Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στον κήπο μας Επικρατούσε Πατριαρχία, έκαναν κουμάντο δηλαδή μόνο γάτες: η μάνα-γάτα Νίνια που ’χε δύο μεγάλα τιγρέ παιδιά, τον Πιτσικώλη και το Μουστάκια, και η μάνα-γάτα Γκριζαμπέλα, που δεν ξέρω γιατί τη λέγανε μάνα, αφού δεν είχε παιδιά.

Πότε πότε πέρναγε απ’ τον κήπο κι ο Επίκουρος με δύο φίλους του, τον Τεφαρέλ και τον μπουρμπουλήθρα.

Προτού καταλάβω πως και γιατί, χάσαμε τη μία μου αδελφούλα, τη Μίου. Είπαν πως ήταν ασθενική. Κι έπειτα, μια μέρα χάσαμε και το Μουστάκια. Αυτός δεν ήταν ασθενικός, ήταν αρσενικός και γι’ αυτό τον ξεπάστρεψε ο Τεφαρέλ. Τον βρήκε μόνο του κάτω απ’ τη λεμονιά και του την έφερε, έτρεξε η Νίνια και η Γκριζαμπέλα, φουρίζοντας και νυχιάζοντας τον Τεφαρέλ, αλλά αυτός την είχε ήδη κάνει τη δουλειά. Από τότε εμάς τα μικρά και τον Πιτσικώλη δε μας αφήνουν ποτέ μόνα μας.

Με λένε Μαξ. Γεννήθηκα στην Αθήνα, σ’ ένα μικρό κήπο, πίσω από μια πολυκατοικία. Είχα άλλα τρία αδέλφια, ένα μαύρο και δύο παρδαλά. Μαμά μου ήταν η Ασχημούλα. Λέγανε πως πατέρας μου ήταν ο Επίκουρος, αλλά μπορείς ποτέ να ’σαι σίγουρος; Εκείνος ήταν ασπρόμαυρος, ενώ εγώ κοκκινόξανθος.

Κάθε μέρα πριν νυχτώσει ερχόταν στον κήπο η Γεωργία. Η Γεωργία δεν ήταν γάτα, ήταν κοπέλα και είχε πολύ γλυκιά φωνή.

Έφερνε φαγητό σε όλους μας. «Γεια σας παιδιά, τί γίνεστε, πώς τα περάσατε σήμερα;» φώναζε κι άδειαζε στα πιατάκια μας κονσέρβες, τραγανιστές κροκέτες και ρύζι. Τ’ αδέλφια μου, το Νιαούρι κι η Πίου, ακόμα κι εγώ, τη φοβόμασταν τη Γεωργία και περιμέναμε να φύγει για να τρέξουμε στο φαγητό. Εκείνη μιλούσε γλυκά σ’ όλους μας, αλλά νομίζω πως πιο πολύ συμπαθούσε τη Νίνια.

«Καλό μου κορίτσι» της έλεγε «μην αρχίσεις πάλι τα ξεπορτίσμαα και τους έρωτες. Δε θέλουμε άλλα μωρά εδώ πέρα».

Η Νίνια έκανε πως την άκουγε, αλλά μόλις η Γεωργία έφευγε, άρχιζε να κυλιέται και «να κάνει σώμα» μπρος στον Επίκουρο και τους φίλους του.

Ο καιρός περνούσε κι εμείς μεγαλώναμε. Δε βυζαίναμε πια τόσο συχνά τη φουκαριάρα τη μάνα μας. Αρχίσαμε να τριγυρίζουμε στον κήπο, να μυρίζουμε τα φυτά, να κυνηγάμε μαμούνια, να τα πιάνουμε με τα πατούνια μας και να τα τρώμε.

Όταν δεν κοιμόμουνα ακουμπισμένος στην κοιλιά της μάνας μας, έπαιζα με τ’ αδέλφια μου ή καθόμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα πόδια μαζεμένα και την ουρά απλωμένη.

