Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ αβάσταχτη ελαφρότητα του Π.Φ.Κ.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Πάνου Ιωαννίδη Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Π.Φ.Κ.: μια αριστοφάνεια παραβολή, Καστανιώτης, 1990Μια Αριστοφάνεια Παραβολή
1
ANTE PORTAS
Η πρόσκληση ήτανε για τις οχτώ. Ποτά και δείπνο στο «Κονάκι ΙΙ». Προγραμμάτισε να φθάσει στις οχτώμισι. Ούτε απ’ τους πρώτους να ’ναι ούτε και καθυστερημένος. Μην πούνε: «Έσπευσε!» ή «Καμώνεται πως τάχα μόλις τώρα τα κατάφερε!»
Καλού-κακού, μόλο που είχε αποστηθίσει τη διαδρομή, έριξε πλάι του στο κάθισμα τον τοπογραφικό που ήρθε με την πρόσκληση. Ωστόσο δεν χρειάστηκε να τον συμβουλευτεί. Είχ’ ένα ένστιχτο προσανατολισμού ανεπτυγμένο κι επιπλέον ήξερε καλά τη Λευκωσία.
Φθάνοντας στην περιοχή του Αγίου Παύλου πρόσεξε πως ο φωτισμός προοδευτικά γινόταν ολοένα και πιο ανεπαρκής και κάπου πεντακόσια μέτρα απ’ την οδό Ειρήνης, τέως Ομεριέ, όπου και το «Κονάκι ΙΙ», αριθμός είκοσι τέσσερα, ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Οι συνηθισμένες κουτοπονηριές μας, σκέφτηκε. Με δικαιολογία την κατάσταση, για να εξοικονομούμε καύσιμα, επιβάλαμε συσκότιση. «Σκοταδισμός» θα ’ταν μια λέξη που θα ταίριαζε ίσως, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για την περίπτωση και την πρωτεύουσα. Χαμογελώντας την απέρριψε. Θα ’ταν υπερβολή και αδικία! Όσα είναι μπορετό να γίνουν με την έμπνευση, το καλαμπούρι, την πειθώ, τα κάνουμε· ή με καθόλου ή ελάχιστα λεφτά… Μα βέβαια η βελτίωση του οδικού λαβύρινθου της Λευκωσίας, που αποδείχνει σε κάθε διαδρομή πως η ευθεία στην Κύπρο δεν είναι η πιο σύντομη οδός, η τακτική συντήρηση, ο καθαρισμός, ο φωτισμός και τα λοιπά, αυτά δε γίνονται με τις προθέσεις μόνο! Γι αυτό κι έβγαλε πάλι τώρα δα τα σωθικά του με το χοροπήδημα του αμαξιού σε αναχώματα, λακκούβες, σε σακιά από σκύβαλα ξεκοιλιασμένα από αδέσποτα γατιά ή σε γατιά ξεκοιλιασμένα από αδιάφορους οχούμενους. Εφτά τέτοια γατιά μέτρησε απόψε ίσαμε δω από το Στρόβολο· χαλκομανίες στο οδόστρωμα για μέρες ή βδομάδες! Αν ήταν νομοθέτης… Μα δεν ήτανε.
Περίεργο! Εκτός από γατιά, ψόφια ή ζωντανά κι ένα σκυλί που τον κυνήγησε με πάθος, μετά τη γέφυρα του Πεδιαίου δε συνάντησε ψυχή στο δρόμο και δω-πέρα, λίγα βήματα μονάχα απ’ το Κονάκι, δεν είδε πουθενά αμάξια σταθμευμένα.
Ή ήρθε πάλι πρώτος ή δε βρήκε το πάρκινγκ που σημειώνονταν στον τοπογραφικό.
Στάθμευσε επί της Δημήτρη Μπόγρη, που έτεμνε την οδό Ειρήνης και συνεχιζόταν με το προηγούμενο της όνομα, Ουμ Χαράμ, στον Τουρκομαχαλά. Διάλεξε ένα σημείο απ’ τόπου το Κονάκι, αυτό που υπέθεσε πως ήταν το Κονάκι, ήτανε ορατό· κάτω από μια ξεμαλλιασμένη ακακία, όσο γινότανε πιο μακρυά απ’ το λαμπτήρα που τρεμόπαιζε στον πάσσαλο αντίκρυ.
