Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η πορεία προς την ελευθερίαν

Γιώργος Θεοτοκάς κείμενο 137 «Η πορεία προς την ελευθερίαν» από το βιβλίο Στοχασμοί και θέσεις: πολιτικά κείμενα 1925-1966, τόμ. Β΄ (1950-1966), Εστία, 1966

137

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ[1]

Δημοσίευσα στην «Καθημερινή» της 22 Δεκεμβρίου 1954 ένα άρθρο εξ αφορμής του Κυπριακού ζητήματος, όπου υποστήριζα – με σαφήνεια, νομίζω – ότι, στην περίπτωση αυτή, «η ιδέα του δικαίου είναι με το μέρος των Ελλήνων» και ότι η κυρία ευθύνη, για την κακή τροπή που πήρε το ζήτημα, βαρύνει αναμφισβήτητα τους Άγγλους. Τόνιζα τα λάθη και τις ιδεολογικές ασυνέπειες της βρεταννικής πολιτικής και τους κινδύνους που εγκυμονεί. Υποστήριζα επίσης ότι ο εθνικός αγώνας για το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του κυπριακού λαού θα έπρεπε να γίνει «μέσα στα όρια που επιβάλλει η επιτακτική ιστορική ανάγκη, δηλαδή η συμμαχία των εθνών του δυτικού κόσμου για την προάσπιση του κοινού πολιτισμού». Το άρθρο μου περιείχε, ακόμα, ορισμένες επικρίσεις για τα κηρύγματα του μίσους που ακούσθηκαν στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο, για τις προσβολές εναντίον των σημαιών των συμμάχων και γενικά για όλες τις γνωστές εκδηλώσεις παραφοράς, καθώς και για ορισμένες επεμβάσεις πνευματικών οργανισμών, για τις οποίες πιστεύω ότι με τον τρόπο που έγιναν δεν ωφέλησαν την εθνικήν υπόθεση.

Το άρθρο εκείνο προκάλεσε ένα κύμα πολεμικής και υβριστικών δημοσιευμάτων που με κατέκλυσαν επί ένα ολόκληρο μήνα. Ποτέ στη ζωή μου, δεν τιμήθηκα με τόσην εχθρότητα και τόσες χυδαιότητες. Ήταν, ασφαλώς, μια χρήσιμη πείρα για την καλύτερη γνώση ανθρώπων και καταστάσεων.

Υπήρξαν, βέβαια, μέσα σ’ εκείνην τη διαδήλωση και πρόσωπα ευπρεπή. Δυστυχώς, δεν είδα πουθενά να αντικρούονται αι απόψεις μου με επιχειρήματα που προάγουν τη συζήτηση. Είδα μόνο μερικές νομικές κοινοτοπίες γύρω στην αρχή της αυτοδιαθέσεως – τις οποίες κανείς μας, στην Ελλάδα, δεν σκέφθηκε ποτέ να αμφισβητήσει – και άφθονες πολιτικές αισθηματολογίες. Όσον αφορά τους εξ επαγγέλματος συγγραφείς υβρεολογίων (επωνύμους και ανωνύμους), η τιμωρία τους είναι ότι κανείς δεν τους λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν. Είναι, δηλαδή, σαν να μην υπάρχουν.

Οπωσδήποτε, ο σάλος έχει τώρα πια κοπάσει, οι έξαλλοι, ξεθύμαναν και η συζήτηση γύρω στο Κυπριακό ζήτημα διεξάγεται, προς το παρόν, με σχετική νηφαλιότητα. Η κοινή γνώμη αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι δεν είναι δυνατό να στηρίζεται η εθνική μας πολιτική στην αρχή «γαία πυρί μιχθήτω». Ο κ. Παπανδρέου έθεσε πολύ καθαρά το ζήτημα στη Βουλή με τη γνωστή επιγραμματική διατύπωσή του: «Εάν επρόκειτο η επιδίωξις του εθνικού αιτήματος της Κύπρου να γίνει με τρόπον, ο οποίος απομακρύνει την Ελλάδα από τους φυσικούς της συμμάχους, τότε εν ονόματι της Κύπρου θα εχάνετο η Ελλάς». Τίποτα διαφορετικό δεν είπαν ούτε σκέφθηκαν όσοι από μας είχαν αντιρρήσεις για την καλλιέργεια του μίσους εναντίον των συμμάχων μας και γενικά για τον τρόπο που έγινε η καθοδήγηση της κοινής γνώμης. Μερικές ανησυχίες τολμήσαμε να εκφράσωμε για το εθνικό μας μέλλον. Ένα απλό ερώτημα: που πάμε;

