Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η Χάλκινη εποχή

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ρόδη Ρούφου Η Χάλκινη εποχή, Εστία, 1960

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

Ούζο και οργή

1

Δεν άργησα να μάθω πόσο αυστηρός ήταν ο ηθικός κώδικας του Νησιού, τουλάχιστο για τη νεολαία. Φανερά ειδύλλια δεν υπήρχαν, και τα κορίτσια δεν έβγαιναν μόνα τους με άντρες, εκτός αν ήταν αρραβωνιασμένα. Λυπόμουν τα παιδιά, γιατί στο κάτω-κάτω το κλίμα είναι θερμό στην Κύπρο, και η ήβη πρόωρη.

Γι’ αυτό κι όταν ο Βίας ήρθε και με βρήκε στενοχωρεμένος, να μου γυρέψει βοήθεια στη δυσκολία όπου βρισκόταν, η περίπτωσή του μου κίνησε αμέσως τη συμπάθεια. Ο Βίας, ένας από τους καλύτερους μαθητές μου, ήταν ο αδερφός του Γιάννη, του σερβιτόρου: ένα ευγενικό, γλυκομίλητο παιδί δεκαεφτά χρονών, με μαύρα σγουρά μαλλιά και ντροπαλό χαμόγελο σαν του αδερφού του.

— Καταλαβαίνετε, κύριε, χτες περπατούσα στο δρόμο με τη Μαρία, του Γ΄ Τμήματος, και πέσαμε πάνω στον κ. Χριστοφορίδη, κι είμαι σίγουρος ότι μας αναγνώρισε.

Ο κ. Χριστοφορίδης ήταν καθηγητής των Αρχαίων και τρομερός στυλοβάτης της ηθικής. Αν τους ανάφερε, το νεαρό ζευγάρι την είχε άσκημα.

— Πολύ κακό αυτό, απάντησα προσπαθώντας να κρατήσω σοβαρό ύφος. Δεν έπρεπε να το κάνεις. Σκέψου την υπόληψη της Μαρίας. Αλήθεια, ποια είναι; Την ξέρω;

Ο Βίας κοκκίνισε.

— Η Μαρία είναι καλή κοπέλα, κύριε. Μη νομίζετε πως κάναμε τίποτα κακό. Την ξέρετε, είναι η Μαρία Παναγιώτου που έρχεται στα λογοτεχνικά φροντιστήρια.

Τότε τη θυμήθηκα. Ένα σοβαρό κορίτσι με κοτσίδες. Όχι όμορφη – μάλλον βαριά χαρακτηριστικά, αλλά καλό σώμα και μεγάλα υγρά μάτια. Ενθουσιώδης θαυμάστρια του Παλαμά.

— Καλά, και τί θέλεις να κάνω εγώ; Να μιλήσω του κ. Χριστοφορίδη; Δεν πιστεύω να μ’ ακούσει. Μπορώ, βέβαια, να μεσολαβήσω στο Γυμνασιάρχη…

— Να σας πω. Το πρώτο πράμα που θα μας ρωτήσουν θα ‘ναι πώς έτυχε να συναντηθούμε. Δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι γυρίζαμε από το σπίτι σας, όπου μας είχατε ζητήσει να κάνουμε δοκιμαστική απαγγελία εκείνων των ποιημάτων για τη γιορτή του Σχολείου;

Το συλλογίστηκα λιγάκι. Μου γύρευε να γίνω συνένοχος σε μια παράβαση του κανονισμού, και να πω ψέματα. Ήταν σοβαρό πράμα και μου ’ρχόταν ν’ αρνηθώ. Ξάφνου, χωρίς κανένα λόγου, θυμήθηκα τη Σύλβια. Σίγουρα θα ’ταν με το μέρος των παραβατών. Μια φορά είναι τα νιάτα… Μαλάκωσα.

