδό Κονφλόν.
Μετρό ΛΙΜΠΕΡΤΕ, άλλη λέξη που έχασε την έννοιά της. «Αυτό είναι το μετρό σου.» Αυτή είναι η Λιμπερτέ μου, η λευτεριά μου, συλλογίστηκε.
Λίγο πιο κάτω, στη γωνία της λεωφόρου ΛΙΜΠΕΡΤΕ είναι το καφενείο ΛΙΜΠΕΡΤΕ. Πόσες φορές δεν έχει τρέξει εκεί σαν παραλοϊσμένη να τηλεφωνήσει, ιδίως τον πρώτο καιρό που έφτασε στο Παρίσι και κάθε μέρα είχε την ελπίδα πως κάτι θα γινότανε στην Ελλάδα. «Τι νέα;», «Τίποτα».
Εκείνο το παγωμένο δεκεμβριάτικο πρωινό έτρεξε χαράματα, μόλις άνοιξε το καφενείο. Την παραμονή ο βασιλιάς επιχείρησε να κάνει κίνημα. «Τι νέα;» «Έφυγε ο βασιλιάς κυνηγημένος με Άννα-Μαρία και τα ρέστα.»
Γύρισε στο σπίτι παγωμένη. Είχε βγει χωρίς κάλτσες και με το παλτό πάνω από το νυχτικό. Κάθισε στο κρεβάτι έτσι όπως ήτανε, με το παλτό. Ήταν πολύ νωρίς και η Δαφνούλα δεν είχε σηκωθεί για το σχολείο. Ξαφνικά το δωμάτιο της φάνηκε άχαρο με τις ξεφτισμένες πολυθρόνες και το ετοιμόρροπο κομό που με χίλια ζόρια είχε καταφέρει η Μαρί-Τερέζ τη μητέρα της να το βγάλει από την αποθήκη και να το δώσει της Ελένης, γιατί ήτανε στιλ –άντε βρες- κάποιου Λουδοβίκου.
Να έδιωχνε ο βασιλιάς τη χούντα και να γύριζαν πίσω! Το ’χε ελπίσει χτες το βράδυ. Τα ξέχασε όλα κι έμενε μόνο ένα: Να γυρίσει πίσω. Πόσα ατέλειωτα χρόνια περίμενε πάλι τον γυρισμό, όταν ήταν πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση! Δεν πρόλαβε να τον χαρεί τον γυρισμό της. Λίγο καιρό μόνο, κι ύστερα πάλι ξενιτιά. Πόσο αλλιώτικο της φαίνεται τώρα το Παρίσι από την πρώτη φορά που είχε περάσει πριν δεκατρία χρόνια, όταν πήγαινε να συναντήσει τον Αχιλλέα. Τότε, την είχε αναλάβει η Μαρί-Τερέζ, σταλμένη από το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα. Καμάρωνε να την παρουσιάζει. «Η αρραβωνιαστικιά του καπετάνιου.» Την πήγαινε σε διάφορα σπίτια, ακόμα και σ’ έναν πύργο έξω από το Παρίσι, και σ’ όλους έλεγε μισόλογα η Μαρί-Τερέζ για τον Αχιλλέα κι ύστερα… «Πες, Ελένη, για το Τμήμα Μεταγωγών, πες την ιστορία της Ματίνας.» Κι η Ελένη ντρεπότανε και κόμπιαζε, όπως όταν ήτανε μικρή και την καλούσαν σε γενέθλια. Τα άλλα παιδιά άρχιζαν ένα ένα να απαγγέλλουν ποιήματα κι εκείνη χτυποκαρδούσε σαν έφτανε η σειρά της κι έπρεπε να της γνέψει από μακριά η Λίζα, «πες το, τέλος πάντων!», για να πει δειλά δειλά το ποίημά της. «Στολίστηκε ένας κόρακας με παγονιού φτερά…»
Άκουγε τον εαυτό της να λέει την ιστορία της Ματίνας, ένιωθε άβολα κι ήθελε να τελειώσει όσο γίνεται πιο γρήγορα. «Μα είναι δυνατό να ’ναι αλήθεια;» απορούσανε αυτοί που άκουγαν. Η Μαρί-Τερέζε λαμποκοπούσε και την αγκάλιαζε προστατευτικά. Τότε, μια στιγμή η Ελένη πίστεψε πως το Παρίσι ήτανε δικό της. Στη συγκέντρωση που μίλησε για τις κρατούμενες γυναίκες της φερνόντανε σαν να ’ταν σπουδαίο πρόσωπο. Αρραβωνιαστικιά του καπετάνιου με το αρχαίο ελληνικό όνομα!