Σημαντική συμβολή στη συζήτηση για το Κυπριακό ζήτημα αποτελούν τα δύο άρθρα του κ. Πιπινέλη που δημοσίευε η «Καθημερινή» (5 και 6 Φεβρουαρίου 1955). Με αναμφισβήτητη αρμοδιότητα και με ευρύτητα σκέψεως, ο κ. Πιπινέλης τοποθετεί λαμπρά το ζήτημα μέσα στα πλαίσια των γενικώτερων εθνικών και των παγκοσμίων προβλημάτων του καιρού μας. Ως προς τον τρόπον του χειρισμού του, θέτει μια αρχή που είναι σε όλους γνωστή, αλλά που την είχαμε, ως φαίνεται, λησμονήσει. Εννοώ τα όσα γράφει, για την «έμφυτον εμπειρικότητα της βρεταννικής νοοτροπίας, η οποία αποστέργει εξ ενστίκτου πάσαν ριζικήν λύσιν, αλλά ευκόλως συντάσσεται προς τας προοδευτικάς μεταβολάς, τας οποίας αι περιστάσεις εκάστοτε υπαγορεύουν».

Αφού έχομε συμμαχία και, συνάμα, αντιδικία με τους Άγγλους, ας προσπαθούμε να καταλαβαίνωμε τον εθνικόν τους χαρακτήρα. Πρέπει να ξέρει κανείς να συζητεί μαζί τους (καθώς πρέπει να ξέρει να συζητεί κανείς και με τους Τούρκους, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα, επίσης δύσκολο). Ο αγγλικός χαρακτήρας απεχθάνεται τις απότομες αλλαγές, τις ριζικές ανατροπές καθεστώτων, ενώ εξ άλλου ρέπει ακατάπαυστα προς τη μεταρρύθμιση, προς την πρόοδο. Η Μεγάλη Βρεταννία πραγματοποίησε, τα τελευταία διακόσια χρόνια, κολοσσιαίες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επαναστάσεις με την εξελικτική μέθοδο. Την είδαμε, στις ημέρες μας, να περνά σιγά-σιγά, ομαλότατα και αβίαστα, από το καθεστώς της ολιγαρχίας της καταγωγής και του μεγάλου πλούτου στο κλίμα της κοινωνικής Δημοκρατίας. Για πολύ μικρότερες μεταρρυθμίσεις, η ηπειρωτική Ευρώπη είναι πάντα έτοιμη να κυλισθεί στο αίμα. Η φυσική τάση της Αγγλίας είναι να χειρίζεται με τον ίδιο τρόπο και τα ζητήματα της άλλοτε Αυτοκρατορίας της, που έχει εξελιχθεί, κατά το μεγαλύτερο μέρος, σε μιαν ελεύθερη Κοινοπολιτεία.

Ορθά ο κ. Πινέλης προειδοποιεί: «Τίποτε δεν επιτρέπει την βάσιμον ελπίδα ότι η επιδίωξις μιας αμέσου ολοκληρωτικής λύσεως θα οδηγήσει και σήμερον εις άλλο τι ή την απώλειαν και άλλου πολυτίμου χρόνου και εις την επιδείνωσιν των διεθνών σχέσεων της χώρας…» Τι κερδίσαμε με τον εξτρεμισμό που επεκράτησε το 1931; Το ζήτημα χαντακώθηκε εντελώς για μια γενιά. Χάσαμε μια ολόκληρη εικοσιπενταετία, κατά την διάρκεια της οποίας μια διαφορετική τακτική μπορεί να είχε δημιουργήσει τους όρους της εξελίξεως προς την ελευθερία. Και ίσως σήμερα το Κυπριακό ζήτημα να είχε φθάσει πολύ κοντά στην οριστική του λύση.

Όλες οι ενδείξεις πείθουν ότι το ζήτημα μπορεί να λυθεί μόνο κατά στάδια, εξελικτικά, αφού προηγηθούν συνεννοήσεις με τα προοδευτικά στοιχεία της Αγγλίας, αφού διαφωτισθεί η βρετανική κοινή γνώμη και χρησιμοποιηθούν όλες οι ευκαιρίες που θα προκύψουν για την παραχώρηση ολοένα περισσοτέρων πολιτικών δικαιωμάτων στους Κυπρίους. Δεν είναι δυνατόν να προβλέψει κανείς τις μορφές της εξελίξεως. Μπορούν να υπάρξουν πολλοί νομικοί τύποι της αυτοδιοικήσεως, της αυτοκυβερνήσεως, της αυτονομίας, ίσως και της συγκυριαρχίας ακόμα, με τελικό σκοπό την πλήρη αυτοδιάθεση. Αυτά όλα θα εξαρτηθούν από τις περιστάσεις και από την τέχνη των ανθρώπων που θα τα διαχειρισθούν. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: ότι, ακολουθώντας την αρχή «Ένωση ή τίποτα», καταλήγομε συνεχώς σε αδιέξοδο. Η Κύπρος υποφέρει από ένα αναχρονιστικό καθεστώς, αποικιακό και στρατιωτικό και η αγγλοελληνική φιλία κλονίζεται σε μιαν εποχή γεμάτη κινδύνους.

