Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο ζωγράφος Θεόφιλος. Η άλλη Λέσβος

Πουθενά, σε κανένα άλλο μέρος τους κόσμου, ο Ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δε μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους όσο επάνω σ’ αυτό το κομμάτι γης που κάποτε, ποιος ξέρει σε τι καιρούς απίθανους, ποιος Θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους. Μιλώ για το νησί που αργότερα, όταν κατοικήθηκε, ονομάστηκε «Λέσβος» και που η θέση του, όπως τη βλέπουμε σημαδεμένη στους γεωγραφικούς χάρτες, δε μοιάζει να ανταποκρίνεται και πολύ στην πραγματικότητα.

Μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά, μια-δυο ώρες αφού το πλοίο της γραμμής εγκαταλείψει τη Χίο, είναι σα να εγκαταλείπει ολόκληρο τον γνωστό κόσμο. Μπαίνει σε θάλασσες που άξαφνα μοιάζουν ανεξερεύνητες και ο απροειδοποίητος ταξιδιώτης που ταλαντεύεται με το ρυθμό της πρωινής φουσκοθαλασσιάς, κρατημένος από τα κάγκελα της γέφυρας, ατενίζει τον ορίζοντα με το ίδιο αίσθημα που θα είχε σε καιρούς αλλοτινούς ένας τυχερός θαλασσοπόρος. Σε λίγο, ανάμεσα στην ατμιστή πάχνη που τη διαλύει κομμάτια-κομμάτια ο ήλιος, αρχίζει να ξεχωρίζει τη σκιά μιας παραμυθένιας γης και, πριν καλά-καλά συνέλθει, πιο κοντά, να διακρίνει καθαρά τα τριανταφυλλένια βουνά που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο και καμπυλώνονται με τη χάρη γυναίκας ηδονικής· τους γυμνούς ώμους έξω απ’ τα νερά, όλο μαβιές αποχρώσεις· και πιο χαμηλά, την κοιλιά μιας χνουδερής απαλότητας, δροσερές αγκάλες γεμάτες διαύγεια, μαλλιά δέντρων που ακόμα στάζουν βγαίνοντας από τον ολονύχτιον ύπνο.

Έχουν να λένε ότι, από τη στιγμή που ο Δάφνις, παραλλάσσοντας μόλις το μουρμουρητό μιας πηγής, αξιώθηκε να ψιθυρίσει λόγια λατρείας στο αυτί της εκστατικής Χλόης, γεννήθηκε ο Έρωτας. Λοιπόν δεν είναι διόλου τυχαίο που ο έρωτας, ο προαγωγός αυτός όλων των θαυμάτων, γεννήθηκε σε μια χώρα όπως η Μυτιλήνη. Αν το καλοεξετάσεις, κανείς από τους γνωστούς μας φυσικούς νόμους δεν έχει μεγάλη πέραση εκεί. Διόλου απαραίτητο π.χ. δε μοιάζει, τη νύχτα να τη διαδέχεται η μέρα· και μπορείς να δεις δέντρα που ανθίζουν το καταχείμωνο ή φθινοπωρινά λουλούδια με καταπληκτικά χρώματα που κανένα χέρι ανθρώπου δε φύτεψε, μήτε καμιά συλλογή βοτανολόγου περιέχει.

Τα καλοκαίρια, η θάλασσα γίνεται συχνά κατακόκκινη, χωρίς για τούτο να ευθύνεται ο ουρανός κι οι χωματεροί λόφοι ψηλώνουν ή χαμηλώνουν, σιμώνουν ή απομακρύνονται, ανάλογα με τις ώρες και τους ανέμους. Οι κήποι σφύζουν κλεισμένοι πίσω από ψηλούς φράχτες, με τη μια μεριά τους μονάχα ολάνοιχτη προς τη θάλασσα, και το φώσφορο των ψαριών μες από τις αόρατες φλέβες του βυθού φτάνει ως τα καρπούζια που τρίζουν κι ευωδιάζουν ή τις τεράστιες μαγνόλιες που μισανοίγονται σαν άλλα θαλασσινά όστρακα.