Άναψε τσιγάρο.
Τρεις εθνοφρουροί με πλήρη εξάρτυση περάσανε μπροστά του· κατευθύνονταν προς την οδό Ειρήνης, ν’ αντικαταστήσουν ίσως συναδέλφους στα φυλάκια της Πράσινης Γραμμής, που στο σημείο αυτό της πόλης μοίραζε νοητά την κοίτη της λεωφόρου. Τα φυλάκια και δω πρέπει να ήτανε αραδιασμένα ένθεν και ένθεν της λεωφόρου, σε κήπους, σε ταράτσες και μπαλκόνια ή πίσω από παράθυρα που παραχωρηθήκανε «ευγενικά» ή επιταχθήκανε.
Ήταν γνωστό πως οι φρουροί που τα επάνδρωναν, Τούρκοι και Έλληνες, με τον καιρό τολμούσαν και ξεμύτιζαν, δίνανε γνωριμία. Και στις ήσυχες βραδιές αντάλλαζαν αστεία και συχνά-πυκνά τσιγάρα ή λιχουδιές. Όταν ωστόσο η πολιτική θολούρα πύκνωνε, αντί τσιγάρα και καταΐφια ανταλλάζανε βρισιές και σπανιότερα, σα λάχαινε να μην έχουν επίβλεψη, ακόμα και ριπές. Κάποτε φονικές.
Τώρα από δω, όπως καθότανε στ’ αμάξι του, τους άκουγε. Βέβαια ήταν αρκετά μακρυά, δυσκολευότανε να ξεχωρίσει λέξεις, μα ο τόνος ήταν εύγλωττος· χωρίς αμφιβολία ήταν τεταμένη η ατμόσφαιρα· το επιβεβαίωναν κάποιες αβρότητες που ξεκαθάρισε «Γκιαούρ», «κοπρόσκυλο» «σιχτίρ», «άντε γαμήσου».
Αναρωτήθηκε πως το αντέχανε οι ένοικοι ν’ ακούνε μέσα κι έξω από τα σπίτια τους ετούτο τον ατέλειωτο οχετό. Γιατί δε μετακόμιζαν σ’ άλλες περιοχές; Και καλά όσοι διαθέτανε δω πέρα ιδιόχτητα· δεχόντουσαν τη μοίρα τους και προσαρμόζονταν σιγά-σιγά στη νέα κατάσταση της μόνιμης πολιορκίας. Μα οι άλλοι, όπως ο Πωλ, που επιλέξανε ελεύθερα αυτή τη συνοικία;
Αξιοσημείωτη ήταν κι η προτίμηση πολλών διπλωματών για την οδό Ειρήνης. Ουκ ολίγοι νοίκιασαν εγκαταλελειμμένα αρχοντόσπιτα στον Άγιο Παύλο. Διπλωμάτες κι απ’ τα δύο μπλοκ, ακόμα κι από το στρατόπεδο των αδεσμεύτων κι ας ήταν τα ενοίκια ακριβούτσικα! Και σήμερα ακόμα! Ίσως, σκέφτηκε, για να ’ναι απάνω ή γύρω στην πράσινη διάμετρο της διχοτομημένης πόλης. Να υπογραμμίζουν μ’ ένα τρόπο πρακτικό, μα και συμβολικό συγχρόνως, την πολιτική «ίσης απόστασης» που επιλέξανε οι Κυβερνήσεις τους κι οι ίδιοι για την Κύπρο. «Την ίση απόσταση,» όπως είχε γράψει προ καιρού η Ολιβέττι του, «που εξισώνει, χάριν της ειρήνης, το θύμα με το θύτη.»