Κανείς δεν μας λέει με ποιον ακριβώς τρόπο θα βγούμε από το αδιέξοδο, δηλαδή με ποια συγκεκριμένα μέσα θα πραγματοποιηθεί η Ένωση στο άμεσο μέλλον. Δεν εννοώ ζητωκραυγές και πεζοτράγουδα, αλλά λόγια πρακτικά, ιδέες εφαρμόσιμες. Αν όμως όλοι κατά βάθος καταλαβαίνωμε ότι δεν υπάρχει τρόπος να γίνει η Ένωση αμέσως, δεν θα ήταν άραγε τιμιότερο και απέναντι του Έθνους και απέναντι της Κύπρου, να παραδεχθούμε με ειλικρίνεια ότι εξελικτική πολιτική είναι η μόνη ορθή;

Δεν ξέρω αν θα βρεθούν πάλι μερικοί καλοί Έλληνες που να με κατηγορήσουν ότι δεν έχω εθνική συνείδηση. Είπα και πριν ότι δεν ασχολούμαι με εξυβρίσεις που προέρχονται από ανθρώπους ουσιαστικά ανυπάρκτους. Αλλά συλλογίζομαι τα όσα γράφουν τίμιοι και σεβαστοί Κύπριοι ιδεολόγοι και ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω ορισμένες απόψεις τους. Αποκρούουν με αδιαλλαξία και την απλή σκέψη παροχής πολιτικών δικαιωμάτων στον κυπριακό λαό και αφήνουν να διαφαίνεται, στα γραφόμενά τους, η ανησυχία ότι η εξελικτική μέθοδος θα δημιουργούσε κίνδυνο αφελληνισμού της Κύπρου.

Γεννήθηκα στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεν πιστεύω στη δυνατότητα του αφελληνισμού. Ο Ελληνισμός καταργείται μόνο με τη φωτιά και το σίδερο. Μπορεί να αφομοιώνεται στη διασπορά. Αλλά, στα ιστορικά του εδάφη, εκεί που έχει ρίζες στη γη, ο Ελληνισμός δεν αφομοιώθηκε ποτέ. Πάντοτε αφομοίωσε. Όσες φορές κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια πνευματική και υλική άνεση, έστω και υπό ξένη κυριαρχία, προόδευσε αμέσως, ως εθνότης και ως κοινωνία και ακτινοβόλησε. Για ποιο λόγο, σήμερα, μας είναι αποκρουστική η ιδέα της παροχής ελευθεριών υπό βρεταννική κυριαρχία, ως ένα πρώτο στάδιο προς την αυτοδιάθεση; Θα μου απαντήσουν ότι οι Άγγλοι, ώς τώρα, δεν προσέφεραν ουσιαστικά δικαιώματα και ότι το προτεινόμενο Σύνταγμα είναι μια παρωδία Συντάγματος. Σύμφωνοι. Αλλά γιατί εμείς αποκλείομε κάθε συζήτηση και δεν επιδιώκομε, προς το παρόν τουλάχιστον, ένα Σύνταγμα αληθινά φιλελεύθερο, που δεν είναι δυνατό να εξακολουθήσουν να το αρνούνται οι Άγγλοι επ’ άπειρον; Γιατί θα κινδύνευε ο εθνισμός της Κύπρου την ημέρα που θα λειτουργούσε εκεί ένα δημοκρατικό πολίτευμα και θα σχηματιζόταν μια τοπική Κυβέρνηση, ελληνική κατά πλειοψηφία, με Έλληνα πρωθυπουργό και Έλληνα υπουργό της Παιδείας; Πιστεύω ότι πολλοί Έλληνες θα χαιρετούσαν ένα τέτοιο γεγονός σαν μια αληθινή νίκη όχι του Κράτους, αλλά του Έθνους.


[1]Εφημ. «Η Καθημερινή», 16 Φεβρουαρίου 1955, με υπότιτλο «Σκέψεις εξ αφορμής του Κυπριακού». Βιβλ. Μοσχονά: 977. Αρχείο: Φ. 30/5756.

Γ. Θεοτοκάς, Στοχασμοί και σκέψεις: Πολιτικά κείμενα 1925-1966, τόμ. Β’ 1950-1966, Αθήνα, Εστία, 1996, σσ . 678-681.