Ένα βράδυ ακούσαμε βροντές και είδαμε αστραπές. Σε λίγο άρχισε να βρέχει. Τρέξαμε όλοι κάτω από τον κισσό που ήταν πυκνός, αλλά παρ’ όλα αυτά γίναμε μούσκεμα. Η γούνα μου πότισε, άρχισα να κρυώνω και να φταρνίζομαι. Οι άλλοι τη γλίτωσαν, εγώ όμως κρυολόγησα. Το πρωί ήμουνα χάλια. Η Ασχημούλα με έγλειφε και με έπλενε, δε γινόταν όμως τίποτα. Δεν είχα όρεξη ούτε να παίξω, ούτε να φάω.

Όταν ήρθε η Γεωργία να μας ταΐσει, την πλησίασα για πρώτη φορά και την άφησα να με χαϊδέψει. Μου έβαλε φαγητό στο πιατάκι, αλλά εγώ ούτε που το μύρισα. «Τί έχεις δύστυχο;» μου είπε. «Είσαι άρρωστο;» και συνέχισε να με χαϊδεύει, ενώ εγώ νιαούριζα και τέντωνα τη ράχη μου. Τότε η Γεωργία έφυγε τρέχοντας απ’ τον κήπο, φωνάζοντας: «Περίμενε, θα γυρίσω».

Πράγματι, σε λίγο γύρισε και με πήρε στην αγκαλιά της. Μου έδωσε να μυρίσω κάτι που κρατούσε, λέγοντάς μου: «Φα’ το, θα σου κάνει καλό!» Εγώ δεν είχα όρεξη, αλλά επειδή ήταν τόσο καλή μαζί μου, το έφαγα. Ήταν λίγο πικρό, τί να ‘κανα όμως;

Την άλλη μέρα ήμουνα καλύτερα και πείναγα, δεν υπήρχε όμως φαγητό. Πήγα να βυζάξω την Ασχημούλα, αλλά δεν είχε όρεξη και με έστειλε να παίξω.

Το απόγευμα που ξανάρθε η Γεωργία, έτρεξα κοντά της κι εκείνη, αφού με χάιδεψε, μου έβαλε να φάω μόνο μου. Παρόλο που πείναγα πολύ, μασούλαγα αργά τις κροκέτες ψαριού, για να παρατείνω την απόλαυση.

Όταν τέλειωσα, η Γεωργία με πήρε στην αγκαλιά της λέγοντας: «Για να δούμε, είσαι αγόρι η κορίτσι; Α, ώστε είσαι αγοράκι. Θέλεις να ’ρθεις σπίτι μου, να κάνεις παρέα στο Μαγουλούδικο;»

Εγώ τότε άρχισα να ρουρονίζω και να τη ζυμώνω με τα πατούνια μου. Ε, αυτό ήταν. Με πήρε απ’ τον κήπο και με πήγε σπίτι της. τότε απέκτησα κι όνομα. Όλοι άρχισαν να με φωνάζουν Μαξ.

Αφού μου βούρτσισε τη γούνα και μου έδωσε να φάω μια νόστιμη κονσέρβα, η Γεωργία είπε πως είχε έρθει η ώρα να γνωρίσω το Μαγουλούδικο. Ξεκίνησε για το δωμάτιό της κι εγώ έτρεξα ξοπίσω της.

Ξαφνικά όμως σταμάτησα τρομαγμένος, γιατί είδα ένα κοκκινόξανθο γατάκι.

Πλησίασα να το μυρίσω. Το ίδιο έκανε κι εκείνο. Τον φούρισα. Μου φούρισε κι αυτό.

Τότε εμφανίστηκε η Γεωργία και μου είπε, γελώντας και χαϊδεύοντάς με: «Αυτός είναι καθρέφτης Μαξ. Βλέπεις τον εαυτό σου. Είδες πόσο όμορφος είσαι;» Πράγματι, ήμουν πεντάμορφος. Η γούνα μου ήταν φουντωτή, τα μάτια μου πράσινα, τα χέρια και τα πόδια μου ολόλευκα.

Έπειτα η Γεωργία άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και είδα μια τεράστια, παρδαλή γάτα. Καθόταν ακίνητη σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι και με κάρφωνε με τα μεγάλα, χρυσά μάτια της. Εγώ φοβήθηκα και πήγα να φύγω αλλά με πρόλαβε η Γεωργία.

Με πήρε αγκαλιά και πλησιάσαμε τη γάτα. «Αυτή είναι η Τζουντίτα Μαγουλούδικου» μου είπε.