— Καλά, είπα. Θα σας βοηθήσω αυτή τη φορά, μα δεν πρέπει να ξαναγίνει. Δε μου λες, αλήθεια, τι στο καλό κάνατε, αν δεν ήταν τίποτα κακό;

Ο Βίας ξεροκατάπιε και φάνηκε ακόμα πιο στενοχωρεμένος. Κόμπιασε αρκετή ώρα, ενώ πάσκιζα να μαντέψω την απάντηση: Απλός περίπατος; Απαγγελία ποιημάτων; Κανένα φιλί; Ποτέ δε θα το ’βρισκα αν δε μου το ’λεγε.

— Μεταφέραμε παράνομα φυλλάδια, κύριε.

— Μεταφέρατε… τι;

— Παράνομα φυλλάδια. Επαναστατικά. Εναντίον των Εγγλέζων. Έμεινα άφωνος για λίγο από την έκπληξη. Ούτε μου είχε περάσει ποτέ από το νου πως ήταν δυνατό να συμβαίνουν τέτοια πράματα ανάμεσα στους μαθητές μου.

— Είσαι τρελός! φώναξα. Στην ηλι…

Τότε ξαφνικά θυμήθηκα πως κι εγώ, στην ηλικία του, είχα κάνει ακριβώς τα ίδια, στην αρχή της Γερμανικής Κατοχής. Σταμάτησα, κι αντί να τελειώσω τη φράση μου είπα καμώνοντας τον αυστηρό:

— Αυτά είναι πολύ ανεύθυνα πράματα. Ποιος σ’ έβαλε να το κάνεις;

— Λυπάμαι, κύριε, αλλά δεν μπορώ να σας πω. Κι ό,τι σας είπα ήταν μονάχα για να μη σχηματίσετε κακή ιδέα για τη Μαρία, και γιατί σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Καταλαβαίνετε ότι είναι πολύ απόρρητο. Μιλούσε με σεβασμό, αλλά στάθηκε αμετάπειστος, και τελικά το πήρα απόφαση πως δε θα μάθαινα πιο πολλά. Πέταξα μιαν ακόμα ερώτηση:

— Είναι κι άλλοι μαθητές ανακατεμένοι σε τούτη τη δουλειά;

— Βέβαια, όλοι όσοι μπορούν να κρατήσουν όρκο.

Όρκο! Τούτο σήμαινε πως υπήρχε κάποιου είδους οργάνωση πίσω απ’ όλα αυτά. Έπεσα σε βαθιά συλλογή. Ο Βίας περίμενε, έπειτα ξερόβηξε.

— Σας παρακαλώ, κύριε…

— Ναι;

— Σκέφτηκα, μήπως θα θέλατε να προσχωρήσετε κι εσείς – να μας βοηθήσετε – ξέρω πως είχατε κάνει στην Αντίσταση στην Ελλάδα, και πρέπει να ’χετε πολλή πείρα από παράνομο αγώνα. Αν θέλετε, το λέω στον ομαδάρχη μου, κι είμαι σίγουρος ότι θα εγκρίνει…

Αυτό ξεπερνούσε τα όρια.

— Αρκεί, είπα κοφτά. Δε θέλω να ξανακούσω τίποτα γι’ αυτή την υπόθεση. Πήγαινε τώρα.

Απογοητευμένος, προχώρησε κατά την πόρτα. Και τότε απότομα ένιωσα κάτι σαν ενοχή που τον άφηνα αβοήθητο. Τον φώναξα κι ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του.

— Βία, παιδί μου, κάνε μου τη χάρη να προσέχεις. Άλλη φορά θα τα ξαναπούμε.