Είναι φορές, προ πάντων τα μεσημέρια, όταν το μελτέμι δυναμώνει και παλεύει τα ξυπόλυτα παιδιά πηδώντας αψηλά για το χατίρι τους καθώς οι σκύλοι, που η μυστική αυτή ζωή, ξεθαρρεμένη, ανεβαίνει ολόκληρη στην επιφάνεια. Σιγά-σιγά ξεχειλίζει τις αυλές με τα γεράνια, κυριεύει τις σκάλες και τα ψηλοτάβανα χαγιάτια, βυθίζει σε μιαν αχλή τις κονσόλες με τα σταματημένα ρολόγια ή τις φωτογραφίες των προγόνων κι ύστερα, με τρόπο, ξεγλιστρά στα σκιερά δωμάτια όπου, με το ’να τους πόδι γυμνό και λυγισμένο έξω απ’ τα σεντόνια, μισοκοιμούνται οι νέες κοπέλες. Εκεί τότε, μεμιάς, σαν αόρατος εραστής, εισχωρεί στον ύπνο τους και τον κατακυριεύει.

Γι’ αυτό ίσως τα μάτια των παρθένων όταν ξανανοίξουν, ο κόσμος είναι σα ν’ αναδύεται διαφορετικός, καινούργιος. Σα να παίρνει μυστικές οδηγίες από τα όνειρά τους ή να μην είναι παρά ένα είδωλο στο καθρέφτη που ο ήλιος αγαπά να παίζει αντικρύ στην ψυχή τους. Κι οι ψαράδες, καθώς γυρνάν το δειλινό από τα νερά της Ανατολής, γερμένοι με το ’να τους πλευρό στην πλώρη του μπενζινοκάικου που σκαμπανεβάζει, παραξενεύονται καμιά φορά που τους φαίνεται ότι τα σπίτια φύγαν από τη θέση τους ή ότι ο τεράστιος τρούλος του Αι-Θεράποντα, κολπωμένος από τον αέρα, υψώνεται αναπάντεχα τραβώντας μαζί του ολάκερη την πολιτεία στα μεσούρανα.

Δεν θέλει πολύ για να γίνει αυτό. Λίγη καθαρή καρδιά ζητάει πάντοτε το Απίθανο για να φανερωθεί. Κι είναι στις ψυχές των απλών ανθρώπων, των παιδιών ή των τρελών, των «αχμάκηδων» όπως τους λένε στη Μυτιλήνη, που κάποτε στέργει ν’ αφήσει τ’ αποτυπώματά του. Αυτοί μόνοι, προνομιούχοι, εγγράφουνε μέσα τους το όραμα. Οι άλλοι όλοι, φτωχοί και πλούσιοι κάτοικοι του νησιού, περνούν τη ζωή τους χωρίς να πάρουν είδηση από τίποτε, και σε τελευταία κατάληξη παντρεύονται, τρώνε τα ωραία γλυκά τους και μετρούν τα «μόδια» τους, σα να μην είχε αφήσει ποτέ στα ίδια αυτά χώματα, που πατούν, τ’ αχνάρια της η φτέρνα κάποιου Θεού.

Κι όμως από τους πανάρχαιους εκείνους χρόνους όπου θρασομανούσε ακόμα το δάσος, το ίδιο που αργότερα πέτρωσε και πελεκιέται σε χιλιάδες φλοίδες ιριδίζουσες, ίσαμε σήμερα που οι χωρικοί της Αγίας Παρασκευής μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από λαγούτα και δοξολογήματα οδηγούν τον ταύρο στη σφαγή, σκύβοντας να βουτήξουνε δάχτυλο μέσα στο αίμα για να σταυρώσουν το μέτωπό τους ή που λίγο πιο ψηλά, στους απαλούς λόφους της Θερμής, οι μαυροντυμένες γυναίκες προσμένουν κάθε βράδυ τον Άγιο Ραφαήλ για να κουβεντιάσουν μαζί του, το δίχως άλλο, μια μυστική συναλλαγή, ένα κρυφό πάρε-δώσε συνεχίζεται ανάμεσα σ’ εκείνους που γνωρίζουν να προσφέρουν την εμπιστοσύνη τους χωρίς κανένα αντίκρισμα και σ’ εκείνους που γνωρίζουν κι έχουν τη δύναμη να την ανταμείβουν.

[…]

Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος.

