Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑποφυλάκιση (διήγημα)
Αυτός ο άνθρωπος με τη βαλίτσα στο χέρι, που για μια στιγμή ζωγραφίζεται στην κάσα της πόρτας, είναι από κείνους που επέζησαν, είναι από κείνους τους λίγους, που σώθηκαν απ' τη φωτιά και το σίδερο, απ’ τη φωτιά του τσιμέντου, απ' το σίδερο της φυλακής, που τον τριγύριζαν χρόνια.
Τώρα η αμπάρα του θαλάμου έπεσε κάθετα, το κιγκλίδωμα της ακτίνας είναι ξεκλείδωτο όσο να περάσει αυτός ο άνθρωπος με τη βαλίτσα στο χέρι, η τελευταία πόρτα της φυλακής άνοιξε για τον άνθρωπο που έβγαινε ζωγραφίζοντας για μια στιγμή τη σιλουέτα του στην κάσα της πόρτας.
Ήταν ένα μικρό βήμα από το τσιμέντο στο χώμα που μύριζε απόβροχο, χινοπωρινό απόβροχο μέσα στο απόγευμα. Από το τσιμέντο στο χώμα περνώντας μέσα απ' την κάσα. Δεν ήταν το τελευταίο βήμα στο τσιμέντο, δεν ήταν το πρώτο βήμα στο χώμα, δεν ήταν ένα κοινό βήμα μέσα σ' εκατομμύρια βήματα. Ήταν ένα ανεπανάληπτο βήμα απ' το τσιμέντο στο χώμα, από τη φυλακή στη ζωή.
Ταλαντεύτηκε λίγο, το γόνατο του τρεμούλιασε πριν πατήσει στο χώμα, δίστασε πριν κάνει εκείνο το μοναδικό, το ανεπανάληπτο βήμα, ένας γάντζος σα να τον κράταγε πίσω του, σα να στένευε η πόρτα, η κάσα της πόρτας, τα ξύλα της κάσας σα να κόλλαγαν πάνω του, να τον κλείνανε μέσα τους, σα να θέλανε να ’ρθουν μαζί του.
Ένα πόδι μετέωρο ανάμεσα ζωής και θανάτου, μια στιγμή ανεπανάληπτη με το αποφυλακιστήριο στην τσέπη, τη βαλίτσα στο χέρι, η στιγμή που ανάπλαθε χρόνια, η στιγμή που πρόσμενε χρόνια, η στιγμή με το αποφυλακιστήριο στην τσέπη.
Ένα πόδι μετέωρο, ένας γάντζος που τον τραβάει απ’ τη ζώνη, τα ξύλα της κάσας που κόλλησαν πάνω του σε σχήμα φέρετρου, ένα βήμα ανεκπλήρωτο, ένα «στοπ» τη στιγμή που μύρισε το χωμάτινο δρόμο τ’ απόβροχου μέσα στο απόγευμα, ένα «στοπ». «Γύρνα πίσω. Ερευνήστε ξανά τη βαλίτσα. Ερευνήστε καλά, είναι μια βαλίτσα με διπλό τοίχωμα που χρησιμοποιείται για κρύπτη. Υπάρχει πληροφορία, αρχιφύλακα. Συγκεκριμένη καταγγελία. Αυτός ο άνθρωπος με τη βαλίτσα μεταφέρει στο κόμμα ένα μήνυμα. Ερευνήστε καλά. Νά το, το δεύτερο τοίχωμα. Νά το, το μήνυμα. Να μη φύγει. θα του απαγγελθεί κατηγορία».
Πήγε στην αποθήκη και χρεώθηκε στρώμα και καραβάνα. Την τέταρτη καραβάνα της φυλακής του. Τις άλλες τρεις τις είχε τρυπήσει.
Μάριος Χάκκας, «Αποφυλάκιση», Τυφεκιοφόρος του εχθρού, Αθήνα, Κέδρος, 131993 σ. 78-79.