2

Μιας κι έγινε η αρχή, τα παιδιά – ή μήπως δεν ταίριαζε πια να τα λέω παιδιά; – εξακολούθησαν να μου δείχνουν όλο και περισσότερη εμπιστοσύνη. Δε μου ’παν τίποτα για τους αρχηγούς τους και τ’ άλλα μυστικά της Οργάνωσης (δεν ήξερα μήτε τ’ όνομά της, παρά μονάχα ότι έκανε παράνομο ενωτικό αγώνα με βίαια αντιαγγλικά φυλλάδια και συνθήματα στους τοίχους) αλά τώρα με ειδοποιούσαν συνήθως από πριν όταν είχαν υπηρεσία, και κάθε φορά με έπειθαν ν’ αναλάβω να τους καλύψω με το άλλοθι των ποιητικών απαγγελιών. Ήταν σοβαρή η ευθύνη που ’παιρνα έτσι απάνω μου σαν ενήλικος και σαν εκπαιδευτικός, αλλά δεν έβρισκα κανέναν τρόπο για να τους εμποδίσω που να μην κατάληγε στη σύλληψή τους, ή τουλάχιστο στην αποβολή τους από το Σχολείο. Άλλωστε κόντευε το σχολικό έτος να τελειώσει, κι είχα την ελπίδα πως με το σκόρπισμα των διακοπών θα σταματούσε από μόνη της τούτη η δουλειά.

Σιγά-σιγά έμαθα πως μέσα στο μυστικό ήταν ολόκληρη σχεδόν η Πέμπτη, κι αυτό σήμαινε πως κι η Έκτη θα ’ταν ανακατεμένη. Ήταν και πολλές κοπέλες, σαν τη Μαρία. Αναρωτιόμουν αν κανένας άλλος συνάδελφός μου ήξερε τι συνέβαινε. Είχα μιαν υποψία για τον Κώστα Λεβέντη, το γυμναστή, ένα γεροδεμένο παλικάρι που είχε κατορθώσει, αν και Άγγλος υπήκοος, να υπηρετήσει στα ελληνικά ΛΟΚ στο δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Κάπου – κάπου μου ’ριχνε σημαδιακές ματιές… Τέλος πάντων, με τον καιρό θα εξιχνιαζόταν και αυτό.

Χώρια από το Βία, με τον οποίο σιγά-σιγά γίναμε αληθινοί φίλοι, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες νέους της συντροφιάς ήταν ο Λευτέρης. Ασυνήθιστα ξανθός για Κύπριο, είχε ωραιότατα χαρακτηριστικά κι ήταν από τους πρώτους αθλητές του σχολείου. Μιλούσε λίγο και σταράτα κι έμοιαζε γεννημένος γι’ αρχηγός. Μου θύμιζε το Μιχαήλ, τον ήρωα της δικής μου γενιάς που σκοτώθηκε στα είκοσι δύο του χρόνια κι άφησε τέτοιαν άσβηστη μνήμη σ’ όσους τον γνώρισαν. Ο Λευτέρης ήταν που ήρθε και μου μίλησε για τον Αλή, το Τουρκάκι.

Φαίνεται πως ένα βράδυ, καθώς γύριζε σπίτι του, ο Λευτέρης βρήκε ένα κουρελιάρικο αγόρι, πετσί και κόκκαλο, να κάθεται έξω από την πόρτα του και να κλαίει. Ο Λευτέρης του μίλησε και το παιδί απάντησε με τα καλούτσικα ελληνικά που μεταχειρίζονται όλοι οι Τουρκοκύπριοι. Λεγόταν Αλή, ήταν ορφανός και μονάχος στον κόσμο, κι ώς τότε είχε ζήσει από την ελεημοσύνη μιας γριάς γειτόνισσας που τον είχε βάλει να κοιμάται σ’ ένα είδος καρβουναποθήκης και του ’δινε λίγο φαγί – ίσα-ίσα για να μην πεθάνει της πείνας, γιατί ήταν και η ίδια φτωχή. Την προηγούμενη μέρα, ωστόσο, η γριά είχε ξεψυχήσει, και τώρα ο Αλή δεν είχε που να κοιμηθεί και τι να φάει.

