Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΛευκωσία: η Νεκρή Ζώνη
Απόσπασμα από το βιβλίο του Jacques Lacarrière Λευκωσία: η Νεκρή Ζώνη, Ολκός, 2003ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Η ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Μόλις διασχίζει κανείς τη φρουρούμενη από τον ΟΗΕ περίβολο και στα πρώτα μέτρα της Buffer Zone, ο μόλις πατημένος και γεμάτος αγριόχορτα δρόμος, που πρέπει να αντιστοιχεί στη χάραξη της παλαιάς οδού του Αγίου Γεωργίου, σου δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεσαι στην καρδιά ενός περιχαρακωμένου και αδιέξοδου πεδίου. Ολόγυρα ερείπια, σιδηρικά, σωροί από χαλάσματα και ένα αλσύλλιο από αγαύες σε ένα ανασκαμμένο από τις νάρκες και τις μάχες έδαφος. Λίγο πιο κάτω, στα δεξιά, στο μέσον ενός κήπου που είναι πια ένα ακαθόριστο τοπίο, ορθώνεται η πρόσοψη ενός μεγάλου κτιρίου από το οποίο έχουν μείνει μόνον οι τοίχοι· ήταν το σχολείου του Αγίου Κασσιανού, ένα εκπαιδευτήριο για τα κορίτσια της καλής κοινωνίας της Λευκωσίας. Είμαστε δυο βήματα ακριβώς από την οχύρωση που φράσσει το ανατολικό μέρος της παλιάς πόλης κι ωστόσο οι θόρυβοι της σύγχρονης πόλης δεν φτάνουν παρά υπόκωφοι. Ναι, πρόκειται για ένα περιχαρακωμένο από ερείπια και σιωπή πεδίο μέσα στον intra-muros λαβύρινθο της παλιάς πόλης, που και η ίδια βρίσκεται εγκιβωτισμένη μέσα στη σύγχρονη πόλη· πρόκειται επίσης για ένα ταξίδι στο χρόνο. Τα πάντα, απολύτως τα πάντα, σταμάτησαν εδώ το βράδυ της 16ης Αυγούστου 1974, όταν σταμάτησαν οι μάχες ανάμεσα στους δυο αντίπαλους στρατούς, τον τουρκικό και τον ελληνικό, καθώς ακινητοποιήθηκαν στις μέχρι σήμερα θέσεις τους. Δεν έμεινε πια ανάμεσά τους παρά αυτό το κενό, ο χρόνος που πάγωσε και τα φαντάσματα των εγκαταλελειμμένων σπιτιών.
Ακριβώς μετά τα ερείπια του σχολείου, στην αρχή αυτού που ήταν κάποτε η οδός Ερμού, αρχίζουν οι τυφλές προσόψεις όπου διασταυρώνονται αγκαθωτοί θάμνοι και κισσοί. Αναρωτιέμαι τι όνομα να δώσω σ’ αυτούς τους κήπους που ξανάγιναν άγριοι, σ’ αυτό το όργιο από αγριόχορτα, σ’ αυτούς τους τοίχους που έχουν καταληφθεί από την παραληρηματική άνθηση των ιβίσκων. Η φύση ξαναπήρε για τα καλά τα δικαιώματά της, αλλά ποια δικαιώματα ακριβώς; Αυτά τού να γεμίσει για πάντα τις σχισμάδες των αναμνήσεων, να εξαλείψει κάτω από ένα πέπλο λησμονιάς το βιασμό ενός λαού και της ιστορίας του; Ακριβώς λίγο πιο πέρα, αφού προσπεράσει κανείς τις νεκρές προσόψεις, δέντρα, ψηλά δέντρα έχουν φυτρώσει στο εσωτερικό των κτιρίων. Είναι ένα πραγματικό αλσύλλιο που έχει καταλάβει τη συνοικία. Βλέποντας όλα αυτά τα δέντρα να σκιάζουν ό,τι αποτελούσε το όλο παλμό κέντρο της παλιάς πόλης, δεν μπορώ να μη σκεφτώ πώς θα γινόταν η παρισινή πλατεία Ομονοίας αν μια μέρα έπρεπε να μετατραπεί σε Buffer Zone. Πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να μπορεί κανείς το φθινόπωρο να μαζεύει εκεί μανιτάρια; Έχω στο σπίτι μου μια συλλογή από αφίσες που εκδόθηκαν από τον οργανισμό Greenpeace και οι οποίες δείχνουν εικόνες του Παρισιού μετά από πυρηνική αποκάλυψη. Βλέπει κανείς εκεί τα Ηλύσια Πεδία να έχουν γίνει πεδία υποβρύχιων ερειπίων, με φάλαινες να επιδίδονται σε παιχνίδια κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου! Δεν φτάσαμε ώς εκεί στην Κύπρο ούτε στη Λευκωσία, όπου αποφύγαμε μόλις το χειρότερο χάρη στη μεσολάβηση του ΟΗΕ. Όμως, αν έγινε δυνατό να σταματήσει ο πόλεμος, τα αίτια που τον προκάλεσαν παραμένουν ακόμα. Ο χρόνος φαίνεται να έχει προσωρινά παγώσει σ’ αυτό το περιχαρακωμένο τοπίο, αλλά εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής η πληγή μένει πάντα ανοιχτή.
