Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η πορεία προς το Κάστρο

Ο ναύτης

(απόσπασμα)


Λίγο προτού απολυθώ, πληροφορήθηκα, από ένα επείγον και απόρρητο έγγραφο που ο ίδιος κουβαλούσα στον κυβερνήτη, ότι θα βγαίναμε για περιπολία στο Αιγαίο αντικαθιστώντας ένα άλλο «θηρίο» για λόγους αδιευκρίνιστους. Κόντευε να βγει ο Ιανουάριος και δεν ήταν καθόλου κατάλληλη εποχή για τέτοια ταξίδια. Θρήνος και κατάρες ακούστηκαν στα υποφράγματα. Άρχισαν όλοι να βάζουν τα μεγάλα μέσα για να πάρουν έγκαιρα μια μετάθεση ή απόσπαση ώστε να αποφύγουν το φουρτουνιασμένο εικοσαήμερο στη θάλασσα.

Χαμογελούσα με μια απάθεια που συνέβαλε στον εκνευρισμό των άλλων. Όταν πιάσεις τους είκοσι οκτώ μήνες στο σκαρί και σου λένε ότι ξαναβγαίνεις «ξιφία», μόνο αδιάφορο μπορεί να σ’ αφήσει ένα τέτοιο μαντάτο.

Καθισμένος μέσα στο γραφείο διάβαζα, κατά αποκλειστικότητα και πάλι, το πρόγραμμα της τελευταίας αυτής περιπολίας. Θα ακολουθούσαμε ακριβώς την ίδια διαδρομή που κάναμε και στις προηγούμενες περιπολίες. Κατά μήκος των νησιών της μικρασιατικής ακτής. Ένα άλλο τηλεγράφημα, που προστέθηκε αργότερα, μιλούσε για μια άσκηση των γειτόνων την ίδια περίοδο, πράγμα που σήμαινε επιπρόσθετες επιτηρήσεις.

Τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά, όχι γιατί κινδυνεύαμε να εμπλακούμε σε κάποια αναμέτρηση – τέτοιου είδους φοβίες μου είχαν φύγει από τις πρώτες μέρες, όταν αντιλήφθηκα τα πολιτικά παιγνίδια που γίνονται πάνω στους χάρτες –, αλλά γιατί κάποιοι άπειροι καινούργιοι αξιωματικοί θα έβαζαν σε εφαρμογή τις γνώσεις τους περί ετοιμότητας και ελιγμών. Δηλαδή, ξενύχτια, πάνω στα ραντάρ και στα κανόνια. Οι τελευταίες βολές που ρίξαμε με στόχο μια βραχονησίδα πήγαν χαμένες. Ένας ολόρθος βράχος και δεν αξιώθηκε το πλήγμα μιας εύστοχης βολής. Φήμες λέγανε ότι και οι γείτονες, που αποκαλούνται εχθροί μας, είχανε παρόμοια ετοιμότητα και ευελιξία σε κρίσιμες στιγμές, οπότε μια ναυμαχία μεταξύ μας θα ήταν ό,τι πιο διασκεδαστικό θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

Αποχαιρέτησα τη μικρή μου οικογένεια στην Αθήνα, τη «γυναίκα», και το συγκάτοικο. Τους καθησύχασα ότι θα τα λέγαμε σε είκοσι μέρες, όταν θα έπαιρνα στο χέρι το απολυτήριο και θα τους αποχαιρετούσα οριστικά. Ο Δημήτρης έδειχνε στενοχωρημένος. Φοβόταν πολύ τη θάλασσα, σπανίως ταξίδευε με καράβι. Ζαλιζόταν και μόνο στη σκέψη του νερού που αναταράζεται. Αυτό το τελευταίο δε μου άρεσε καθόλου. Ολόκληρος άνδρας να υποφέρει μπροστά στο νερό… Ποιος ξέρει τι νεύρωση και ανασφάλεια έκρυβε μια τέτοια απλή φοβία.

Φεύγοντας, η γυναίκα του πάνω πατώματος μου είπε να μην παραλείψω να επισκεφτώ το κάστρο της Μυτιλήνης μόλις θα πιάναμε το νησί. Μου έκανε εντύπωση η οδηγία της, μιας και δεν είχε σχέση με τουριστικές υποδείξεις. «Μην το ξεχάσεις», φώναξε.

Άρχισαν οι τρικυμίες και οι αγρύπνιες. Έβλεπα νέους να ξερνάνε στον πρώτο τους μήνα και σκεφτόμουν τι τους περίμενε ακόμη. Στο μεταξύ πληροφορήθηκα ότι το καράβι δε θα ξαναέβγαινε στο εξωτερικό γιατί προστέθηκε ως εκπαιδευτικό ένα καινούργιο καράβι που είχε το όνομα ενός των Ολύμπιων θεών. Θεώρησα τον εαυτό μου τυχερό που είχε βρεθεί στα λιμάνια της αλλοδαπής, έστω και από τύχη.

Προσπαθούσα να κρατήσω τα βλέφαρά μου ανοιχτά, από τη νύστα, ενώ αναχωρούσαμε από την Κω με κατεύθυνση βόρεια. Δεν έβγαινα ούτε καν στην προετοιμασία απόπλου. Από δίπλα μας, είχε βγει και πάλι το επιστημονικό καράβι των γειτόνων, για έρευνες στη λίγη θάλασσα που τους έπεφτε. Γελούσα και μ’ αυτωνών τη φιλοδοξία να καταχραστούν μια θάλασσα που άργησαν να τη συναντήσουν.