«Τζουντίτα, από δω ο Μαξ», πρόσθεσε και με ακούμπησε στο κρεβάτι.

Η Τζουντίτα σηκώθηκε, τεντώθηκε, νιαούρισε μελωδικά και πλησίασε να με μυρίσει. Με μύρισε κάτω απ’ την ουρά, με μύρισε στ’ αυτά και μετά με φίλησε στη μύτη. «Νιάου, Μαξ» μου είπε. Σίγουρα θα τα πάμε καλά.

Εγώ είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Ήθελα να τη μυρίσω και να τη φιλήσω, αλλά ντρεπόμουνα. Δίπλα στην Τζουντίτα ήμουνα μια σταλιά.

«Νιάουουουου» ξεστόμισα τελικά, και το Μαγουλούδικο έκλεισε τ’ αυτά του με τα μπροστινά του πατουνάκια.

«Καημένε Μαξ!» είπε.

«Νιαουρίζεις φρικτά». Εγώ ντράπηκα ακόμα περισσότερο, πήδηξα απ’ το κρεβάτι και χώθηκα ανάμεσα στα πόδια της Γεωργίας. Η Τζουντίτα έτρεξε αμέσως δίπλα μου κι άρχισε να με γλείφει, μιλώντας μου γλυκά. Από εκείνη τη στιγμή γίναμε αχώριστοι.

Τα πρωινά, όταν είχε ήλιο, τα περνούσαμε στο μπαλκόνι ξαπλωμένοι ανάσκελα, με τις ζεστές ακτίνες πάνω στην κοιλιά μας. Όταν έκανε κρύο καθόμασταν στο περβάζι του παραθύρου και μιλούσαμε ή λαγοκοιμόμασταν.

Εγώ μάθαινα στην Τζουντίτα πως να κυνηγάει μαμούνια κι αυτή μου ‘δειχνε πως να σκαρφαλώνω στο φίκο και στα άλλα φυτά του μπαλκονιού. Υποψιάζομαι ότι η Γεωργία γινόταν έξαλλη με τα καμώματά μας γιατί μας μάλωνε, αλλά ύστερα από λίγο τα ξέχναγε, κι όλα ξαναγίνονταν μέλι-γάλα.

Τα βράδια κοιμόμασταν και οι τρεις στο μεγάλο κρεβάτι της Γεωργίας. Πλέναμε τα πατούνια μας, κουρνιάζαμε σαν κλωσσόπουλα, κλείναμε τα μάτια μας κι αρχίζαμε να γουργουρίζουμε. Δεν έχω ακούσει γάτα να γουργουρίζει τόσο δυνατά όσο το Μαγουλούδικο.

Οι γάτες του κήπου γουργούριζαν, αλλά δεν τις άκουγες. Έπρεπε να ακουμπάς στην κοιλιά τους για να το αισθανθείς.

Μια μέρα καθώς λιαζόμασταν στο μπαλκόνι, ακούσαμε ένα δυνατό νιαούρισμα απ’ το διπλανό διαμέρισμα. Έτρεξα αμέσως κοντά στα κάγκελα και είδα μια μεγαλόσωμη, μαλλιαρή, γκρίζα γάτα, με στρογγυλά κίτρινα μάτια.

«Νιάου, είμαι ο Μαξ» τη χαιρέτησα. Αυτή τότε γύρισε, με κοίταξε με κακία και έκανε χου…ου…ου. Γύρισα πικραμένος κοντά στην Τζουντίτα κι αυτή μου είπε: «Μη σπαταλάς το χρόνο σου με το φουφούνι. Αυτή η γάτα είναι κακού χαρακτήρος. Κάθεται στο μπαλκόνι και περιμένει να δει κανένα ζώο για να τον φουρίσει ή να κιαλάρει κανένα πουλί για να το κυνηγήσει».

Πότε πότε νοσταλγούσα την Ασχημούλα, τα αδελφάκια μου την Πίου και το Νιαούρι, και τα άλλα γατιά του κήπου. Ανησυχούσα μήπως κρύωναν ή δεν είχαν χορτάσει, σκεφτόμουνα πόσο τυχερός ήμουν εγώ κι αναρωτιόμουνα αν όλα ήταν ένα όνειρο που σύντομα θα τέλειωνε. Τότε μελαγχολούσα. Η Γεωργία όμως με καθησύχαζε και η Τζουντίτα με έγλειφε και με ηρεμούσε.

