Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η Ελένη Νικολαΐδη θυμάται το ψαλτάκι του Ακλειδιού

Εφταλού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ

Με το φθινόπωρο μας ήρθε στην Εφταλού η Ελένη Νικολαΐδη, η μεγάλη καλλιτέχνιδα. Ήρθε κατ’ ευθείαν απ’ τη Φλόριντα της Αμερικής, όπου τώρα διδάσκει μουσική στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντας, για να χαρεί την Εφταλού. Απλή, εγκάρδια, χαμογελαστή, όπως πάντα, μας έφερε πολλή χαρά.

Τις νύχτες , κάτω απ’ τον κατακάθαρο ουρανό, καθισμένοι απάνω στην πέτρα που φέραμε απ’ την αντικρινή Ανατολή, αναπολούμε μες στη βαθιά σιγή τη ζωή μας. Η Ελένη θυμάται το ψαλτάκι του Ακλειδιού. Ακλειδιού είναι ένας μικρός κατάφυτος λόφος, λίγο έξω απ’ τη Μυτιλήνη, πάνω απ’ την ακρογιαλιά. Ελιές, δέντρα πανάρχαια, ανεβαίνουν απ’ τα χαμηλά του λόφου, τον δένουν, τον πλημμυρίζουν. Μπροστά είναι το Αιγαίο. Κατάντικρυ, δεκαπέντε μόλις μίλια μακριά, γράφονται καθαρά, μυστηριακά και γαλήνια, τα βουνά της Ανατολής, τα Κιμιντένια, τα βουνά της Αιολικής γης. Εκεί στο Ακλειδιού, όταν ήρθε στη Μυτιλήνη ο Βενιζέλος, επαναστάτης του 1917, ανέβηκε και κάθισε ώρα πολλή μόνος μπροστά στο Αιγαίο και στην Ανατολή, να οραματίζεται τη μεγάλη ιδέα του Ελληνισμού που έμελλε να την πραγματοποιήσει λίγα χρόνια αργότερα.

Εκεί, στο Ακλειδιού, είναι μια μικρή εκκλησιά. Όσοι πήγαιναν τις Κυριακές το πρωί στην εκκλησιά του Ακλειδιού, την ώρα της λειτουργίας, βρίσκονταν μέσα σε καλότατην ώρα. Άκουαν ένα γλυκύφωνο ψάλτη να ψέλνει τα τραγούδια του Θεού — όπως τα έλεγε ο Παπαδιαμάντης —, να τα ψέλνει σε γνήσια βυζαντινή παράδοση, τριγυρισμένος από δυο κοριτσάκια, το ένα πιο μικρό από το άλλο, που κρατούσαν μαζί του το μέλος, με φωνές αγγελικές. Αυτός ο αγαθός άνθρωπος με τα κοριτσάκια του ήταν ένας πρόσφυγας, που το ξερίζωμα του Ελληνισμού της Ανατολής τον είχε ρίξει στο νησί στα 1922. Ήταν απ’ τις παλιές Φώκες.

Ξαφνικά οι Ακλειδιώτες χάσανε τον αγαθό τους άνθρωπο και τον μικρό χορό του. Τους είχαν δώσει λίγη αυχμηρή γη στην ακρογιαλιά της Αττικής, στην Ανάβυσσο. Εκεί ο γερο-Φωκιανός θυμήθηκε τη δουλειά που κάνανε οι πρόγονοί του, Ανατολίτες απ’ τα Σπάρτα. Κι εκεί, στη γη της Αναβύσσου τη δαρμένη από την αλμύρα, άρχισε να φυτεύει τριαντάφυλλα, θέλοντας να κάμει ένα τριανταφυλλώνα και να βγάζει ροδόσταμα. Δεν έψελνε πια στην εκκλησιά. Μονάχα τις ήσυχες καλοκαιρινές νύχτες οι Αναβυσσιώτες τον άκουαν να λέει με τη ζεστή φωνή του τα τροπάριά του, να τα ψέλνει σιγανά να τ’ ακούει το πέλαγο. Τα κορίτσια του, που είχαν μεγαλώσει, δουλεύαν στην Αθήνα για να ζήσουν. Πού και πού τραγουδούσαν. Μα το ένα είχε μέσα του το δαιμόνιο. Δούλευε δακτυλογράφος, και τις νύχτες μελετούσε μουσική.

Ώσπου ο τριανταφυλλώνας, όπως ήταν αναπόφευκτο, όπως ήταν βέβαιο — ακόμα και για τον ήρωά του — ρήμαξε στην Ανάβυσσο, και ο γέροντας αναπαύτηκε στη γη της που είχε θελήσει να τη γονιμοποιήσει. Μα απ’ όλο αυτό το ταξίδι, απ’ το κυνηγητό της χίμαιρας, και απ’ το ξερίζωμα απ’ τη γενέθλια γη, και απ’ τον αγώνα της ζωής, από όλα κάτι έμεινε στο παιδάκι που έψελνε στο ξωκλησάκι του Ακλειδιού. Έμεινε ο σπόρος, το πάθος. Το κοριτσάκι αυτό που δεν το συνόδευαν μήτε προστασίες ισχυρές, μήτε διεθνείς γνωριμίες, μήτε χρήματα, βρέθηκε κάποτε στην προπολεμική Ευρώπη, στην καρδιά της μουσικής, στη Βιέννη. Άγνωστο, άσημο. Μονάχα με τη φωνή του και με το πάθος που φλόγιζε τα μάτια του. Και, ξαφνικά, η κορυφαία του ώρα άστραψε. Μια δόξα της μουσικής, ο Μπρούνο Βάλτερ, το πήρε μονομιάς στα χέρια του. Και απ’ το ξωκλήσι του Ακλειδιού, σαστισμένο, άγνωστο, άσημο το σήκωσε και το έστησε να πρωταγωνιστήσει μέσα στη χρυσαφένια, τη μυθική Όπερα των Αψβούργων. Διηύθυνε ο ίδιος την ορχήστρα τη βραδιά εκείνη. Είπε στη νέα Ελληνίδα:

—«Η μοίρα σου είναι αυτή η βραδιά. Είναι μέσα στα χέρια σου. Μην την αφήσεις να σου φύγει».

Η μοίρα η ευρωπαϊκή της Ελένης Νικολαΐδη ήταν πράγματι αυτή η βραδιά. Την άλλη μέρα οι διασημότεροι μουσικοκριτικοί την αποθέωναν, ακολουθώντας την αποθέωση που της είχε κάμει το βιεννέζικο κοινό της πρεμιέρας του «Ντον Κάρλος». Και από τότε, σταθερά, το άστρο της λαμποκόπησε σε όλη την Ευρώπη.

Ηλίας Βενέζης, Εφταλού, Ιστορίες του Αιγαίου, Αθήνα, Εστία, 1972, σσ. 183-185.