Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ άφιξη του Μανόλη στη Μυτιλήνη
Οι αλήθειες των άλλων
(απόσπασμα)
«Γδάρατε το χέρι σας, έχει ματώσει», σχολίασε εκείνη μάλλον αδιάφορα, σαν να ’θελε απλώς να πει κάτι.
Ο Μανόλης το κοίταξε επιπόλαια, δείχνοντας ότι δεν είχε τόση σημασία και ρώτησε:
«Μήπως ξέρετε κατά πού πέφτει αυτή η διεύθυνση;»
Εκείνη έριξε μια ματιά και κούνησε το κεφάλι της:
«Προς τα εκεί πάω… ελάτε».
Έπιασαν να περπατούν στον μέσα δρόμο που έτρεχε παράλληλα προς την προκυμαία.
«Αυτός είναι ο κεντρικός δρόμος της αγοράς. Ξεκινά από τον Κήπο και φθάνει μέχρι την Απάνω Σκάλα, τρέχοντας εδώ στις χριστιανικές γειτονιές κι από το ύψωμα και πέρα στις μέχρι χθες τούρκικες. Βγάζει πάλι στη θάλασσα, στους ταρσανάδες».
Ο Μανόλης ακολουθούσε δίχως να ρωτά ή να σχολιάζει.
«Από πού είσθε;» ρώτησε η άγνωστη κάπως χαμηλόφωνα, σαν να ’ταν κάτι εμπιστευτικό ή κάτι που ίσως θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
«Από το Αϊβαλί… τις Κυδωνιές», διόρθωσε αμέσως ο Μανόλης.
«Από τις Κυδωνιές; Κι εμείς είμαστε από τις Κυδωνιές», του αποκρίθηκε αλλάζοντας ανεπαίσθητα τον τόνο της φωνής της και κοντοστάθηκε να τον κοιτάξει.
«Και πότε ήρθατε;»
«Ψες…»
«Χθες;» επανέλαβε έκπληκτη, όμως το πρόσωπό της είχε απότομα σοβαρέψει. Έστρεψε σκεφτική τα μάτια της στο βάθος του δρόμου.
Ο Μανόλης θέλησε να ανταποδώσει το ενδιαφέρον.
«Εσείς;»
«Εγώ ήρθα πολύ πιο πριν… για να τελειώσω το Γαλλικό σχολείο…»
Η απάντησή της ήχησε σαν να σήμαινε τόσα πολλά για έναν άλλο κόσμο. Στα αυτιά του Μανόλη και κάτι παραπάνω: ότι δεν έχουμε την ίδια τύχη, ότι τίποτα κοινό δεν μπορεί να έχει η ζωή μας. Δεν είπε τίποτα, την προσπέρασε κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι και συνέχισε στην κατεύθυνση που περπατούσαν. Δεν ξαναμίλησαν, έως ότου έφθασαν δυο βήματα έξω από τον ναό του Αγίου Αθανασίου.
«Αυτή είναι η μητρόπολή μας».
Ο Μανόλης κοντοστάθηκε. Κοίταξε την εκκλησία, το επιβλητικό καμπαναριό της, κάποιους πιστούς που προσέρχονταν αργά, βαρύθυμοι και χάνονταν πίσω από την κεντρική πόρτα. Ένιωσε την ανάγκη να προσκυνήσει.
«Ν’ ανάψω ένα κερί;»
«Ν’ ανάψετε» του απάντησε εκείνη.
Δίχως άλλη κουβέντα κάθισε στα σκαλοπάτια του αυλόγυρου κι άρχισε να ψάχνει στη μαύρη τσάντα που κρατούσε.
Ο Μανόλης την κοίταζε παραξενεμένος για την απροθυμία της να τον ακολουθήσει. Κι εκείνη σαν να διάβασε τη ματιά του συνέχισε ξερά, σχεδόν απότομα:
«Έχω ανάψει τόσα και τόσα. Τι νόημα έχει πια, δεν ξέρω».
Άναυδος την είδε να βγάζει μια ασημένια ταμπακιέρα και να χτυπά πάνω της νευρικά ένα τσιγάρο.