Ο Λευτέρης συγκινήθηκε, κι η μάνα του το ίδιο σαν άκουσε την ιστορία. Πήραν τον Αλή σπίτι τους, τον τάισαν, τον έβαλαν να πλυθεί, του ’δωσαν ρούχα και τον φιλοξένησαν σ’ ένα προσωρινά περισσευούμενο δωμάτιο. Το δύστυχο αγόρι έδειξε μεγάλη ευγνωμοσύνη: φιλούσε τα χέρια του Λευτέρη και της μάνας του, τραγουδούσε, χόρευε από ενθουσιασμό. Το πρόβλημα όμως δεν είχε λυθεί. Δεν μπορούσαν να κρατήσουν τον Αλή πολύν καιρό, το δωμάτιο θα το χρειάζονταν κάποτε. Τι να γίνει;

Το συζητήσαμε στην επόμενη συγκέντρωση της μικρής ομάδας.

— Να ειδοποιήσουμε την Τουρκική Κοινότητα, πρότεινε κάποιος. Ασφαλώς θα ’χουν κανένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για τέτοιες περιπτώσεις.

— Αυτό, είπε ο Βίας, είναι μια έσχατη λύση, αν δε βρεθεί τίποτε άλλο. Πολύ προτιμότερο θα ’ταν να τον βοηθήσουμε εμείς οι ίδιοι, να δείξουμε ότι συμπαθούμε τους Τούρκους.

— Σωστά, έκανε ζωηρά ο Λευτέρης, και γύρισε σε μένα. Έχω μια ιδέα, κύριε. Υπάρχει εκείνη η καμαρούλα κοντά στο θυρωρείο του Σχολείου, που δεν τη μεταχειρίζονται ποτέ. Γιατί να μην τον βάλουμε εκεί; Κάθε τάξη με τη σειρά θ’ αναλαμβάνει να του φέρνει φαγητό, ας πούμε για μια εβδομάδα. Εύκολα μαζεύουμε μερικά ρούχα ακόμα. Και θα μπορούσε να παρακολουθήσει μερικά στοιχειώδη μαθήματα, αν θέλει. Είναι έξυπνο παιδί.

Όπως συνήθως, αυτός ο οργανωτής τα ’χε προβλέψει όλα. Το σχέδιό του ήταν λογικό, δεν μπορούσε κανένας να ’χει αντίρρηση. Την άλλη μέρα το προτείναμε με τρόπο στο Γυμνασιάρχη, που ήταν καλός άνθρωπος και το δέχτηκε.

Έτσι ο Αλή υιοθετήθηκε από το Γυμνάσιο, και θέλησε να το ξεπληρώσει με την προθυμία του για κάθε λογής δουλειές. Ο θυρωρός τον συμπάθησε και μ’ αυτό τον τρόπο εξασφαλίστηκε η συντήρησή του για τη διάρκεια των διακοπών. Στα μαθήματα έδειξε μιαν αντίληψη και μιαν επιμέλεια σχεδόν απίστευτες, που εξηγήθηκαν όταν μάθαμε πως δεν ήταν δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρονών, όπως είχαμε νομίσει στην αρχή, αλλά δεκαεφτά, μόνο που φαινόταν μικρότερος, από τον υποσιτισμό. Σύντομα, στη νέα του ζωή, άρχισε να αναπτύσσεται σαν κανονικός έφηβος.

Τα παράνομα φυλλάδια και ο Αλή, οι εξετάσεις και τα λογοτεχνικά φροντιστήρια μας είχαν κουράσει, κι όλοι μας περιμέναμε ανυπόμονα λίγη ελευθερία. Μαθητές και δάσκαλοι χαρήκαμε το ίδιο σαν ήρθε η τελευταία μέρα του σχολικού χρόνου κι αποχαιρετιστήκαμε μ’ ευχές για καλές διακοπές.