Και μια μέρα μου διηγήθηκε την ιστορία του πρίγκιπα Άριελ, ενός άσπρου γάτου που τώρα πια ήταν φαντασματάκι.

«Ο Άριελ ήταν ο πρώτος γάτος της Γεωργίας. Ήταν όμορφος, έξυπνος, ανεξάρτητος και αγαπητός. Όταν ήταν μικρός, η Γεωργία τον κρατούσε συνέχεια αγκαλιά, για να μη λερώνονται τα ροζ πατούνια του. Ήταν τόσο δεμένοι μεταξύ τους, που, όταν η Γεωργία έβγαινε για δουλειές, αυτός την περίμενε πίσω από την πόρτα κι αρνιόταν να φάει οτιδήποτε μέχρι να τη δει. Τα βράδια ξάπλωνε πάνω στην κοιλιά της, ακουμπούσε τα μπροστινά του πόδια στο στήθος της, την κοίταζε με τα υπέροχα πράσινα μάτια του και τη ζύμωνε μέχρι να κοιμηθεί.

Η αγάπη τους ήταν μεγάλη. Η Γεωργία πάντα ρωτούσε τη γνώμη του πριν πάρει κάποια σπουδαία απόφαση και δεν έφευγε από κοντά του όταν ήταν αδιάθετος. Όταν η Γεωργία με υιοθέτησε και με έφερε στο σπίτι, φοβήθηκα ότι δε θα τα κατάφερνα να γίνω ισότιμο μέλος της οικογένειας.

Είχα όμως άδικο.

Ο Άριελ στην αρχή ήταν δύσπιστος απέναντί μου, αλλά σύντομα με αποδέχτηκε και γρήγορα γίναμε φίλοι, όταν σιγουρεύτηκε ότι ήμουν ένα γατάκι γλυκό και καλό. Με τον καιρό, μάλιστα, αποκτήσαμε τέτοια οικειότητα, που με άφηνε να τον μασάω την ουρά να του δαγκώνω τα αυτιά, να του δίνω πατουσιές στο πρόσωπο. Μου έλεγε τότε:

 

Γατάκι μου μικρό

Να ’ξερες πόσο σ’ αγαπώ!

 

Κι εγώ απαντούσα:

Άριελ, πρίγκιπά μου

Μη φύγεις ποτέ από κοντά μου!

«Αλλά, δυστυχώς ο Άριελ αρρώστησε, αδυνάτισε, έχασε το κέφι του και κάποια μέρα έφυγε από κοντά μας. Η λύπη της Γεωργίας ήταν αβάσταχτη. Και η δική μου δεν πήγαινε πίσω. Έτσι χάρηκα αφάνταστα, Μαξ, όταν ήρθες στο σπίτι. Το ξέρω κι εγώ, όπως και η Γεωργία, ότι εσύ δεν είσαι ο Άριελ, αλλά σ’ αγαπάμε και οι δύο γι’ αυτό που είσαι».

Αυτή ήταν η ιστορία που μου διηγήθηκε το Μαγουλούδικο.

Το ίδιο βράδυ, καθώς ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι έπλενα τα πατούνια μου, κατάλαβα πόσο ευτυχισμένος ήμουν.

Η Τζουντίτα κοιμόταν λίγο πιο πέρα, ενώ η Γεωργία διάβαζε ένα βιβλίο, ακουμπισμένη στα μαξιλάρια. Σηκώθηκα, τεντώθηκα και κάθισα στην κοιλιά της, βάζοντας τα μπροστινά μου ποδαράκια στο στήθος της.

Όταν εκείνη σήκωσε το βλέμμα της από το βιβλίο, με κοίταξε και μου χαμογέλασε, είπα στον εαυτό μου: «Μαξ, βρήκες το νόημα της ζωής».

Αργυρώ Πιπίνη – Μαρία Μπαχά (εικονογράφηση), Μαξ ο Τυχερόγατος, Αθήνα, Μεταίχμιο