Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Γεζούλ

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Νίκης Μαραγκού Γεζούλ, Εστία, 2010

Η Μάνα της σοφίας, η Γκρέτε, είχε δυο γειτόνισσες στο Κάιρο. Τη Φλώρα Παραδείσου και τη Μόλυ Ίζαρτ. Η Φλώρα ήταν Ελληνοεβραία, η οικογένειά της ήρθε από τη Θεσσαλονίκη για να αποφύγει τον πόλεμο και έμεναν στον πάνω όροφο. Η Μόλυ ήταν Ιρλανδή και ζούσε με τον άντρα της, τον δημοσιογράφο Ραλφ Ίζαρτ, στον κάτω όροφο. Είχε δύο παιδιά, τη Σαμπρίνα και τον Σεμπάστιαν. Μια και οι τρεις γυναίκες ήταν συνήθως μόνες τους, έκαναν παρέα, και τα παιδιά είχαν φιλέψει μεταξύ τους. Η Σοφία είχε την ίδια ηλικία με τον Σεμπάστιαν και έπαιζαν όλη μέρα μαζί. Η Φλώρα είχε κάπως κακό όνομα γιατί ήταν τσαχπίνα και το έλεγε η ψυχή της. Ήταν πιο μεγάλη από την Γκρέτε, πάντα κεφάτη, έτοιμη για δράση.

«Οι άντρες» έλεγε»μην τους παίρνεις και τόσο σοβαρά. Βέβαια είναι απαραίτητοι. Εγώ δεν έχω ποτέ έλλειψη. Όταν φεύγει ο ένας, κοιτάω γύρω μου. Δεν ψάχνω να βρω τον τέλειο άντρα. Έτσι κι αλλιώς αυτός δεν υπάρχει. Κοιτάζω τι υπάρχει. Όλοι είναι υποψήφιοι. Κι ο μπακάλης, και ο σιδεράς, και ο κύριος Τζελάλ, όλοι μπαίνουν στην επιλογή. Και διαλέγω τον καλύτερο από τους διαθέσιμους. Από κει και πέρα ό,τι κάνει το μάτι. Μην ακούς, τίποτε άλλο δε μετρά, ούτε τι σώμα έχεις ούτε τι ρούχα φοράς, το μάτι κάνει τη δουλειά. Του ρίχνεις τη σωστή ματιά στη σωστή ώρα. Και όλα τα άλλα έρχονται μόνα τους».

Καθόντουσαν το απόγευμα στη βεράντα της Γκρέτε, η Μόλυ, η Φλώρα, και τα παιδιά έπαιζαν κάπου στη γωνιά. Ο Νείλος γυάλιζε με το απογευματινό φως. Χάζευαν τον κόσμο που κυκλοφορούσε στη γέφυρα, στα πεζοδρόμια με τα σκονισμένα δέντρα. Τα παιδιά είχαν αραδιάσει μια σειρά από μολυβένια στρατιωτάκια και έπαιζαν πόλεμο. Πού και πού έριχναν τυρί σε μια αδέσποτη σκύλα που περίμενε κάτω από το μπαλκόνι. Ο Αχμέτ, ο υπηρέτης, έφερνε καφέ και η Φλώρα διάβαζε το φλιτζάνι. Ο Ραλφ και ο Χέλμουτ πολύ σπάνια βρίσκονταν στο σπίτι. Οι δουλειές τους τους κρατούσαν μακριά. Η Φλώρα έβλεπε και διάφορες γυναίκες στο φλιτζάνι της Γκρέτε, αλλά δεν τον έλεγε ποτέ μην την στεναχωρήσει. Έτρωγε μια σοκολάτα, από αυτές που έφερνε ο Αχμέτ από το ζαχαροπλαστείο της πλατείας, με καβουρδισμένα φουντούκια, και πήγαινε παρακάτω. Ταξίδι έβλεπε στο φλιτζάνι και πράγματι ταξίδι τους έλαχε. Καθώς το θερμόμετρο ανέβαινε, Μάιο μήνα, και πάνω από το Νείλο διέκρινες μια θολούρα που ήταν ζέστη και υγρασία μαζί, η Μόλυ ανακοίνωσε μια μέρα: «Θα ’ρθείτε μαζί μου στην Αμμόχωστο. Στο Παλάτσο υπάρχουν πολλά δωμάτια, θα περάσουμε υπέροχα, ο άντρας μου έτσι κι αλλιώς λείπει, τι λέτε;».

Ούτε η Γκρέτε ούτε η Φλώρα χρειάζονταν δεύτερη κουβέντα· και σε λίγες μέρες ο Χουσεΐν ο Στάνταρτ παρέλαβε τις τρεις κυρίες με τα παιδιά τους από το λιμάνι. Πρώτη φορά ερχόταν στην Κύπρο. Η μεσαιωνική εικόνα της Αμμοχώστου τις άφησε άναυδες. Δεν περίμεναν καθόλου κάτι τέτοιο, και το απόγευμα, αργά, ενώ έδυε ο ήλιος στην παραλία και τα παιδιά δεν έβγαιναν από τη θάλασσα, παραδέχτηκαν και οι τρεις γυναίκες πως δε θα μπορούσαν να είχαν κάνει καλύτερη επιλογή για το καλοκαίρι.