3

Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος του Ιουλίου τριγυρίζοντας την Κύπρο με τ’ αυτοκίνητό μου. Κολυμπούσα και λιαζόμουν στις αμμουδιές της Αμμοχώστου ή στα παράλια της Πάφου, όπου λένε πως η Αφροδίτη γεννήθηκε μέσα από τα κύματα· μελετούσα βυζαντινές εκκλησίες, ελληνικά και φράγκικα μνημεία• περπατούσα στα ψηλά βουνά της νοτιοδυτικής μεριάς, ρουφώντας δροσερό καθάριο αέρα στην πεντάμορφη Κοιλάδα των Κέδρων ή στη Χιονίστρα, την ψηλότερη κορφή του Νησιού· δεχόμουν την αρχοντική φιλοξενία των μοναστηριών κι έβαζα τους ηγούμενους να διηγούνται ευλαβικούς θρύλους γύρω από τους μεσαιωνικούς αγώνες για τη σωτηρία του ελληνισμού και της πίστης του, στα χρόνια που όριζαν την Κύπρο οι σχισματικοί Φράγκοι· καθόμουν σε καφενεία χωριών και φλυαρούσα με τους γεροντότερους ή άκουγα τις απολαυστικές ιστορίες των παραμυθάδων· παρακολουθούσα λαϊκούς χορούς και γάμους.

Με αγαλλίαση ανακάλυπτα ξανά τον τόπο μου, τις ρίζες της παράδοσής μας. Τόσον καιρό, μακριά απ’ αυτά τα νάματα, είχα στερέψει σαν ξερό διανοητικό σφουγγάρι – τώρα τ’ άφηνα να με ποτίσουν με καινούρια ζωή. Ήταν τόσα πολλά πράματα στην Κύπρο που άξιζαν αγάπη και θαυμασμό. Ήταν όλα δικά μου, και τάχα παραμελήσει τόσα χρόνια.

Μεγάλη εντύπωση μου ’κανε, σ’ όλες τις επαφές μου με τη ζωή του κυπριακού χωριού, η ένταση του ελληνικού αισθήματος κι η συνειδητή απόφαση των αγροτικών πληθυσμών ν’ αγωνιστούν για την Ένωση με την πατρίδα. Ο μοναχικός βοσκός στον Άγιο Αντρέα που είδα ν’ ανάβει ένα κερί σ’ ερημοκλήσι «για τον αγώνα»· ο γενειοφόρος γέροντας του Μπελαπαΐς που μου ζήτησε να μεταφράσω σ’ έναν Αμερικανό δημοσιογράφο ότι «Ο Θεός δεν είχε πλάσει τον άνθρωπο δούλο, αλλά ελεύθερο»· οι εργάτες στα ορυχεία του αμίαντου που φώναζαν «Δώστε μας όπλα να πολεμήσουμε!»· τα παιδάκια που παντού χαιρετούσαν τους αυτοκινητιστές με κραυγές «Ζήτω η Ένωση!», πρόσφερναν φρούτα και λουλούδια κι αρνιόνταν, μ’ απροσδόκητη αξιοπρέπεια, να δεχτούν χρήματα· οι φλογεροί ενωτικοί λόγοι σε κάθε κηδεία, σε κάθε τοπική γιορτή, σε κάθε θεμέλιο λίθο: όλα αυτά δεν ήταν, όπως πίστευαν ακόμη πολλοί Άγγλοι, τεχνητό προϊόν της προπαγάνδας Εκκλησίας και Σχολείου. ήταν κάτι πολύ παλιότερο, αίτιο μάλλον παρά αποτέλεσμα της δύναμης αυτών των οργανισμών, πηγή της επιβολής και της αίγλης τους.

Κάπως παράδοξα – γιατί το κομμουνιστικό κόμμα ΑΚΕΛ ήταν ισχυρότερο στις πόλεις παρά στις αγροτικές περιοχές – σε μιαν απ’ αυτές τις εκδρομές ήταν που πρωτοήρθα σ’ επαφή με την Κυπριακή Αριστερά. Ο Λεωνίδας, που ταξίδευε μια μέρα μαζί μου ανάμεσα στην Πάφο και στη Λεμεσό, μου είπε καθώς διασχίζαμε ένα μικρό χωριό:

— Τούτο είναι το Άνω Γεφύρι. Σταμάτα να πάρουμε κάτι. Θέλω να γνωρίσεις έναν αριστερό φίλο μου.

