Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνParis IV
Arr.V
ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΝΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΠΑΘΟΣ με το κασέρι. Του άρεσε σαν τυρί, τίποτα περισσότερο. Μπροστά στη συντριπτική υπεροχή των υπέρογκων και, πράγματι-γιατί να το κρύψει;-, υπέροχων γαλλικών τυριών, το βαλκανικό κασέρι δεν ηχούσε καλύτερα απ’ ό,τι ο κασσίτερος σε μια συνεστίαση χρυσοχόων. «Κασσίτερος-κασέρι», τι μπάζα έπιανε μπρος στα σεβρ, τα καντάλ, τα καμαμπέρ, «μπιεν φε» και όχι. Χιλιάδες τυριά. Τα ’χαν δει, με τη γυναίκα του , σε μια τυροκομική έκθεση στο Πορ ντε Βερσάιγ στο Παρίσι, σε κάποιο προδικτατορικό ταξίδι τους και πέρασαν ώρες να τα χαζεύουν, να τα δοκιμάζουν, μην πιστεύοντας στα ίδια τους τα μάτια∙ τόσο η ποικιλία τους ήταν αφάνταστη και το πάθος που κάθε παραγωγός διαφήμιζε το δικό του επιμένοντας στους επισκέπτες να το δοκιμάσουν, ώστε κατά το «οι Έλληνες είναι λαός ποδοσφαιρικός», για τους Γάλλους λέγαν τότε, καλαμπουρίζοντας, «λαός τυροκομικός».
Τότε βέβαια είχαν κέφι. Είχαν την ψυχολογία του μέρμηγκα που περισυλλέγει μνήμες, τροφές, εμπειρίες για το καταχείμωνο. Τρύπα τους η Ελλάδα• τρύπα της τρύπας η Αθήνα∙ τρύπα της τρύπας της τρύπας ένα δυάρι όπου θα επιστρέφαν αν, όπως ήδη κατά κόρον το ’χουμε τονίσει, δεν τους έπιανε λάστιχο. Και όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή είναι θέμα προδιάθεσης, η ίδια τυροκομική έκθεση στο Πορ ντε Βερσάιγ, τον επόμενο χρόνο, δεν τους τράβηξε καθόλου, ούτε τον μεθεπόμενο, όταν ξαναπήγαν εκεί κοντά για το Τσίρκο της Μόσχας-τη θυμήθηκαν μάλιστα με αηδία- κι ακόμη λιγότερο βέβαια την άλλη χρονιά που, μιλώντας για τα τυριά, ήταν σαν μιλούσαν για μιαν αξεπέραστη τραυματική εμπειρία. Από πηγή επικούρειας ηδονής, γαργαλιστικού τερψιλαρύγγιου, το ίδιο το γεγονός μεταβλήθηκε σε άλγος, σε οδύνη και τύψη, γιατί αποτελούσε πια στοιχείο και άξονα αναφοράς. Δεν ήταν η εμπειρία που θα αποκόμιζε ο μέρμγηκας στη φωλιά του, αλλά η εμπειρία που τον καθήλωσε στο σημείο που τη γεύτηκε, σαν κάποιον που παθαίνει εμβολή πάνω στον έρωτα.
Έτρωγαν τυριά. Κάθε λογής. Εκείνος έλεγε πως το καλύτερο φαγητό στη Γαλλία είναι το τυρί. Κι εκείνη συμπλήρωνε κάτι για το φημισμένο γαλλικό ψωμί, την «μπαγκέτα». Ωστόσο είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα, ύστερα από χρόνια πειραματισμών, πως το κασέρι είναι το καλύτερο τυρί του κόσμου, γιατί δεν το βρίσκεις εύκολα σε καμία αγορά και στα περισσότερα «τυράδικα» αγνοούσαν ως και αυτή ακόμα την ύπαρξή του.