Κοίταξε το ρολόι του ξανά· οχτώ και εικοσιέξι. Δε μπορούσε να τ’ αναβάλλει άλλο. Θα ’πρεπε να παραμερίσει, όπως συνήθισε να κάνει χρόνια τώρα, αυτή τη φυσική του συστολή, να επιστρατεύσει την επίκτητη επαγγελματική θρασύτητα και ν’ αντιμετωπίσει πια το άγνωστο…
Σοφότερη όπως πάντα η Βέρα! Προφασίστηκε προηγούμενες δεσμεύσεις και απέφυγε την «περιπέτεια», έτσι χαρακτήρισε την πρόσκληση. Και «όψιμη».
«Άλλωστε δε διαθέτω ούτε φόρεμα κατάλληλο.»
Αυτόν, αντίθετα, ήταν τα όψιμα και τα ύποπτα κίνητρα της χειρονομίας του Π.Φ.Κ. που τον κέντρισαν. Είκοσι χρόνια τώρα, απ’ την αποφοίτηση τους από το Παγκύπριο, ο Πωλ Φωτίου Καρόλου δεν τον κάλεσε στο σπίτι του ποτέ. Κάθε φορά που συναντιόντουσαν τυχαία στους διαδρόμους κάποιου υπουργείου ή σε δεξιώσεις, ο παλιός συμμαθητής του ήταν ευγενικός αλλά απόμακρος και τυπικός, με το ύφος μιας καλά συγκαλυμμένης ακαταδεξιάς. Ούτε και είχε πληροφορηθεί πως γύρισε κι εγκαταστάθηκε στην Κύπρο. Απ’ το ’64 που διορίστηκε στη νεοϊδρυθείσα Υπηρεσία Διαφώτισης, τοποθετήθηκε στο εξωτερικό. Πότε γύρισε και πότε πρόλαβε να επανεγκατασταθεί, ν’ ανοίξει το Κονάκι ΙΙ, να νυμφευτεί, αυτός ο απόρθητος εργένης τώρα στα σαράντα του, όλα τ’ αγνοούσε. Κι ούτε θα τα μάθαινε αν απροσδόκητα δεν έφθανε η πρόσκληση! Ασημοποίκιλτη, αριθμημένη, νούμερο ένα, χωρίς το καθιερωμένο R.S.V.P., όπως οι προσκλήσεις απ’ το Προεδρικό!
«Ώστε την έπαθε κι ο δόχτορας;» ρώτησε το ίδιο κιόλας βράδυ το Λούη Νικολάου, παλιό συμμαθητή του επίσης από το Γυμνάσιο και φίλο έκτοτε. «Φοβάμαι δεν είναι εκείνος που την έπαθε. Μα εκείνη! Είναι…,» σκέφτηκε λίγο, ζύγισε την λέξη, ναι, αυτό ήταν: «…μοναδική!»
«Απ’ το Γυμνάσιο ήταν δον Ζουάν! Αυτός μας έφαγε την Άντρια, τη θυμάσαι;»
«Αν τη θυμάμαι! Είναι όμως μυστήριο πως τις μαυλίζει… Είχε επιτυχίες κι επιτυχίες! Όλες γοητευτικές, επώνυμες γυναίκες! Του πρόσφεραν τα πάντα για να τον κρατήσουν. Έπαιρνε τα πάντα μα γλιστρούσε· μέχρι πρόσφατα…»
«Εσύ πώς τα ’μαθες;»
«Απ’ τη Μαρκέλα, την παιδοψυχίατρο. Τη γνώρισες· βγαίναμε μαζί ένα φεγγάρι… Είναι ξαδέλφη του. Μιλάει συχνά γι’ αυτόν. Για τη φαμίλια του ο Καρόλου αποτελεί το κορυφαίο προϊόν του D.N.A. τους! Προφέρουν τ’ όνομα του με δέος θρησκευτικό….»
«Είναι ωραίος;» ρώτησε η Βέρα.
