Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ προσόρμιση του Θερσίτη στην πόλη
Ανεμώλια
(απόσπασμα)
Εκείνο το απόγευμα κοίταζα τους εταίρους έναν έναν, όταν ο Θερσίτης προσόρμισε στην πόλη. Τους παρατηρούσα εκείνη τη γλυκιά ώρα της αναστάτωσης, όταν στέκονταν όλοι όρθιοι κι έβαζαν με μανούβρες το σκάφος στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Τους πρόσεχα και θυμήθηκα εκείνους τους τότε εφήβους, το λιανό σώμα του Στάθη, τα σκέλια του Μυκηναίου που μάκραιναν με αναίδεια, το κόκκινο σπυριάρικο μέτωπο του Χρήστου, εμένα και τον Ντέμιαν με το κόκκινο εξώφυλλο χωμένο στο βιβλίο της Χημείας, τη βαριά τσάντα και το σκυφτό περπάτημα του Νικηφόρου καθώς περπατούσαμε πάνω στην Αγίου Δημητρίου και επιστρέφαμε σπίτι. Ποιος μεγάλος και τρανός ήξερε τότε τι πραγματικά μας συνέβαινε; Ζούσαμε κάτω απ’ τον νόμο της σιωπής, μια ομερτά που κράτησε χρόνια, ώσπου κάποια στιγμή το κέλυφος έσπασε γιατί ήρθαν οι παχιές ρόδες του χρόνου, οι γεμάτες αυλακιές –τρακτέρ είναι ο καιρός που περνά–, κι όλα τα έλιωσαν.
Η Μυτιλήνη ξεδιπλωνόταν μπροστά μας σαν πολύπτυχο με χτυπητά χρώματα. Τα παλιά κτίρια της παραλίας, ο τρούλος του Αγίου Θεράποντα, κάποια λιθόστρωτα στο βάθος, κόσμος, κίνηση πολλή. Είχαμε βρει άπλα στο καινούριο λιμάνι και ο Θερσίτης έδεσε χωρίς δυσκολία. Νιώθαμε τώρα τις πατούσες να μας φαγουρίζουν, θέλαμε να βγούμε να περπατήσουμε. Ο Μυκηναίος μάς διαολόστειλε χωρίς δεύτερη κουβέντα, είπε πως του ζαλίζαμε το κεφάλι. Θα αναλάμβανε, όσο λείπαμε, τον ανεφοδιασμό, γιατί ο Θερσίτης είχε στεγνώσει από νερό και καύσιμα.
Ρίξαμε την πασαρέλα στο ζεστό μπετόν της προκυμαίας κι ετοιμαστήκαμε. Πατήσαμε στη στεριά και γίναμε ένα με τον κόσμο που έκανε βόλτα δίπλα στη θάλασσα, μασούσε σπόρια κι έβγαζε φωτογραφίες. Κάποια στιγμή βγήκαμε από την παραλιακή και χωθήκαμε στα καλντερίμια· μας έπιασε απ’ τη μύτη μυρωδιά από λουκουμάδες και φρεσκοαλεσμένο καφέ. Ο Χρήστος πήγαινε μπροστά κρατώντας έναν χάρτη, έμοιαζε να είχε πλάνο, μόνο που γρήγορα μπερδεύτηκε μες στα στενά της αγοράς.
«Τι ψάχνουμε;» τον ρώτησα κάποια στιγμή.
«Το κάστρο», μου απάντησε εννοώντας το σπίτι της Ελένης.
«Τι να το κάνουμε;» τον ρώτησα.
«Θέλω να δω πού ζει όλ’ αυτά τα χρόνια».
Κοιταχτήκαμε με τους άλλους, κανείς δε φαινόταν πως είχε διάθεση να σχολιάσει.
«Στο κάστρο λοιπόν!» είπα κι εγώ και τον ακολουθήσαμε.
Έπειτα από κάποια ώρα αναγκαστήκαμε να ρωτήσουμε. Βρήκαμε έναν ράφτη που είχε αναδουλειές και στεκόταν έξω απ’ την πόρτα του μαγαζιού και κάπνιζε. Μέσα στο ραφτάδικο, που ήταν μια τρύπα όλη κι όλη, έκαιγε μια μακρόστενη λάμπα φθορισμού. Μπροστά στην ξύλινη τζαμαρία ξεχώριζε μια παλιά ραπτομηχανή, ένας ξύλινος πήχυς, ένα σίδερο όρθιο έτοιμο για σιδέρωμα κι άλλα τέτοια, όλα μες στην αλισάχνη του χρόνου, που είχε ασπρίσει τα λίγα μαλλιά του άντρα και το μουστάκι του.