Δεν συνέβαινε το ίδιο με τη φέτα. Φέτα έβρισκες, γιατί η σαρκική μνήμη των τουριστών που θέλαν να ξαναζήσουν, μηρυκαστικά, τον τόπο των διακοπών τους μέσω, αν γινόταν, μουσικής ή μουσακά, βοήθησε την ανάπτυξη ενός νέου τύπου εμπορίου που λεγόταν «το καλοκαίρι σας μες στο χειμώνα σας». Για τους νοσταλγούς του «λευκού τυριού», όπως ρατσιστικά ονόμασαν τη φέτα, τα μπακάλικα φέρναν τενεκέδες απ’ τη Βουλγαρία. Δεν ήταν όμως καθόλου ίδια η περίπτωση με το «κίτρινο τυρί», το κασέρι. Αυτό δεν αποτελούσε έδεσμα των διακοπών. Κι αφού κανείς δεν το ζητούσε, κανένα μαγαζί δεν το ’φερνε.
Την έλλειψη του κασεριού, αυτός, την αναπλήρωνε με το κέρινο επίστρωμα του «γκριγιέρ», ενός άνοστου, τρύπιου, «κιτρινιάρικου» γαλλικού τυριού, κόβοντας -για την ακρίβεια: ξύνοντάς το με τα δόντια- το από μέσα. Μπορεί να μην ήταν τυρί, αλλά κερί σκέτο, που η γειτνίασή του με το τυρί να του έδωσε κάποια νοστιμάδα, ή τυρί που πήρε απ’ το κερί μιαν αψύτερη γεύση, δεν ήξερε να πει. Σ’ αυτή τη θολή και αξεχώριστη γραμμή της μέρας από τη νύχτα, όπου η βούλα του ήλιου χάθηκε αφήνοντας τη μνήμη της στο τελευταίο σύννεφο, σ’ αυτή τη μεταίχμια γεύση, τυριού και κεριού, αρμύριζε το άπαχο, το άγευστο, το τρύπιο, το χλεμπονιάρικο γκριγιέρ, φτωχό υποκατάστατο στο κενό που του άφηνε η απουσία του κασεριού από τη ζωή του.
Στα εμιγκρέδικα γεύματα άκουγες συχνά: «Θα έχουμε ουζάκι, ελιές και φέτα». Κασέρι όμως ποτέ. Και η αδικία για το κασέρι του φαινόταν το ίδιο μεγάλη μ’ αυτή που έγινε στον Σάντα: μαζί με τον Γλέζο κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη, στα 1941, κι όλη τη δόξα την πήρε ο Γλέζος, ο Σάντας δεν ακούστηκε ποτέ. Γι’ αυτόν τα τυριά ήταν δίδυμα. Τι έφταιγε το δόλιο το κασέρι; Όλη η δόξα, η προβολή, η προπαγάνδα, γιατί να γίνεται για μια φέτα, στο κάτω κάτω, βουλγάρικη; Ήταν λοιπόν η αδικία σύμφυτη με τη ζωή;
Το κασέρι είχε γίνει από τις ψυχώσεις του, από τις νευρώσεις του στην εξορία. Στο Δυτικό Βερολίνο γνώρισε άλλοτε μια κυρία που ήταν «στα πράγματα», αλλά διαφώνησε με τον Putsch κι έτσι βρέθηκε «στους εκτός». Για ν’ ασχολείται με κάτι, άνοιξε τότε ένα κατάστημα ελληνικών προϊόντων, χαϊμαλιά και φούστες κεντητές και κομπολογάκια κι όλα γενικά τα μπιχλιμπίδια. Από φαγώσιμα δε διέθετε παρά μερικές κονσέρβες με ντολμάδες γιαλαντζί, κρασί κοκκινέλι και κασέρι. Αυτό το ’φερνε σε «κεφάλια», κατευθείαν απ’ το Πήλιο. Το χτυπούσε ακριβά στην τιμή, μα αλλιώς δε σύμφερνε. Έγινε μπιστικός της : μιλούσαν για το θέατρο, για μουσική, για αντίσταση, για όλα, φτάνει, στο μεζεδάκι που θα του έβγαζε με το ούζο, να μην ξεχνούσε και το κασέρι. Ντρεπόταν να το ομολογήσει στον εαυτό του ότι, παρ’ όλο το ενδιαφέρον που της έβρισκε σαν άνθρωπο, το βασικό κίνητρο της παρέας του μαζί της ήταν το «κεφάλι», πάντα τυλιγμένο σε μια υγρή, σχεδόν, πετσέτα, για να διατηρείται μαλακό.