Απόρησα, ξέροντας πως ο Λεωνίδας ήταν έντομα αντικομμουνιστής όπως όλοι οι Εθναρχικοί Σύμβουλοι. Έπειτα, νομίζοντας πως αστειευόταν, χαμογέλασα ανάλογα.

— Όχι, όχι, έκανε. Μιλάω σοβαρά. Είναι σπουδαίος τύπος, θα δεις.

Χτισμένο στους πρόποδες της μεγάλης οροσειράς, το Άνω Γεφύρι βρίσκεται έξω από την κύρια δημόσια αρτηρία και το ’χαμε συναντήσει μόνο και μόνο γιατί έτυχε να διαλέξουμε ένα λιγότερο ορθόδοξο αλλά πιο γραφικό δρομολόγιο μέσα από τους χωματόδρομους του δάσους.

Σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά στο καφενείο του χωριού, που τώρα αργά τ’ απόγευμα ήταν σχεδόν γεμάτο κι είχε τη συνηθισμένη ήσυχη όψη: άντρες που κάπνιζαν και κουβέντιαζαν, έπαιζαν τάβλι κι έπιναν καφέ ή ούζο. Γυναίκες δε φαίνονταν.

Ένας άντρας κάπου σαράντα χρόνων, παχύς και γελαστός, ζωσμένος την ποδιά του καφετζή, μας υποδέχτηκε πρόσχαρα και μας έσφιξε το χέρι:

— Γεια χαρά, κύριε Λεωνίδα!

— Γεια σου, Αναστάση. Ο φίλος μου από δω, ο κύριος Αλέξης, είναι καινούριος καθηγητής στο Γυμνάσιό μας.

— Καλώς όρισες στο χωριό μας, κύριε Αλέξη. Τι μπορώ να σας κεράσω;

— Όχι, Αναστάση, έκανε ο Λεωνίδας αποφασιστικά. Τούτη τη φορά είναι η σειρά μου.

Ο καφετζής συγχύστηκε.

— Για τ’ όνομα του Θεού, κύριε Λεωνίδα! Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα; Εσύ κι ο φίλος σου είσαστε ξένοι εδώ. Όταν έρθω στη Λευκωσία, τότε θα ’ναι η δική σου σειρά.

— Καλά, Αναστάση, αλλά θα καθίσεις μαζί μας.

Ο Αναστάσης κάθισε, και σε λίγο ήρθαν ούζο και λογιών-λογιών διαλεχτοί μεζέδες: χαλούμι και λουκάνικα τηγανητά, πατατάκια και μύγδαλα, ελιές και κεφτέδες. Ο καφετζής μας πίεσε να φάμε και ταυτόχρονα παραπονέθηκε για την οικονομική κατάσταση. Οι τιμές των αμπελουργικών προϊόντων δεν ήταν ικανοποιητικές, αρρώστιες κατάστρεφαν τ’ αμπέλια και δάκος τις ελιές, οι αγρότες δεν μπορούσαν να βρουν φτηνά δάνεια ή ασφάλιση για τις θεομηνίες.

— Αλλά τί περιμένεις, κατάληξε, από τους ξένους που μας κυβερνάνε; Τι τους νοιάζει αυτούς για το χωρικό; Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να κρατάνε την Κύπρο για τους στρατιωτικούς σκοπούς.

— Νομίζεις ότι θα περνάτε καλύτερα μετά την Ένωση; έκανα.