«Για τις γυναίκες πρέπει να ’ναι… Ό,τι πω εγώ θα εκληφθεί σαν προκατάληψη. Beauty is in the eye of the beholder…»
«Τί είναι; Γιατρός;»
«Δημόσιος Υπάλληλος… Μα τα ’χει οικονομήσει για καλά! Διαθέτει πόρους άδηλους και κρύφιους… Αλλιώτικα… Είχες δει στο Βαβυλά το εξοχικό του; Προπολεμικά. Κονάκι νούμερο ένα. Όχι; Ήτανε παλατάκι! Σωστή Βίλλα Καρλόττα! Μέχρι Μοντιλιάνι και Καντίνσκυ είχε. Και γλυπτά του Έπσταϊν παρακαλώ! Γίνονται αυτά με το μισθό μονάχα; Όσο για το Κονάκι ΙΙ, θα το δεις. Δεν το ’χω δει, μα μου το περιγράψανε, η Μαρκέλα. Πού τα βρίσκει;»
«Επενδύει στη γοητεία του,» ειρωνεύτηκε αυτός. «Θυμάσαι πως τον είχε πει ο Λαμπρινός; Όσκαρ Ουάιλντ! Η «συντετμημένη» Κυπριώτικη του έκδοση…»
«Ο Ουάιλντ σκόρπιζε, δε μάζευε,» διόρθωσε ο Λούης. «Βέβαια και αυτός, δε λέω, σκορπάει. Μα με μια διαφορά· ξοδεύει μόνο εκεί που είναι σίγουρος πως θα τα πάρει πίσω με διάφορο· αλλιώτικα είναι Σάιλοκ!»
Απ’ τη γωνία Μπόγρη-Ειρήνης εμφανίστηκαν τρεις άλλοι εθνοφρουροί· σίγουρα αυτοί που είχαν τώρα δα αντικατασταθεί. Μη έχοντας διάθεση για χαιρετούρες και κουβέντες τους άφησε να προσπεράσουν. Πήρε το ουΐσκι που του ’χε φορτώσει η Βέρα και βγήκε απ’ τ’ αμάξι. Σκύβοντας να κλειδώσει τόνε ταρακούνησε η έκρηξη· το Chivas Regal του ’πεσε απ’ τα χέρια, θρυμματίστηκε. Βλαστήμησε· σπουδαία νύχτα διάλεξε για βίζιτες! Και σπίτι! Πάει τώρα το δεκάλιρο του ουΐσκι, πάει και το ρεβέρ… Θα μπει μες στο Κονάκι κυριολεκτικά κατουρημένος…
Ακούστηκαν ριπές από κοντά· έσκυψε, μαζεύτηκε και ετοιμάστηκε να μπει στο αμάξι· ολοταχώς, στο Στρόβολο, στη Βέρα· οι πυροβολισμοί την πανικόβαλλαν. Κι αυτόν κι ας προσπαθούσε να το κρύψει με τηλεφωνήματα «δήθεν υπηρεσιακά» στο αρχηγείο της αστυνομία, στην εφημερίδα, μέχρι να μάθει την αιτία, την προέλευση ή μέχρι να κοπάσουν ξαφνικά κι αδικαιολόγητα όπως άρχισαν…
Η σκέψη πως τον βλέπανε τα φανταράκια τον συγκράτησε· δε φαίνονταν αυτοί ν’ ανησυχούνε, άρα… Βέβαια και κάτι σοβαρό να ήταν, τί θα ωφελούσε αν βρισκόταν ένα ή δέκα χιλιόμετρα πιο πέρα; Η Λευκωσία ήταν σφηνωμένη στις τανάλιες τους. Μπορούσανε να την ισοπεδώσουνε ολάκερη· και το μισό νησί που απλωνότανε βορείως του Τροόδους. Προς τί λοιπόν η άτακτη φυγή; Είτε στην Πράσινη Γραμμή, είτε δεκάδες χιλιόμετρα νοτιότερα, ακόμα και στην Πάφο, πάει τελείωσε, ήταν εγκλωβισμένοι. Ας ξεκινήσει για το πάρτι συνεπώς, για τ’ άλλο άγνωστο κι ό,τι ήθελε προκύψει…
Έλιωσε το τσιγάρο, τίναξε απ’ το ρεβέρ και τα παπούτσια το ουΐσκι, κλείδωσε τ’ αμάξι.
Οι εθνοφρουροί σιμώσανε.
«Ατύχημα;» ρώτησε ο πρώτος κι έδειξε χάμω το μπουκάλι.