Η μητρόπολη ήταν γεμάτη κόσμο, αν και δεν είχε λειτουργία. Όρθιοι, γονυπετείς, κουλουριασμένοι, ικέτευαν μουρμουριστά ή μεγαλόφωνα, προσεύχονταν και προσκυνούσαν. Μια μαυροφορεμένη ολοφυρόταν στην ποδιά κάτω από τον Άγιο Αθανάσιο. Μια άλλη ανέμιζε τη μαύρη της μαντίλα και παραμιλούσε. Ένας γέροντας παρακινούσε έναν συνομήλικό του να σταθεί στα πόδια του κι εκείνος κατάχαμα πεσμένος αμυνόταν με τη μαγκούρα του φωνάζοντας «άφησέ με, άφησέ με». Λιβάνι και βαριά ανθρώπινη μυρουδιά από σώματα καταπονημένα έπνιγαν όποιον προσπαθούσε ν’ ανασάνει. Καλόγριες και νεωκόροι έτρεχαν σχεδόν αλαφιασμένοι σαν να τους κυνηγούσαν, δίνοντας εδώ κι εκεί συμβουλές και οδηγίες. Κάποια παιδιά δεν είχαν συναίσθηση πού βρισκόντουσαν, φώναζαν κι αδημονούσαν. Στο παγκάρι τα κεριά είχαν σωθεί, δυο νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού μοίραζαν μικρά πακέτα. Όλα έδειχναν περισσότερο έναν χώρο ταραχής παρά κατάνυξης. Μπορεί και δυστυχίας.
Με το καλάθι και τον χαρτοφύλακα αγκαλιά ο Μανόλης στάθηκε ακίνητος μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Ψέλλισε δυο λόγια κι έστειλε τον Ισμαήλ στην αγκαλιά της. Ένιωσε να αδειάζει πίκρες, να γαληνεύει ο νους του.
Βγήκε αλαφρωμένος από την εκκλησία και πήρε μια βαθιά ανάσα. Αισθάνθηκε και πάλι το αλάτι να τρώει το κορμί του. Καθώς ξυνόταν σπασμωδικά εδώ κι εκεί καρφώθηκε να κοιτάζει την άγνωστη από απόσταση, δίχως να τον αντιληφθεί εκείνη. Γερή κορμοστασιά, ακόμη κι έτσι όπως καθόταν αραχτή με τους αγκώνες να τη στηρίζουν ακουμπισμένοι στο πίσω σκαλοπάτι. Σφιχτοτυλιγμένη σε ένα φόρεμα ευρωπαϊκό, κουμπωμένη από τον λαιμό μέχρι τους καρπούς έως μια πιθαμή πάνω από τους αστραγάλους. Μία κυματιστή μαύρη μπέρτα, σαν σάβανο απλωμένο στα μαρμαρένια σκαλοπάτια. Καστανή, ίσως σκούρα κοκκινομάλλα με τα μαλλιά πιασμένα πίσω της αυστηρά σε κότσο. Το πρόσωπό της δεν μπορούσε να το δει, μα ούτε μπορούσε πάλι να το φέρει στο μυαλό του, να θυμηθεί ακριβώς πώς ήταν. Μεγάλα μάτια; Μεγάλο στόμα; Πιο σίγουρος ήταν για την εντύπωσή του ότι τον περνούσε κάποια χρόνια.
«Πάμε;» μίλησε πρώτη, όταν τον αντιλήφθηκε να τη χαζεύει.
«Πάμε».
Προχώρησαν μέχρι το επόμενο σταυροδρόμι.
«Από εδώ θα προχωρήσετε ευθεία μέχρι να συναντήσετε το Γενί Τζαμί. Εκεί θα ρωτήσετε και σίγουρα θα σας πούνε. Εγώ μένω εδώ πιο πάνω, πίσω από τον Άγιο Συμεών. Αν κάτι ποτέ θελήσετε, μπορείτε να με βρείτε… το όνομά μου είναι Ρούσα… με ξέρουνε κι οι πέτρες». Γλύκανε κάπως η φωνή της, έτσι τουλάχιστον ένιωσε ο Μανόλης, και συμπλήρωσε αντί για ένα τυπικό αντίο: «Και να περιποιηθείτε το χέρι σας».
Γύρισε την πλάτη της κι άρχισε να απομακρύνεται στητή, δίχως κουνήματα ή τερτίπια, αγέρωχη θα έλεγε κανείς, αν δεν νοιαζόταν να κρύψει τον θαυμασμό του.
Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του και φώναξε δυνατά για να τον ακούσει:
«Σας ευχαριστώ πολύ».