Γι’ αυτό δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί συνδέθηκε τόσο πολύ με το γεράκο της λαϊκής αγοράς, τον Αγκόπ τον Αρμένη που μιλούσε πολίτικα και πουλούσε, κοντά σε όλα τ’ άλλα ανατολίτικα είδη, και κασέρι.
Η λαϊκή αγορά ήταν στρατοπεδευμένη σ’ ένα κτιριακό συγκρότημα, κάτι ανάμεσα στα παλιά χαμάμ και στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης. Άγνωστο πώς ξέφυγε για τόσα χρόνια, πες αιώνες, την όρεξη των εργολάβων∙ άγνωστο αν ήταν του Δήμου ή ιδιωτική.
Μπήκαν μια μέρα τυχαία, με τη γυναίκα του. Απέξω οι καμάρες δεν ήταν διόλου ελκυστικές. Αλλά μιας και βρέθηκαν μες στους διαδρόμους, τους άρεσε. Οι άνθρωποι είχαν ζεστασιά, φαίνονταν ν’ αγαπούν τον πελάτη. Δεν είδε σφαχτάρια να κρέμονται κραυγαλέα από τα τσιγκέλια, όπως στην Κεντρική Αγορά των Αθηνών. Όλα μοιάζαν ν’ ανήκουν σε μια συντεχνία, από τις παλιές, του 17ου ακόμη αιώνα, που δεν αφήνουν καμιά άλλη μνήμη πίσω τους, εκτός από τα ιερογλυφικά κάποιας μασονικής στοάς.
Εκεί, τον γνώρισε. Τον Αρμένη από την Πόλη. Το μαγαζί του ήταν σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο καταστήματα μεγαθήρια, ένα μεγαλομπακάλικο και μια ιχθυαγορά, ίδια Δαρδανέλια. Δεν είχε τανκ ψυγείου στην πρόσοψη, κι όσα προϊόντα του θέλαν συντήρηση, χαβιάρια, μανούρι και κασέρι, τα τοποθετούσε σε μια μικρή, παλαιική παγονιέρα. Τα φουντούκια, τις πέτσες του καϊσιού, τα ξερά σύκα, τα καρύδια, τα έβαζε σ’ ένα ερμάρι με δικτυωτό σύρμα. Κι έκλεινε το μαγαζί μ’ ένα κιοπέγκι, για ν’ αερίζεται.
Έπεσαν πάνω του την τρίτη φορά. Καλοσυνάτος, τους πρόσφερε να δοκιμάσουν τσακιστές ελιές απ’ το αρχαίο πιθάρι. Κι αυτός έλειωσε ολόκληρος. Στη χειρονομία του Αρμένη, θυμήθηκε όλα τα μπακάλικα -ποια χαμένα, ποια χωνεμένα - τα ντόπια, τα γαλλέικά όπου, έτσι και δοκίμαζες να γευτείς κάτι, αστροπελέκι έπεφτε πάνω στο «αυθάδικο» χέρι σου, η δαμόκλεια σπάθη της πωλήτριας, μιας κατά τα άλλα άκακης ύπαρξης, που μ’ ένα εξογκωμένο, επί τούτου, δαχτυλίδι-σφράγισμα, για να σε πονέσει, σου έκοβε τη φόρα… Παράγγειλε αμέσως 250 δράμια «τσακιστές» και 150 «ελαίου». Απ’ αυτές δε δοκίμασε.