Για μας ήταν ακόμη τότε μια υπόθεση γεμάτη μυστήριο. «Ένας γυρολόγος μισότρελος, ντυμένος τσολιάς, που είχε τη μανία να γεμίζει τους τοίχους στα καφενεία και στα χάνια με αλλόκοτες παραστάσεις» λέγανε, χαμογελώντας συγκαταβατικά, οι ντόπιοι. «Ένας μεγάλος ζωγράφος» έλεγε ορθά-κοφτά ο Ε. Tériade, αυτός που χρόνια τώρα, από το Παρίσι, κρατούσε τις τύχες της μοντέρνας τέχνης στα χέρια του.

Περαστικός αυτός το καλοκαίρι του 1933 από την Αθήνα, είχε φωνάξει μια μέρα τον Εμπειρίκο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του και, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο, είχε ξετυλίξει μπροστά του μερικά ρολά από κάμποτ όπου, μέσα σ’ ένα φως ειρηνικό, έβλεπες αλήθεια ν’ απλώνεται σαν ξανακαμωμένος από την αρχή, με παρθένα, δροσερά χρώματα, ο κόσμος. Αυτό ήτανε όλο. Υπήρχανε ακόμη δυο-τρεις που γνωρίζανε την περίπτωση, θέλω να πω που την έπαιρναν στα σοβαρά. Ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο πρώτος, όπως μάθαμε αργότερα, που πληροφορήθηκε την ύπαρξη του άγνωστου εικονογράφου. Ο αισθητικός Δ. Ευαγγελίδης, που έγραψε τα πρώτα άρθρα για το Θεόφιλο σε Αθηναϊκή εφημερίδα. Και οι ζωγράφοι Ορέστης Κανέλλης και Τάκης Ελευθεριάδης, Μυτιληνιοί και οι δύο τους, που προθυμοποιήθηκαν άλλωστε μόλις φτάσαμε να μας παρασταθούν στις εξερευνήσεις μας. Γιατί πραγματικά είχε κάτι από τη γοητεία της εξερεύνησης η επιχείρησή μας αυτή.

Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο, κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ’ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερεις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε.

Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδελφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι, που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του «αχμάκη» του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. Όσο μας μιλούσε, τα πονηρά ματάκια του παίζανε και μας μετρούσανε από τα νύχια ως την κορφή, λες και ζητούσανε από μια χειρονομία μας, από ’να ξαστόχισμα στην έκφρασή μας, να συλλάβουνε την αλήθεια. Ωστόσο δεν αργήσαμε να τον εξημερώσουμε. Και πιο αργά, την ώρα που άρχισε να σουρουπώνει, περπατήσαμε μαζί τους ως τη Βαρειά, την εξοχική τοποθεσία όπου είχε ζήσει η οικογένεια του ζωγράφου, ανάμεσα σε μαλακές κατηφοριές γεμάτες λιόδεντρα και ανοίγματα απ’ όπου, ξαφνικά, έβλεπες τη θάλασσα και πιο βαθιά, καθαρογραμμένα, τα βουνά της Ανατολής.

Αρκετές γερόντισσες επιμένανε ακόμη να φορούν τις μακριές απανωτές βράκες. Βαδίζανε αργά και γυρίζανε κατά μας τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα. Όταν πετύχαινες ανοιχτή καμιάν αυλόπορτα, το μάτι σου έπαιρνε γλάστρες, πιθάρια, παιδιά, γατιά, μιαν εικόνα ειρηνική σαν το λάδι και σταματημένη κάπου εκεί, γύρω στο Μεσαίωνα. Ήτανε κιόλας όλ’ αυτά Θεόφιλος, Θέλω να πω, ένιωθες την ανταπόκριση που υπήρχε ανάμεσα στα λιόδεντρα και στα ρυτιδιασμένα πρόσωπα, στα περιβολάκια με τις ροδιές και στις ακρογιαλιές που μυρίζανε φρεσκοανοιγμένο καρπούζι, στα πιθάρια και στις βράκες, στα τριανταφυλλένια βουνά και στα αρχέγονα σιωπηλά καΐκια. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, την ανταπόκριση που υπήρχε ανάμεσα σ’ όλ’ αυτά και στις ζωγραφιές του Θεόφιλου. Αληθινοί ελαιώνες επί τέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα.

Οδυσσέας Ελύτης, «Ο ζωγράφος Θεόφιλος. Η άλλη Λέσβος», Ανοιχτά χαρτιά, Αθήνα, Ίκαρος, 21982, (1974), σσ. 191-193 και 199-201.