Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ανεμώλια

(απόσπασμα)

Βγήκαμε σ’ έναν ανηφορικό δρόμο γεμάτο αιωνόβια πεύκα· τα πεζοδρόμια ήταν ανύπαρκτα και πάνω στις στροφές ο δρόμος επικίνδυνος. Μπήκαμε αναγκαστικά εις φάλαγγα κατ’ άνδρα, πρώτος ο Χρήστος και τελευταίος ο Στάθης, συμπτωματικά η κορυφογραμμή απ’ τα κεφάλια μας σχημάτιζε την ανιούσα. Δυο τρεις φορές μας κόρναραν επίμονα. Σ’ εκείνο το κομμάτι του δρόμου δεν υπήρχαν άλλοι πεζοί, μόνο αυτοκίνητα που περνούσαν ξυστά και ξερνούσαν πάνω μας κύματα ζεστού αέρα. Κάποια στιγμή ο δρόμος ίσιωσε κι εμφανίστηκαν κάτι υποτυπώδη πεζοδρόμια πνιγμένα στ’ αγριόχορτα.

[…]

«Αυτοκίνητο πότε θα νοικιάσουμε;» γκρίνιαξε ο Γέρος.

«Αύριο», απάντησε κοφτά ο Χρήστος και η συζήτηση κόπηκε εκεί.

Ένα φορτηγό γεμάτο σακιά πέρασε ξυστά από δίπλα μας, η ορμή του μας ανασήκωσε τις τρίχες. Νιώσαμε την κάψα της εξάτμισης μαζί μ’ αυτήν απ’ την άσφαλτο να έρχεται όλη καταπάνω μας.

«Κουράγιο!» είπε ο Χρήστος και τον είδαμε να βγαίνει δεξιά σ’ έναν χωματόδρομο – εγκαταλείπαμε με ανακούφιση την άσφαλτο.

«Πιο σιγά τώρα», μας συμβούλεψε και κοντοστάθηκε, ύστερα σήκωσε το χέρι και μας έδειξε κάπου στα διακόσια μέτρα ένα επιβλητικό κτίριο κρυμμένο πίσω από ένα δασάκι με ψηλά πεύκα.

«Σταματάμε εδώ», είπε επιτακτικά και μας έδειξε μια ελιά μπροστά μας.

Σταθήκαμε από κάτω της. Ήμασταν έτοιμοι να ανάψουμε τσιγάρο, οι αναπτήρες μάς φαγούριζαν τα δάχτυλα.

«Ας χαμηλώσουμε καλού κακού να μη φαινόμαστε», μας συμβούλεψε κι έδωσε πρώτος το παράδειγμα.

Ήμασταν στην αρχή ενός ελαιώνα· κάπου στο κέντρο του ήταν χτισμένο το μεγάλο σπίτι, τα ψηλά πεύκα γύρω του έμοιαζαν προκάλυμμα. Όσο καταφέρναμε και βλέπαμε από εκεί που ήμασταν, το σπίτι ήταν ένας γίγας από κόκκινη πέτρα με άσπρα αετώματα, που νόμιζες πως ήρθε εδώ για να κρυφτεί απ’ τη βουή του κόσμου. Εάν ήταν χτισμένο, όπως το υπολόγιζα, περίπου έναν αιώνα πριν, τότε που οι πόλεις ήταν μικρότερες ήταν σίγουρα η επιλογή της απόλυτης ερημιάς.

Εκείνη τη στιγμή το ’κανε! Άνοιξε την τσάντα που είχε κρεμασμένη στον ώμο και με τα κοντά του δάχτυλα τα κράτησε στα χέρια.

«Τι ’ναι αυτά;» ρώτησα.

«Κιάλια», απάντησε αθώα.

Ο Στάθης έβαλε τα γέλια.

«Τι τα θες;»

«Θέλω να δω…»

«Γι’ αυτό μας κουβάλησες εδώ;»

«Είναι ωραίο σπίτι, Νίκο, σαν ανάκτορο. Μου έχει στείλει φωτογραφίες στο κινητό…»

«Πάρ’ της τηλέφωνο!» του είπα απότομα.

Ο Γέρος, που μέχρι στιγμής κρατιόταν, ακούμπησε στον ώμο του Στάθη. Το γέλιο του, συριστικό και βραχνό, σιγοντάριζε αυτό του πορτιέρη, που τώρα χτυπούσε το κούτελο με την παλάμη.

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, Αθήνα, Πατάκης, 2011, σσ. 218-220.