Η λιτότητα του «πάγκου», η φυσιογνωμία του Αρμένη, ασκητική, σουρωμένη, δίχως χαμόγελο, μόνο με ατέλειωτη λύπηση και συμπόνια, τον άγγιξαν. Ανάμεσα στο χοντρό, καλοσυνάτο μπακαλόγατο και στον ψαρά, ο Αρμένης φάνταζε σαν τον Εσταυρωμένο. Προπαντός ο δεύτερος ήταν περίεργος: με μπότες και πλαστική μουσαμαδιά, έμοιαζε -μούτσος από την αδούλωτη Βρετάνη- συνέχεια βρεμένος από τα κύματα μιας τρικυμίας που μόνο αυτός ένιωθε την αέναη παρουσία της. Τα ψάρια του όμως μοιάζαν άοσμα πάνω στο αβασάνιστο μάρμαρο. Και τα φύκια, πλαστικά. Μα η κόκκινη μούρη του, σαν ζαργανοκυνηγού, με τα αφύσικα πυρωμένα μάγουλα, ήταν συμπαθητική. Κι οι τσιπούρες, οι γλώσσες, τα σαυρίδια, οι ροζ και σταχτιές γαρίδες, δίναν το μέτρο της ποικιλίας του νερού που τα έθρεψε. Ενώ στο μπακάλικο του Αρμένη τα σαλάμια κρέμονταν σαν ερωτηματικά ή σαν κλομπ αστυνομικών ύστερα από διαδήλωση. Αυλαία από σαλάμια∙ κηροπήγια του χοιρινού. Μερικά διατηρούσαν την καταγωγή του γουρουνίσιου ποδιού τους. Αλλαντικά τύπου «πεταλούδας» - σουφρωμένα στις άκρες - , ζαμπόνια γουδοχέρια… «Δε βγαίνει δυστυχώς», του είπε ο Αρμένης, όταν αυτός τον ρώτησε πώς παν οι δουλειές. Και του εξήγησε πως οι πελάτες, θαμπωμένοι από την αφθονία της Αγοράς, προσπερνούσαν το μαγαζί του, που δεν είχε κανένα φανταχτερό έκθεμα, χωρίς καν να το κοιτάξουν. Ωστόσο, μέσα στα χρόνια, κατάφερε να δημιουργήσει μια μικρή μα αφοσιωμένη πελατεία που τον ακολουθούσε όπου και να πήγαινε. «Έρχονται ως εδώ, για να ψωνίσουν από μένα, πελάτες κι από άλλες γειτονιές», του είπε.
Λιγόλογος, σεμνός, είχε μάτια που φόρεσαν από νωρίς τους «φακούς επαφής» με τη δυστυχία, με τον ξολοθρεμό σε πρωτόγονα στρατόπεδα του τέλους. Μιλούσε τα ρωμαίικα με αρμένικη προφορά που φιλτραρίστηκε μεσ’ από τα γαλλικά του. Ανάδινε ολόκληρος την εποχή του πρώτου Καραγκιόζη, πριν γίνει «θέατρο σκιών», Καραγκιόζης ο αρχικός, ο βαρύς, ο επίσημος, ο Πέρσης, ο Ανατολίτης, ο Περσεπολίτης.
Λυπημένη φυσιογνωμία, ίδια με τη φωτογραφία του εθνικού συμβόλου, του Αζναβούρ, στον τοίχο, μεστή πόνου. Δε βιαζόταν να ζυγίσει, ν’ αλατίσει, να περιποιηθεί. Και δε μιλούσε όσο εξυπηρετούσε τον πελάτη. Ο ψαράς θα είχε ξελεπιάσει τουλάχιστο δυο λαυράκια και θα τα είχε ξεσπαραχνιάσει με την ειδική κοφτερή τανάλια, μέχρι να τυλίξει αυτός μια χούφτα ελιές.
Οι σχέσεις τους, για ένα διάστημα, αναπτύχθηκαν παρά φύση. Δε δικαιολογιόταν, για ένα κομμάτι κασέρι, να περνάει από τον πάγκο του καθημερινά και να καθυστερεί σε συζητήσεις για τους Αρμένηδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας που είχε γνωρίσει δυο δεκαετίες νωρίτερα, φανατισμένους, αντιδραστικούς, που ζούσαν με το όραμα μιας «ελεύθερης Αρμενίας». Η Αρμενία ηλεκτροφωτίστηκε από το Εριβάν μέχρι το τελευταίο χωριό του Αραράτ και είχε, σε σύγκριση με τ’ άλλα κράτη της Σοβιετικής Ένωσης, τη μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης.