Ερείπια λοιπόν. Ερείπια τόσο από την εγκατάλειψη όσο και από τις λεηλασίες ανθρώπων και αρμάτων. Ερείπια ορφανά, εν ολίγοις. Αυτοί οι άδειοι δρόμοι, αυτές οι φιμωμένες προσόψεις, οι μωλωπισμένοι τοίχοι: ένα ορφανοτροφείο για φαντάσματα. Τα ερείπια τα επισκέφθηκα και άλλοτε, όταν ήμουν έφηβος, και η Ορλεάνη, πόλη όπου κατοικούσα τότε, βομβαρδιζόταν καθημερινά την περίοδο της Απελευθέρωσης. Ζούσαμε σε μια πόλη που κατέρρεε, ξεθάβοντας σιδερικά και πτώματα σε τέτοιο βαθμό που μόλις έβλεπα ανέπαφα κτίρια άρχιζα μηχανικά να υπολογίζω το χρόνο που θα χρειαζόταν για να γκρεμιστούν. Αργότερα θα μελετούσα τα αρχαία ερείπια, τα σεπτά και επιβλητικά ερείπια απ’ όπου τα φαντάσματα εξαφανίστηκαν για πάντα. Όμως δεν υπάρχουν αρχαιολόγοι για τα ερείπια του χθες και του σήμερα, υπάρχουν μόνο μάρτυρες, θύματα και δήμιοι. Δεν σκέφτομαι εδώ μόνο τη Νεκρή Ζώνη της Λευκωσίας, σκέφτομαι και τα ερείπια της Καμπούλ, του Γκρόνζυ ή του Σεράγεβο, τα ερείπια της Τζενίν και της Γάζας, όπως, βεβαίως, και τα ερείπια της Χιροσίμα. Μιλάω για τα ερείπια που ο κόσμος μας σωρεύει γύρω μας, για τα ερείπια του σήμερα και – αναπόφευκτα – τα ερείπια του αύριο, όσα οι κάθε είδους εθνικισμοί μας ετοιμάζουν στο όνομα του κόσμου. Θεωρώ φυσικό το ότι στην Κύπρο το αρχαίο θέατρο Κούριον ή το ιερό της Αφροδίτης στην Πάφο – και επιπλέον ό,τι έχει απομείνει από τα οχυρά και τους πύργους των Λουζινιάν – είναι ονομαστά και θαυμαστά ερείπια που τα επισκέπτεται πολύς κόσμος. Όμως το ότι υπάρχουν σήμερα ερείπια στην καρδιά μιας σύγχρονης και γεμάτης ζωή πόλης, το ότι νεκρώνουν τις μέρες και το μέλλον της, είναι ανεκτό; Εδώ ο πόλεμος απλώς διακόπηκε για να μετατραπεί σε μια συνεχή ένοπλη επαγρύπνηση που διαρκεί τριάντα χρόνια. Έτσι που σ’ αυτούς τους τοίχους – φαντάσματα να μετρά κανείς τη διάρκεια και το εύρος της καταστροφής με το ύψος των δέντρων. Ίσως γι’ αυτό η Νεκρή Ζώνη να ονομάζεται ειρωνικά Πράσινη Γραμμή.
Jacques Lacarrière, Λευκωσία: Η Νεκρή ζώνη, μτφ. Βούλα Λούβρου, Αθήνα, Ολκός, 2003, σσ. 21-25.