— Θέλει ρώτημα; φώναξε ο Αναστάσης. Μπορεί να μη συμφωνώ με όλα όσα γίνονται στην Ελλάδα, μα ξέρω ότι ακόμα κι η φτωχή μάνα είναι καλύτερη από μια πλούσια κι αδιάφορη μητριά. Έπειτα, σαν Έλληνες θα ’χουμε ψήφο και λόγο για τις υποθέσεις μας. Πάρε, ας πούμε, τι γίνεται για τη γεωργία στην Ελλάδα. Η αναλογία στις θεριστικές μηχανές…

Μίλησε πολύ για οικονομικά θέματα που μου ήταν ολότελα άγνωστα, τόσο που ντράπηκα για την άγνοιά μου. Στο κάτω-κάτω αυτά τα πράματα είχαν μεγάλη σημασία για τη ζωή του νησιού μου, και τώρα φαινόταν πως μπορούσαν να δώσουν ένα αναπάντεχο επιχείρημα για τον εθνικό αγώνα. Ώς τότε είχα ασχοληθεί μονάχα με ιδεολογικά προβλήματα, κι είχα δεχτεί σαν αυτονόητο τον αγγλικό ισχυρισμό πως οι Κύπριοι βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική θέση κάτω από αγγλική διοίκηση παρά ό,τι θα ήταν σαν πολίτες της «φτωχής Ελλάδας».

— Πού τα ξέρεις όλα αυτά;

— Ε, διαβάζουμε ελληνικές και κυπριώτικες εφημερίδες, μελετάμε στατιστικές, ακούμε την Αθήνα.

Ήθελα να ρωτήσω τι σήμαινε αυτός ο πρώτος πληθυντικός, μα εκείνη τη στιγμή μάς έκοψε ο παπάς του χωριού, που ’χε μάθει τον ερχομό μας και κατέβαινε να χαιρετήσει τους εκλεχτούς ξένους από την πρωτεύουσα. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με κάτασπρα γένια και μειλίχια έκφραση. Ο Αναστάσης σηκώθηκε και του φίλησε το χέρι, καθώς κι όλοι οι άλλοι, κι ύστερα τον κάλεσε στο τραπέζι μας.

— Κάτσε, παπα-Στέργιο, και πάρε μεζέ.

Ήρθαν και κάμποσοι άλλοι χωρικοί, κι η κουβέντα γύρισε στα πολιτικά. Κάποιος είπε πως είχε ακούσει ότι ο Αρχιεπίσκοπος θα ’βγαζε ένα σπουδαίο λόγο σε μια-δυο βδομάδες.

— Είσαι τυχερός εσύ που ζεις στη Λευκωσία, μου είπε ο παπα-Στέργιος. Θα μπορέσεις να τον ακούσεις.

Ο Αναστάσης κούνησε το κεφάλι καταφατικά και πρόσθεσε:

— Είναι φρόνιμος άνθρωπος και παλικάρι. Η Κύπρος είναι τυχερή να τον έχει αρχηγό σε τέτοιους καιρούς. Όλοι οι Ρωμιοί είμαστε ενωμένοι και τον ακολουθούμε στον εθνικό αγώνα. Άμα έρθει η Ένωση – ε, τότε θα ’χουμε καιρό να λύσουμε τις διαφορές μας.

— Οι Εγγλέζοι θα τον εξορίσουν, θα δείτε, είπε ένας μελαγχολικός τύπος. Όπως έκαναν και με τον άλλο Δεσπότη στα 31.

— Γιατί; ρώτησε αθώα ο Λεωνίδας. Νομίζεις πως θα ’χουμε πάλι φασαρίες, όπως τότε;

Οι άντρες κοιτάχτηκαν χαμογελώντας και σκουντώντας ο ένας τον άλλον πονηρά. Τα τραχιά τους πρόσωπα πήραν έκφραση άταχτων παιδιών. Ακούστηκε ένα μουρμουρητό:

— Ε, δεν ξέρει κανένας πότε…

— Δε δοκιμάσαμε ακόμα όλα τα μέσα…

— Δεν μπορείς πάντα να πηγαίνεις μόνο με το ευαγγέλιο…

Κάποιος παρατήρησε:

— Ξέρετε την παροιμία: «Αϊ-Νικόλα, βόηθα με! —Κούνα κι εσύ το χέρι σου!»