Ο κωνσταντινουπολίτης Αρμένης ξεχώριζε απ’ όλους αυτούς με τον κοσμοπολιτισμό του, την άπλα της σκέψης του που δεν είχε τίποτε να κάνει με το μπακαλίστικο, εθνικιστικό, τοπικιστικό, μαράζωμα των μοροφιλόδοξων «αλεξιπτωτιστών του Εριβάν», όπως τους έλεγε. Η παραμονή του στο Παρίσι τον απολύμανε από παραπλανητικές σκέψεις επιστροφής. Στην πρωτεύουσα των εμιγκρέδων ζούσε κι ανάσαινε ελεύθερα, ήταν στον τόπο του ανάμεσα σε τόσους που ήταν δίχως τόπο. Και κρατούσε μια τυπική επαφή με την «παροικία»…
Μια μέρα, αυτός με τη γυναίκα του, φύγαν για τη Γερμανία. Ξενοίκιασαν την ποντικότρυπα του Παρισιού κι εγκαταστάθηκαν σ’ ένα άνετο διαμέρισμα στο Μπόχουμ. Είχε μια υποτροφία για ένα χρόνο στην ειδικότητά του, την τεχνητή γονιμοποίηση στις αγελάδες.
Όταν γύρισε έπειτα από καιρό, έτρεξε αμέσως στη Σκεπαστή Αγορά. Μπήκε από τη νότια πύλη∙ ανέβηκε το διάδρομο των κρεάτων∙ πήρε την αλέα των τυριών και τελικά έφτασε στη γωνία. Μα δεν τον βρήκε. Ο πάγκος του Αρμένη έμενε για την ώρα αδειανός. Ρώτησε το ψαρά, τον Βρετόνο, με τις μπότες και την πλαστική μουσαμαδιά, καθώς έβγαζε τα καπάκια από μια ντουζίνα στρείδια κι εκείνος του αποκρίθηκε πως δεν ξέρει. Ρώτησε τον μπακαλόγατο που έκοβε στο ηλεκτρικό μαχαίρι ζαμπόνια : «Δεν ήρθε», του αποκρίθηκε ξερά. «Από πότε;» ρώτησε. «Θα ’χει κάνα δυο μήνες». «Θέλετε να πείτε…» Φοβόταν να ρωτήσει τη μοιραία ερώτηση. «Δεν ξέρω, σας λέω. Δεν ξανάρθε». Δεν είχε καιρό για συζήτηση.
Σκέφτηκε πως επειδή πηγαίναν άσχημα οι δουλειές του, θα το ’κλεισε το μαγαζί. Ή μπορεί και να άλλαξε στέκι. Στο ταχυδρομείο, που πήγε έπειτα να δει αν είχε ξεστρατίσει κανένα γράμμα στην Poste Restante στην παλιά του συνοικία, έπεσε δίπλα σε έναν Ισπανό που κρατούσε στα χέρια του το ειδοποιητήριο για ένα δέμα ή «συστημένο», εξηγώντας στον υπάλληλο πως ήθελε να μιλήσει με το διευθυντή για το πώς θα το παραλάβει. Ήταν, πρόσθεσε χαμηλόφωνα ο Ισπανός, μια ειδική περίπτωση πολιτικού εξόριστου. Ο υπάλληλος τον οδήγησε στο διευθυντή, ενώ αυτός, με την άκρη του αφτιού του, τον άκουσε να του λέει πως χρειαζόταν ένα πιστοποιητικό του νεκροταφείου ότι πράγματι ο παραλήπτης πέθανε για να μπορέσει εκείνος να παραλάβει το δέμα ή το «συστημένο».
Κι αυτή η «σύμπτωση» τον μελαγχόλησε δυσάρεστα. Δέθηκαν τα δυο πράγματα στο νου του: η εξαφάνιση του Αρμένη και το άλλο, με τον Ισπανικό πολιτικό εξόριστο, κι ήταν πολύ βαρύς όλο τον καιρό που έμεινε στο Παρίσι. Βιαζόταν να γυρίσει πίσω στο Μπόχουμ, όπου δεν είχε αναμνήσεις, όπου δεν είχε δεσμούς με ανθρώπους, γι’ αυτό δεν είχε και χωρισμούς.
Βασιλικός Βασίλης, Poste Restante 1967-1974, Ελληνικά Γράμματα, 2007, σ. 100-109.