Ύστερα από πολλές ερωτήσεις και διευκρινίσεις έξυσε λίγο το κεφάλι του κι έπαιξε την άκρη της μεζούρας που είχε περασμένη στον λαιμό.
«Τη Σουράδα ψάχνετε», είπε με αποφασιστικό ύφος.
Ο Χρήστος ανασήκωσε τους ώμους.
«Μάλλον, μια περιοχή με πολλά αρχοντικά μαζί».
«Τη Σουράδα!» απεφάνθη τελεσίδικα. «Έτσι το λέμε εδώ το μέρος. Για δε μου λέτε όμως ποιανού το σπίτι ψάχνετε;»
Ο Χρήστος τού τα κλωθογύρισε – η μυστικοπάθεια της αποστολής μας δεν του επέτρεπε ανοίγματα. Τελικά μας έδωσε να καταλάβουμε πως έπρεπε να πάρουμε έναν δρόμο που οδηγούσε έξω απ’ την πόλη, αριστερά και δεξιά ήταν σπαρμένος με παλιές επαύλεις και εντυπωσιακά νεοκλασικά, εκεί θα βρίσκαμε το σπίτι που ζητούσαμε.
Πήραμε πάλι να βαδίζουμε, εγώ κι ο Χρήστος μπροστά κι οι άλλοι δυο από πίσω. Μέσα στα κορναρίσματα και στη βουή του πλήθους κάθε τόσο τον αφουγκραζόμουν δίπλα μου, είχα την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα άκουγα την ηχώ της ανάσας του, τη λαχτάρα που τον έκαιγε και του γιάτρευε το κουκούδι της παλιάς πληγής.
Πριν απ’ όλα αυτά δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ ποια είναι τα συμπτώματα ενός ερωτευμένου μεσόκοπου άντρα. Πρώτα απ’ όλα κάνει πως ακούει, αλλά η μόνωσή του από τον κόσμο είναι εμφανής. Επιπλέον, βαδίζει νευρικά και κάθε τόσο τεντώνει τις παλάμες κι ύστερα τις σκουπίζει πάνω στα ρούχα. Ο έρωτας είναι η ποίηση του φόβου του – ανησυχία και φόβος κάθε τόσο ομοιοκαταληκτούν.
[…]
Περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα σε δρόμους και πλατείες μέχρι που σκοτείνιασε. Η Μυτιλήνη είναι μια τραβηχτική πόλη, την περπατήσαμε αρκετά, τις γωνιές και όλα τα όμορφά της τα χαζεύαμε με προβατίσιο βλέμμα ανέκφραστο. Ήμασταν ο καθένας στις σκέψεις του, είχαμε βαρεθεί και να μιλάμε μεταξύ μας τόσες μέρες. Αφεθήκαμε λοιπόν στα λιθόστρωτα και στα παραδοσιακά μαγαζιά, μυρίσαμε σαπούνι και τυρόπιτες στα στενά της αγοράς, πήραμε μάλιστα από μία και μασουλούσαμε αργά.
Βγήκαμε στο καινούργιο λιμάνι, είδαμε τα φώτα του παραλιακού δρόμου να απλώνονται ως πέρα στο βάθος, κόσμος πολύς και αυτοκίνητα κολλημένα το ένα πίσω από το άλλο. Στην άκρη της προκυμαίας βρήκαμε ένα λούνα παρκ, χαζέψαμε λίγο κι εκεί στη μεγάλη φωτισμένη ρόδα, στο τρενάκι του τρόμου, στα συγκρουόμενα… Ο Στάθης έριξε ένα ευρώ σ’ εκείνο το μηχάνημα με τη δερμάτινη φούσκα, που τη χτυπάς κι αυτό μετράει τη δύναμή σου. Μια παρέα δίπλα μας, αγόρια και κορίτσια, τον κοίταζαν με θαυμασμό, γιατί ο δείκτης κόντεψε να σπάσει – έφτασε στο τέρμα και μάγκωσε για λίγο εκεί χωρίς να κουνιέται. Εκείνος κατέβασε τα μάτια και μας ακολούθησε σιωπηλός. Κάτω από το μπλουζάκι, που είχε ανασηκωθεί λίγο καθώς χτυπούσε τη φούσκα, γυμνώθηκε η μέση του, μου φάνηκε σαν να είδα πάνω στο τατουάζ νύχια δράκου.