Συνέχισε τον δρόμο του, διαπιστώνοντας όσο προχωρούσε ότι ο κόσμος γύρω του άλλαζε συνεχώς φυσιογνωμία. Άνθρωποι ταλαίπωροι, άνδρες σκυφτοί, γυναίκες μαυροντυμένες μυρμήγκιαζαν, ξεχείλιζαν από σκοτεινά σοκάκια, στενές αυλές, πόρτες και παραθύρια. Νοικοκυρές και πλανόδιοι μικροπωλητές συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτοφωνάξει. Μια ραπτομηχανή στημένη παρά τον άσχημο καιρό μπροστά σ’ ένα σκαμνάκι βουρ-βουρ δεν υστερούσε. Πιτσιρικάδες ξεπόρτιζαν κι έτρεχαν σαν τρελοί πάνω κάτω. Οι όψεις των σπιτιών όλο και στένευαν, τα σπίτια κολλητά όλο και πύκνωναν, τα σαχνισιά έγερναν να πάει να πνίξει το ένα το άλλο. Πλήθαιναν και τα κουρέλια που ανέμιζαν σαν σημαίες ή έντυναν πολλούς που ντρέπονταν να τα φοράνε.
Έφτασε στο Γενί Τζαμί και τα βήματά του τον έφεραν από περιέργεια μέχρι την ορθάνοιχτη είσοδο του κτίσματος. Αντίκρισε ένα θέαμα πρωτόγνωρο για τέμενος, απ’ όσα είχε άλλοτε γνωρίσει. Ένας εφιαλτικός καταυλισμός δυστυχισμένων, ο ένας πάνω στον άλλο στοιβαγμένοι, μωρά να κλαίνε, μεγάλοι να μονολογούν ψάχνοντας τον τρόπο τους να βολευτούν και να χωρέσουν. Μες στη βαβούρα και στο λίγο φως πλάγιες ματιές και πρόσωπα βλοσυρά να διώχνουν κάθε τόσο τους άγνωστους ή ανεπιθύμητους επισκέπτες. Γύρισε στον αυλόγυρο. Πήχτρα κι εκεί οι άμοιροι κι οι παραζαλισμένοι. Παράγκες στριμωγμένες, με λαμαρίνες, πισσόχαρτα, σανίδες καρφωμένες, ένα τσαντίρι εδώ, ένα στρατιωτικό αντίσκηνο εκεί, δυο πάγκοι δουλειάς πιο πέρα. Άλλοι να προσπαθούν ν’ ανάψουν ένα μαγκάλι, κι άλλοι μπροστά στις μαρμαρένιες κρήνες να διαγκωνίζονται ποιος θα γεμίσει τον ντενεκέ του. Ένα μεσήλικας να κάνει την ανάγκη του πίσω από ένα κυπαρίσσι αδιαφορώντας αν τον βλέπουν. Άλλος έχοντας πάρει με το δεξί αγκαλιά την κολόνα της κεντρικής αψίδας παραληρούσε κι έβριζε τον Βενιζέλο, τον Χριστό, τον Σπηλιωτόπουλο και τα πεθαμένα του· όλους μαζί σ’ ένα καζάνι. Κανένας δεν τον άκουγε, μπορεί και να τον είχαν συνηθίσει, σκυμμένοι στις έγνοιες τους βουρλίζονταν με τις δουλειές τους. Χαμένοι σε εκείνο το μικρό παζάρι της συμφοράς προσπαθούσαν το τίποτα να ξεπουλήσουν κι οι άλλοι δίσταζαν ή βαρυγκωμούσαν που δεν μπορούσαν να το αποκτήσουν. Και κάθε τόσο οι μικροεγωισμοί κι οι διαπληκτισμοί ν’ αναμετρούνται με την κατανόηση, τη συμπαράσταση και τη συμπόνια.
«Πού να βλέπατε τις πρώτες μέρες! Όσοι γλίτωσαν από τους Τούρκους κόντεψαν να σκοτωθούνε μεταξύ τους».
Ο Μανόλης στράφηκε και είδε πίσω του κάποιον που ξεχώριζε με τη ρεπούμπλικα, τη σφιχτοδεμένη ομπρέλα και το παρουσιαστικό του από τον υπόλοιπο κόσμο. Σαν να μην είχε απευθυνθεί σ’ αυτόν, συνέχιζε ο άγνωστος με ύφος στενάχωρο να κοιτά το ίδιο θέαμα που είχε συνεπάρει και τον ίδιο.
Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του σαν να του αποκρινόταν «το φαντάζομαι» ή κάτι τέτοιο:
[…]
Στις μέρες που ακολούθησαν ο Μανόλης αφοσιώθηκε να τρέχει στο δημαρχείο, στη στρατολογία, στην Παλλεσβιακή επιτροπή που είχε συσταθεί εκ των ενόντων και παρείχε κάθε λογής βοήθεια στους πρόσφυγες. Να δίνει το παρόν του, να φτιάχνει τα υπόλοιπα χαρτιά του ως Έλληνας πολίτης. Καθησύχαζε κάθε τόσο τον νονό του ότι τα μπαούλα δεν κινδύνευαν, μπορούσαν και για λίγες μέρες ακόμη να περιμένουν.
Πλησίασε συγχρόνως και τους συγκάτοικούς τους. Τον μαστρο-Πέτρο, τον άνδρα της Μελπομένης και τα κουτσούβελά τους, ξεριζωμένους από το Σεβδίκιοϊ, τη Μαρία χήρα του Γεράν κυνηγημένους δέκα χρόνια πριν, που είχαν σμίξει τις τύχες τους στη Μυτιλήνη. Αλλά και τον κύριο Παρασκευά γνώρισε κάπως καλύτερα –δεν ήταν έτσι τέρας όπως τον περιέγραφε η θεία του– αλλά και τη θυγατέρα του Μαρία. Έμαθε για τον άνδρα της Ηλία, που δούλευε ολημερίς στα σαπουντζίδικα της Γέρας και εκτός από τις Κυριακές δεν τον έβλεπαν ούτε τα παιδιά του. Άκουσε τέλος για τους ελαιώνες που είχε νοικιάσει για εκμετάλλευση εδώ κι εκεί ο σπιτονοικοκύρης τους.
Περπάτησε την Απάνω Σκάλα, τη νέα γειτονιά του. Έμαθε τα κατατόπια της, την πλατεία και τους ταρσανάδες, τις εκκλησίες και τα εγκαταλειμμένα τζαμιά, τα λουτρά του γιαλού, τα φτωχικά εργαστήρια των μεροκαματιάρηδων. Επισκέφτηκε ένα δυο από τους αναρίθμητους καφενέδες που είχαν φυτρώσει σε κάθε βήμα. Αντάμωσε και πάλι τη φτώχεια, τη συμφορά της και οι πρώτες εικόνες από το Γενί Τζαμί να επαναλαμβάνονται, να απλώνονται από το Κάστρο μέχρι τον γιαλό και παραπέρα. Μέσα σ’ εκείνη τη θλίψη και την κακομοιριά γνώρισε, σαν όνειρο, σαν παραμύθι που αναδυόταν από έναν άλλον κόσμο απείραχτο, τη βόλτα στην παραλία. Ανθρώπους με αρχοντιά, χαμόγελα και τρόπους, ακκισμούς και φιλαρέσκειες, ν’ αναρωτιέσαι πού έβρισκαν το κουράγιο. Μόνο κάποιες μανάδες αρσενικών και κάποιες παντρεμένες έδειχναν ν’ ανησυχούν, όταν διασταυρώνονταν με καμιά ξεβράκωτη, έτοιμη να τους αρπάξει τα αντράκια.
Ένα Σάββατο μεσημέρι χτύπησε την πόρτα του ο Τάσος Χατζηαναγνώστου. Είχε έρθει να εξαργυρώσει την πρόσκληση του Μανόλη για ένα ούζο.
«Άρχισε να λειτουργεί η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και ήρθα να σ’ το πω για να ενδιαφερθείς, να μάθεις τι θα κάνουν», ήταν η είδηση που του έφερνε κι έδειχνε χαρούμενος σαν να τον αφορούσε. Κατηφόρισαν προς τον γιαλό απ’ όπου ο Χατζηαναγνώστου αγνάντευε το πέλαγο, ονειρευόταν και αναρωτιόταν αν ποτέ θα ερχόταν το επόμενο ταξίδι του στην Πόλη. Μέχρι ν’ ακούσουν το κύμα να σκάει μπροστά στα πόδια τους, είχαν γίνει Τάσος και Μανόλης.
«Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;» ρώτησε ο Μανόλης σε μια παύση του τον Τάσο, που περιέγραφε γεμάτος νοσταλγία το εξοχικό τους στη Θεράπεια.
Νίκος Θέμελης, Οι αλήθειες των άλλων, Αθήνα, Κέδρος, 2008, σσ. 238-243 και σσ. 269-270.