«Δυστυχώς… Ασκήσεις; Τα Τουρκάκια;»
Έδωσε στη φωνή του ένα τόνο φυσικότητας και ψυχραιμίας.
«Μάλλον!»
«Και η έκρηξη;»
«Όχι δολιοφθορά δικιά μας πάντως,» γέλασε ο δεύτερος.
«Πολλά γυμνάσια δεν κάνουν τελευταία;» επέμεινε αυτός.
«Για να μας σπάσουνε τα νεύρα.»
«Δε μου φαίνεται να πετυχαίνουν,» τους κολάκεψε. «Θα ’ναι όμως δύσκολο φαντάζομαι… Για σας… Δυο βήματα απόσταση…»
«Εμείς, άμα χρειαστεί, βαράμε μερικές και φεύγει ο φόβος μας. Δυσκοίλιο είναι για τους άλλους που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Αν είναι καλαμπούρι ή ουσία…»
Οι ριπές, όλο και πιο κοντά όσο περνούσε η ώρα, πύκνωναν· προστέθηκαν βολές του πυροβολικού· σκάγαν υπόκωφα λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, φωτίζοντας στιγμιαία πρόσωπα, φυλλώματα και στέγες.
«Αρκετά κοντά μας…» ψέλλισε. «Ασκήσεις, είναι βέβαιο;»
«Άμα δεν ήταν θα μας ράβανε.»
«Σωστά!» αντιλήφθηκε την γκάφα του. Βιάστηκε να κλείσει τη συνομιλία: «Λοιπόν παιδιά, εγώ πηγαίνω.»
Όπως απομακρυνόταν ένιωθε στην πλάτη του τα βλέμματά τους να τον αναμετρούν σαδιστικά. Ανάπνευσε βαθιά, απανωτά, σε μια προσπάθεια να ελέγξει την ταχυπαλμία του.
Φθάνοντας στη γωνία έχασε το κουράγιο του ξανά. Από τα Τούρκικα φυλάκια άκουγε ευκρινέστατα βρισιές και απειλές, που υποψιάστηκε, όχι αβάσιμα, πως ήτανε ο στόχος τους: ντομούς, κιοπέκ, πούστη και τα γνωστά. Ο πανικός τον τύλιξε· παρέλυσε· γύρισε το κεφάλι· οι τρεις στεκόντουσαν ακόμα γύρω απ’ την κατσαρίδα του. Κατάλαβαν τους δισταγμούς του και του γνέψανε: «Προχώρα!»
Το αποτόλμησε. Ξεμύτισε επί τέλους στην οδό Ειρήνης. Ερημιά· ούτε φαντάροι, ούτε ειρηνευτές, ούτε αμάξια, ούτε ζωντανό κανένα, σ’ όλο τ’ ορατό της μήκος… Να επιταχύνει ή να τρέξει; Απέρριψε αμέσως την παρόρμηση. Θα ερέθιζε τα πνεύματα στ’ αθέατα φυλάκια, τους δείχτες στη σκανδάλη. Ας το παίξει ήρεμα, φλεγματικά. Επιβράδυνε το βήμα· η καρδιά, να σκάσει· από παντού τον περιλούζανε εκρήξεις και βρισιές, ριπές και λάμψεις. Μα προχώρησε…
Με ανακούφιση αντίκρυσε μες στο ψιχάλισμα μιας νέας φωτοβολίδας την πλακέτα: «ΚΥΠΡΙΩΤΙΚΟ ΚΟΝΑΚΙ ΙΙ». Και πιο κάτω: «ΔΡ ΠΩΛ ΚΑΙ ΤΖΕΝΗ Φ ΚΑΡΟΛΟΥ».