Τούτη ήταν η σύγχρονη λαϊκή εκδοχή του «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Τέτοιες μεταφορές από το ειδωλολατρικό στο χριστιανικό ήταν αέναη πηγή θαυμασμού για το μελετητή της ελληνικής συνέχειας.

Ο μελαγχολικός προφήτης επέμεινε:

— Να δείτε που θα τον εξορίσουν.

— Όχι! είπε θυμωμένα ο Αναστάσης. Όχι, δε θα τους αφήσουμε! Ο κόσμος έχει αλλάξει. Υπάρχουν δημοκρατικές δυνάμεις στο εξωτερικό που θα μας βοηθήσουν.

— Πάντα να φυλάγεσαι από τον Εγγλέζο, είπε ένας γέροντας. Πάντα να περιμένεις απ’ αυτόν το χειρότερο. Όποιος τους πιστεύει είναι κουτός. Θυμάσαι, Αναστάση, τι σου ‘πα όταν ήθελες σώνει και καλά να πας στο στρατό τους στον πόλεμο; Σου ‘πα: «Δεν το ’χουν σκοπό να μας δώσουν τη λευτεριά μας. Δεν έχουν φιλότιμο». Μα εσύ πήγες και κατατάχτηκες σαν το χαζό, νομίζοντας ότι θα κρατήσουν το λόγο τους.

Ο Αναστάσης κοκκίνισε. Ήταν φανερό πως η ανάμνηση τον έτσουζε.

— Έλα που δεν τους είχα μάθει τότε όπως τώρα! μούγκρισε. Αν ήξερα τι αχάριστοι που είναι, οι σκύλοι! Μαύρη η ώρα που φόρεσα τη στολή τους – εγώ, Έλληνας! Ας είναι όμως, όλα πληρώνονται σ’ αυτό τον κόσμο.

Ένας άλλος πρόσθεσε με καημό:

— Να μας είχαν μάθει τουλάχιστο να πολεμάμε, αντί να μας έχουν μουλαράδες! Θα μας έβγαινε χρήσιμο κάποτε. Αλλά το ’χαν σκεφτεί, οι ρουφιάνοι, και γι’ αυτό δε μας γύμνασαν ποτέ σαν αληθινούς στρατιώτες.

Φεύγοντας από το Άνω Γεφύρι, είπα του Λεωνίδα πόση εντύπωση μου ’χε κάνει η λεβεντιά αυτών των ανθρώπων. Σ’ ένα σημείο μονάχα δεν ήμουν ικανοποιημένος.

— Πού ήταν ο αριστερός που μου υποσχέθηκες; ρώτησα. Τούτοι ήταν όλοι τους φανατικοί εθνικιστές, όλοι τα ίδια λέγανε, όλοι φίλησαν το χέρι του παπά. Δεν είδα μαρξιστή ανάμεσά τους.

— Μερικοί από δαύτους ανήκουν στο ΑΚΕΛ, απάντησε ο φίλος μου χαμογελώντας. Κι ο Αναστάσης είναι ο τοπικός αρχηγός τους. Αν τον ρωτήσεις, θα σου πει με απόλυτη καλή πίστη πως είναι κομμουνιστής. Αυτό που εννοεί στ’ αλήθεια είναι ότι θα ’θελε περισσότερη προστασία για τους φτωχούς. Τέτοιος είν’ ο αριστερισμός στην Κύπρο – εκτός, φυσικά, από λίγες δεκάδες αληθινούς μαρξιστές, κυρίως διανοούμενους. Να γιατί ο Αναστάσης είναι φίλος μου, και να γιατί δεν υπάρχει κομμουνιστικός κίνδυνος στην Κύπρο.

Ρόδης Ρούφος, Η Χάλκινη Εποχή: Το μυθιστόρημα του Κυπριακού Αγώνα, επίμετρο David Roessel, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αθήνα, Εστία, 2011, σσ. 47-56.