Τελικά ανεβήκαμε στο πεζοδρόμιο της παραλίας και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Στο λιμάνι είχε αρκετά σκάφη αγκυροβολημένα. Περάσαμε δίπλα κι από ένα ταχύπλοο του Λιμενικού, απ’ αυτά που νύχτα μέρα ψάχνουν στη θάλασσα για ανεπιθύμητους που έρχονται στη νέα γη από πέρα, από την Ανατολή. Κι εμείς ανεπιθύμητοι ήμασταν σ’ αυτόν τον τόπο, αν και ήρθαμε από τη Δύση· θ’ αρπάζαμε μια γυναίκα και θα φεύγαμε, αλλά πάνω σ’ αυτό το σκάφος δεν το ήξεραν.
Βρήκαμε τον Μυκηναίο στην πρύμνη του Θερσίτη να κρατάει ένα ποτήρι με ουίσκι στο χέρι και να χαζεύει τα φώτα και τους περαστικούς στην παραλία.
«Πάτε να πλυθείτε και να ξυριστείτε», μας είπε, «γέμισα νερό».
Υπακούσαμε, είχαμε και τη συνάντηση με την Ελένη κι έπρεπε να βιαστούμε.
Γύρω στις έντεκα κινήσαμε. Ο Ερμής, ένα ιστορικό καφενείο κοντά στο παλιό λιμάνι, ήταν το μέρος όπου θα τη συναντούσαμε. Θα αφήναμε εκεί τον Χρήστο κι ύστερα θα συνεχίζαμε μόνοι μας. Βρήκαμε τραπέζι μέσα κι όχι στην αυλή, βάλαμε τον γιατρό να βλέπει προς την πόρτα και ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε όταν, καθιστός όπως ήταν, μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο.
«Μη φεύγετε!»
Κοιταχτήκαμε.
«Γιατί;» τον ρώτησε ο Μυκηναίος.
«Μη φεύγετε!»
Αλλάξαμε και πάλι ματιές.
«Είναι καλύτερα έτσι, είναι μικρός ο τόπος, μη μας δούνε μόνους».
«Αυτή τι σου είπε, βρε παιδί μου, απ’ το τηλέφωνο;» τον ρώτησα.
«Δεν το συζητήσαμε. Καθίστε, μη φεύγετε, να τη δείτε κιόλας, πάνε τόσα χρόνια!»
Ο Στάθης τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. Τα φώτα του Ερμή έκαναν το ξυρισμένο του κεφάλι να γυαλίζει.
[…]
Παραγγείλαμε ούζο, ρεβυθοκεφτέδες και παστά. Κοιτάζαμε ώρα γύρω γύρω. Το καφενείο είχε επάνω του, όπως το ραφτάδικο, την αλισάχνη του χρόνου, παλιοί πίνακες, χαρακτικά, καθρέφτες, μαρμάρινα τραπέζια με ραγίσματα.
«Πώς έχει ταιριάξει έτσι;» είπε ο Χρήστος φλυαρώντας, γιατί μάλλον μας έβρισκε πολύ σιωπηλούς. «Τόσα χρόνια ταξίδια και σούρτα φέρτα και κανένας να μην έχει έρθει στη Μυτιλήνη! Παράξενο δεν είναι;»
«Ήρθα εγώ για ένα συνέδριο», είπε ο Νικηφόρος, «δυο μέρες ήταν όλες κι όλες και πάνε χρόνια».
«Πότε είναι ο γάμος;» ρώτησα ξαφνικά.
«Αυτός ο άνθρωπος δε χαλαρώνει ποτέ;» ρώτησε ο Μυκηναίος και μ’ έδειξε με το δάχτυλο.
Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, Αθήνα, Πατάκης, 2011, σσ. 215-217 και 221-223.