Το σπίτι διώροφο, τεράστιο, έπαιρνε με τον κήπο του ολόκληρο τετράγωνο, ορθώθηκε μπροστά του σκοτεινό και αφιλόξενο. Κανένα φως στα παραθύρια, στην αυλή, κάτω απ’ τις πόρτες, στους φεγγίτες. Γίνονταν πάρτι πράγματι πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους;
Έσπρωξε βιαστικά την καγκελόπορτα και μπήκε. Η αυλή, περιφραγμένη μ’ ένα τοίχο δυο μπόγια ύψος, ήτανε καλυμμένη με γρασίδι· ένα πλακόστρωτο οδηγούσε στην αψιδωτή κυρία είσοδο. Προχώρησε, χτύπησε το κουδούνι. Δεν άκουσε μέσα στο σπίτι το κουδούνισμα. Ίσως ευθύνονταν οι εκρήξεις κι οι ριπές. Το ξαναχτύπησε για δεύτερη φορά και Τρίτη, ανυπόμονα. Πάλι δεν άκουσε κανένα ήχο. Ήτανε χαλασμένο ή το αποσυνδέσανε.
Μια ολάκερη βεντάλια από φωτοβολίδες φώτισε τη νύχτα. Αμέσως έπειτα συγκλόνισαν την περιοχή ομοβροντίες πυροβολικού. Ο κραδασμός του έφερε ναυτία. Ξαναπάτησε εξαγριωμένος το κουδούνι. Τίποτα… Το πιο καλό που ’χε να κάνει ήτανε να τρέξει πίσω στην αυλή, ν’ αναζητήσει την είσοδο του κήπου, την πόρτα υπηρεσίας. Αυτό θα ’κανε, δεν είχε πια καιρό για χάσιμο.
Τότε ακριβώς μισάνοιξε η πόρτα.
«Ο κύριος;»
Αυτό τουλάχιστον κατάλαβε πως ρώτησε η μισή γυναίκα που στέκονταν μπροστά του. Η υπόλοιπη μισή ήταν κρυμμένη πίσω από την πόρτα, οχυρωμένη.
Της απάντησε μα ήταν βέβαιος, μέσα στο σαματά, δεν άκουσε ούτε λέξη. Του ’γνεψε να περάσει. Πρόσεξε, προσπερνώντας, την ανατριχίλα της, τη βιασύνη της να κλείσει, ν’ ασφαλίσει την εξώπορτα.
Έμεινε μερικές στιγμές σιωπηλός για να συνέλθει. Την περιεργάστηκε αφηρημένα. Το φως του ηλιακού, πέφτοντας από πίσω, σμίλευε μια κορμοστασιά ψηλή και λυγερή. Φορούσε κυπριώτικη στολή· πρέπει να ήταν Καρπασίτικη. Το πρόσωπο αδρό, με στέρεες γραμμές, συμμετρικές, που τις αλάφρωνε μια αψεγάδιαστη επιδερμίδα· ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Μα κι άσκημη αν ήταν, ετούτη τη στιγμή σίγουρα θα την έβλεπε σαν τον αρχάγγελο της σωτηρίας του. Ήτανε μήπως η οικοδέσποινα; Σίγουρα ανταποκρινόταν στο σκιτσάρισμα του Λούη. Όχι, όχι, δεν μπορούσε… Μια κα Καρόλου δε θα υποδεχότανε τους ξένους της η ίδια· ή με την ποδίτσα…
«Ο κύριος;» ρώτησε ξανά η νέα γυναίκα.
Ακόμα την κοιτούσε αφηρημένος.
«Ποιον ν’ αναγγείλω;»
Έδωσε την κάρτα του.
«Φοβήθηκα πως δε μ’ ακούσατε. Δεν άκουσα καθόλου το κουδούνι,» είπε.
Ανακουφίστηκε που άκουσε τον ήχο της φωνής του.
«Ακούσαμε απ’ την πρώτη. Τα κουδούνια μας ακούγονται μονάχα μέσα!»
«Υπέθεσα πως χτύπησα σε λάθος πόρτα.»
«Όχι, όχι. Τούτη δω είναι η είσοδος. Βέβαια όλοι χρησιμοποιούμε πια την πίσω… Από δω παρακαλώ. Στο δίχωρο.»
Την ακολούθησε απορώντας πως γινότανε, πως ήταν δυνατό, το κλείσιμο της πόρτα, το κλικ της κλειδαριάς να ’ταν ο τελευταίος μεταλλικός ήχος που άκουσε.