Τώρα, το Παρίσι είναι μια ξένη πόλη. Δεν υπάρχουν καπετάνιοι για να ’χουν αρραβωνιαστικιές. Ξένο το Σαραντόν και η οδός Κονφλόν κι οι γείτονες που δεν σου λένε καλημέρα. Έχει και τη Μαρί-Τερέζ να κουβαλάει δέματα, παπούτσια με σουβλερές μύτες και τακούνι καρφί, παλιομοδίτικα πανωφόρια με μπερτάκια και φουσκωτά μανίκια για τους πρόσφυγες από την Ελλάδα. Πικράθηκε, όταν της είπε η Ελένη πως δεν τα έχουν ανάγκη. Δεν μπορεί να καταλάβει η Μαρί-Τερέζ πώς γίνεται να ’σαι εξόριστος και να μη θέλεις ρούχα γερά και ζεστά κι ας είναι περασμένης μόδας. Η Ελένη το νιώθει πως την απογοητεύει. Κι εκείνη κι η Δαφνούλα και όλοι οι άλλοι δεν δίνουν την εικόνα του εξόριστου όπως την έχει η Μαρί-Τερέζ στο μυαλό της.
«Εμείς στην Ελλάδα ντυνόμαστε», της εξηγεί πολλές φορές η Ελένη, που θυμάται ξαφνικά τη θεωρία της Λίζας: όσο πιο στεναχωρημένος είσαι, τόσο πιο καλά να ντύνεσαι. Η Λίζα, πριν φύγει η Ελένη, της είχε αγοράσει ένα σωρό ρούχα. «Να μη σε λυπούνται», της είχε πει.
Το τελευταίο αντίο της Λίζας.
Η Μαρί-Τερέζ κουνάει το κεφάλι, μα δεν καταλαβαίνει, και μόνο όταν της λέει η Ελένη πως οι Σπαρτιάτες πριν πάνε στη μάχη λουζόντανε και βάζανε τα καλά τους, σαν να φωτίστηκε κάτι μέσα της, κι άρπαξε την Ελένη και τη φίλησε. Ο Πάνος το λέει: «Στους ξένους, για να σε νιώσουν, πρέπει να βάλεις στην κουβέντα σου και μια κολόνα Παρθενώνα».
Να γυρίσει πίσω! Έστω και με τον βασιλιά! Να γυρίσει και να ’ναι σαν ένα κακό όνειρο αυτοί οι έξι μήνες που πέρασε στο Παρίσι.
Όταν ξύπνησε η Δαφνούλα τη βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι με το παλτό και να την έχουν πάρει τα δάκρυα. Τρόμαξε. «Τι έπαθες;» «Έφυγε ο βασιλιάς.» «Ε, και κλαις!» Το είπε η μικρή τόσο απορεμένα και κωμικά, που μόνο τότε κατάλαβε η Ελένη πόσο απελπιστικά γελοία ήτανε. Κάθισε έτσι ακούνητη κι ακόμα αφού έφυγε η Δαφνούλα για το σχολείο. Ύστερα ήρθε και στάθηκε στη μέση της κάμαρας το Κατινάκι με τα γυαλάκια του και τα ανεμικά του κοτσιδάκια. «Ε, όχι και εξευτελισμούς, βρε μαμά!» Τι γελοία που είμαι, τι γελοία που είμαι! Το είπε η Ελένη δυνατά δυο τρεις φορές. Την τελευταία φορά το φώναξε σχεδόν, για να μη σκεπαστεί η φωνή της από τον θόρυβο των πρωινών τρένων.