Παρ’ όλ’ αυτά, όταν βρεθήκαμε σε παράλληλη πορεία, για άλλη μια φορά, δεν παρέλειψα να χαιρετήσω τον αντίπαλο ναύτη που θα έφτυνε και αυτός καταχείμωνα, που τον κουβάλησαν από τα βάθη της Ασίας, να διαφυλάξει και να προεκτείνει τα νερά της πατρίδας του.

Στη Σάμο ούτε που κατεβήκαμε στο λιμάνι. Εξακολουθούσα να έχω τα κέφια μου, ακόμη και όταν το κρύο γινόταν παγωμένη βροχή. Στα άδεια λιμάνια των νησιών αναθαρρούσα, μόλις πάταγα το πόδι μου σε στέρεο έδαφος. Ήξερα ότι σε δυο μήνες θα άστραφτε ο ήλιος και θα γέμιζε το νησί από φωνές και κόσμο. Το καλοκαίρι σκόρπιζε κάθε χειμερινή ανάμνηση και θα ’λεγε κανείς ότι τα νησιά ήταν γεννημένα μόνο για το θέρος.

Ύστερα ήρθε η σειρά της Λέσβου. Στη Μυτιλήνη δέσαμε κανονικά στο βραχίονα. Τα μποφόρ είχαν κάπως καταλαγιάσει. Βρέθηκα και πάλι στο αγαπημένο μου νησί. Με τα βουνά τυλιγμένα στα άσπρα σύννεφα και το πράσινο έτοιμο να ξεσπάσει όπου φανερωνόταν.

Παράτησα τις δουλειές του γραφείου και βγήκα εξόδου χωρίς να ενημερώσω κανέναν. Πήρα και πάλι το λεωφορείο και πήγα στο μουσείο του Θεόφιλου. Χάζευα ολομόναχος, ενώ τα πόδια μου έτριζαν στις ξύλινες σάλες. Ο φύλακας με είχε ακολουθήσει. «Ποιος θα πατήσει εδώ χειμωνιάτικα», μουρμούρισε.

Έκανε κρύο στο κτίριο, αλλά δεν ήταν και από λαμαρίνα όπως το πλωτό μου διαμέρισμα. Καρφώθηκα πάνω στις ζωγραφιές, όπως τότε που με τραβούσε η μάνα μου από το χέρι στην αποθήκη της Ελευθερούπολης. Κατεβαίναμε για ψώνια σε ένα τεράστιο μαγαζί που είχε τα πάντα. Χωνόμουν σε μια στενόμακρη αποθήκη όπου πουλούσαν φωτιστικά και πίνακες ζωγραφικής. Τους ήθελα όλους στο σπίτι μας. Ευτυχώς που περίσσεψαν μερικοί κακόγουστοι από το γάμο της Έλλης και χρόνια αργότερα τους πέταξα από τους τοίχους, παρ’ όλο που κάποτε τους είχα θαυμάσει. Ο φύλακας μουρμούριζε. Έφυγα. Ελπίζω να κατάλαβε ότι τον είδα που κουνούσε απογοητευμένος το κεφάλι του.

Στη Μυτιλήνη θα μέναμε μια νύχτα ολόκληρη και την επομένη θα φεύγαμε για Σαλαμίνα. Τέσσερις μέρες αργότερα θα απολυόμουν. Θα τελείωναν όλα.

Αργά το απόγευμα, πήγα σε ένα περίπτερο, και ρώτησα τον άνδρα μέσα πώς θα μπορούσα να φθάσω στο κάστρο. Μου έδειξε την κατεύθυνση. Θεώρησε πολύ φυσιολογική την ερώτησή μου.

«Συγγνώμη», του είπα. «Μου έχουν πει ότι πρέπει να ανέβω ως εκεί. Έχει κάτι που να αξίζει;»

Χαμογέλασε. Δεν ξέρω αν ήταν για την ερώτηση ή για την περισσή μου ευγένεια που σε κάτι τέτοια μέρη ακουγόταν ως ειρωνεία. Πάντως μου απάντησε.

«Έχει τα σπίτια. Μια μικρή. Μετράει πολύ.»

Απομακρύνθηκα παγωμένος. Σαν να είχα κάνει μια παρατυπία. Γι’ αυτό, αναλογιζόμουν, μου είχε πει η «άλλη γυναίκα» να πάω εκεί πάνω. Βλέπεις αυτές γνωρίζονται μεταξύ τους. Έχουν τις δικές τους επικοινωνίες.

Προς στιγμήν κλονίστηκα και αποφάσισα να μην ανεβώ. Αρκετές γοργόνες είχα φάει στη μούρη. Μόνο σε κάστρα δεν τις είχα πετύχει. Ύστερα, η περιέργεια και εκείνη η ανησυχία που με έπιανε στο άκουσμα της ύπαρξης μιας τέτοιας «κοπέλας», με οδήγησαν στη μικρή ανηφόρα που έβγαζε στο κάστρο.

Δεν ήμουν και ο μόνος που ανηφόριζε. Οι γνωστές στολές διαγράφονταν καθαρά πάνω στο γκρι της ατμόσφαιρας. Οι πέτρες του κάστρου βρεγμένες, καλυμμένες από καφέ λειχήνες. Μπήκα σε ένα μεγάλο περίβολο όπου υπήρχαν τρία τέσσερα χαμηλά σπίτια. Από τις καμινάδες τους έβγαινε καπνός. Είχα καιρό να δω σπίτι με καπνό.

Κάποιος έφευγε και τον ρώτησα πού βρισκόταν η μικρή. Μου έδειξε το σπίτι απέναντί μας. Κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Τα πόδια μου κόπηκαν και πήραν να βουλιάζουν στη λάσπη. Τρία σκαλοπάτια απόμεναν.

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Ο ναύτης, Αθήνα, Κέδρος, 81996, (1993), σσ. 262-266.