Η Ελένη είχε γυρίσει μαζί με τη Δαφνούλα από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα. Ο Αχιλλέας δεν είχε προλάβει. Όσο κι αν ήτανε δημοκρατική η κυβέρνηση, δεν έδινε άδεια σ’ έναν καπετάνιο να γυρίσει σπίτι του. Έτσι «γύρισε» ο Αχιλλέας μέσα στη δικτατορία, αφού είχε φύγει εκείνη με τη μικρή για το Παρίσι. Γύρισε χωρίς να πάρει άδεια από κανέναν. ΕΙΣΕΛΘΩΝ ΛΑΘΡΑΙΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑΤΟΣ: οι τίτλοι στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Είκοσι χρόνια έλειψε από την Έλλαδα ο Αχιλλέας. Οι δρόμοι είχαν αλλάξει, τα σπιτάκια γίνανε πολυκατοικίες, οι άνθρωποι απόχτησαν σπίτια, εξοχικά. Η μητέρα του είχε πεθάνει και οι άλλοι πιο μακρινοί συγγνείς τον είχαν ξεγράψει από τότε που βγήκε στο βουνό. Δυο μέρες κυκλοφόρησε ο Αχιλλέας στην Αθήνα –το ’γραψε η εφημερίδα. Μπορεί και να πέρασε από κείνη τη γωνιά του δρόμου όπου είχε αποχαιρετήσει την Ελένη και να μην του θύμισε τίποτα.
Ένας άντρας με σμιχτά ασπροκίτρινα φρύδια, γκρίζα μαλλιά και σκαμμένο πρόσωπο, περπάτησε ξαφνικά στους δρόμους της Αθήνας. Γύρευε κάποιο δρόμο που δεν υπήρχε πια, ένα σπίτι που δεν υπήρχε πια, ένα φίλο, ένα σύντροφο που είχανε μαζί μπει μπροστά σε τόσες μάχες. Κατόχή, Δεκέμβρης… Ο φίλος υπήρχε, τον βρήκε. Τον στείλανε τον Αχιλλέα κι αυτός πάντα πιστός στις εντολές χωρίς πολλά ερωτηματικά, χωρίς κανένα ερωτηματικό, πήγε στον φίλο, που τον παρέδωσε ίσια στην Ασφάλεια. Είναι παλικάρι ο Αχιλλέας. Αυτό ναι, θα το πει στη Δαφνούλα. Φτάνει να μην αρχίσει τις πολλές ερωτήσεις.
Κλείνει σιγανά την πόρτα μην ξυπνήσει η μικρή και βγαίνει με χίλιες σκέψεις να αλληλοχτυπιούνται. «Όλο τα παλιά θυμάστε.» Ποια παλιά να θυμηθεί η Άννα; Τα δικά μας τα παλιά είναι ολοζώντανα, πιο ζωντανά από τα τωρινά. Ο πρωινός αέρας της ηρεμεί το μυαλό. Η γέφυρα του Σαραντόν, τα εργοστάσια, η τεράστια ρεκλάμα ΠΟΡΤΟ ΚΡΟΥΖ της δείχνουν ένα Παρίσι που δεν θα γίνει ποτέ δικό της, δεν θα γίνει ποτέ η πόλη της. Φτάνει στο μετρό ΛΙΜΠΕΡΤΕ. «Αυτό είναι το μετρό σου.» Αυτή είναι η «ελευθερία» μου.
Σιγά σιγά έφτιαξαν τον σταθμό του μετρό, βάλανε στους τοίχους πορτοκαλιά και κίτρινα πλακάκια. Τι τη νοιάζει την Ελένη για μια ξένη πόλη, απ’ όπου είναι περαστική; «Είμαι περαστική», είχε πει τότε που περνούσε από τη Ρώμη για να πάει να βρει τον Αχιλλέα στη Σοβιετική Ένωση. Περαστική. Και έμεινε δυο χρόνια. «Περαστική» ήτανε κι από τη Σοβιετική Ένωση και τα χρόνια γίνανε δέκα. Τώρα, αν τη ρωτήσει κανείς, δεν θα τολμήσει ποτέ να πει για το Παρίσι: «Είμαι περαστική». Από φόβο. Δεν περισσεύουν πια τόσο πολλά χρόνια για να ξαναρχίσει πάλι μια ζωή. Κι ας λέει ο Ευγένιος πως με το μπομπονί νυχτικό μοιάζει είκοσι χρονώ. Μοιάζει…
Ζέη Άλκη, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Αθήνα, Κέδρος, 1987, σ. 59-65.