Το Παλάτσο ήταν ένα παλιό αρχοντικό μέσα στα τείχη της μεσαιωνικής πόλης της Αμμοχώστου, όπου κατοικούσε ένας ζωγράφος, ο Γιώρκος, με τη μάνα του την Παρθενόπη και τις δύο του αδελφές, τη Μάρθα και τη Μαρία. Ο Γιώρκος έλεγε ότι το κτίσμα αυτό, που ήταν σίγουρα πολύ παλιό, ήταν το παλάτι της Αικατερίνης Κορνάρο. Κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να τον αμφισβητήσει. Ο Γιώρκος αγαπούσε πολύ τα παιδιά και γνώρισε τη Μόλυ μια μέρα στην παραλία. Του είπε ότι έψαχνε να νοικιάσει ένα μέρος για το καλοκαίρι. Της νοίκιασε λοιπόν τα δωμάτια στη δεξιά πλευρά του κτηρίου, που έβλεπαν προς τον Αι-Νικόλα.

Η μικρή αδελφή, η Μάρθα, είχε ερωτευτεί πριν τον πόλεμο έναν Αυστριακό δούκα που ήθελε πολύ να την παντρευτεί. Ο Γιώρκος, ο αδελφός, ήταν ανένδοτος. Επέμενε ότι έπρεπε να μείνει να φροντίζει τη μάνα τους και έτσι δεν έγινε ο γάμος. Ήταν όμορφη· στη διάρκεια του πολέμου γέμισε ο τόπος αξιωματικούς, πάρτι, και έτσι η Μάρθα είχε πολλούς θαυμαστές. Στο τέλος του πολέμου, από όλη τη στρατιά των θαυμαστών ξεκαθάρισαν τρεις. Ένας από το στρατό, ένας από την αεροπορία, ένας από το ναυτικό. Ο Γιώρκος άλλαξε στάση, μια και σκεφτόταν και ο ίδιος να παντρευτεί, και έτσι επέτρεψε στην αδελφή του να διαλέξει γαμπρό. Η Παρθενόπη προτιμούσε τον έναν, η Μαρία τον δεύτερο και η Μάρθα αποφάσισε για τον τρίτο, τον Χάρολντ, Εγγλέζο, γιατί είχε καλούς τρόπους, ήταν πάντα καλοντυμένος και είχε μακριά πόδια. Η καημένη Μάρθα, μια και μοναδική φορά στη ζωή της πήρε μια απόφαση και αυτή ήταν λανθασμένη. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι η εκλογή της δεν ήταν η σωστή. Στο σπίτι αυτό, όπου δικτάτορας και μοναδικός άρχοντας ήταν ο Γιώρκος, βρέθηκε ένας άλλος άντρας. Οι καυγάδες τους ήταν καθημερινοί, και η στετέ[1] φώναζε:

«Γιώρκο, πάλε μαλώνεις με τον Χάρο;».

«Μην τον φωνάζεις Χάρο!» της έλεγε η Μάρθα που εκνευριζόταν, «Χάρολντ είναι το όνομά του, όχι Χάρος».

Αλλά η Παρθενόπη βεβαίως το έκανε επίτηδες μια και δε συμπαθούσε τον Χάρολντ. Έτσι κι αλλιώς, μοναδική αγάπη της ήταν ο Γιώρκος μέσα στο σπίτι. Τόσοι άνθρωποι σ’ ένα σπίτι, και τόσο διαφορετικοί, ήταν φυσικό να υπάρχει ένταση. Ο Χάρολντ δεν έτρωγε τα φαγητά που έτρωγαν οι υπόλοιποι. Ήταν φανατικός οπαδός του Αμερικανού διαιτολόγου Gayelord Hauser, που τα βιβλία του είχαν γίνει ανάρπαστα στην Αμερική. Υπήρχε μια ολόκληρη σειρά από προϊόντα της δίαιτας αυτής σε κουτιά και όποιος ερχόταν στην Κύπρο από την Αγγλία επιφορτιζόταν με το καθήκον να κουβαλήσει τις σχετικές κονσέρβες για τον Χάρολντ. «Σούπα με εφτά λαχανικά» και παρόμοια. Η οικογένεια όλη παρακολουθούσε με αποτροπιασμό τα αηδιαστικά αυτά και άγευστα φαγητά, που στον Χάρολντ υπόσχονταν αιώνια νεότητα και ομορφιά. Διάβαζε με ευλάβεια τα βιβλία του διαιτολόγου «Look younger, live longer» ή «Passport to a vibrant and adventurous living» και, κρατώντας το ένα βιβλίο στο χέρι και το τσιγάρο στο άλλο, περιφερόταν με τις πορτοκαλιές πιτζάμες στο σπίτι ή στην παραλία. «Αν οι Ρώσοι ήξεραν να χαμογελούν…» διάβαζε ο Χάρολντ, γιατί ο Gayelord Hauser δεν άφηνε τίποτα ασχολίαστο. Για τον Γιώρκο βέβαια όλα αυτά ήταν κόκκινο πανί.

«Μα είναι δυνατόν αυτό το κατάπλασμα να είναι καλύτερο από τα φρέσκα κουκιά;» έλεγε και ξανάλεγε.

«Είναι πολύ απλό» απαντούσε ο Χάρολντ «κοίταξε την κοιλιά σου και τη δική μου!»

 

«Χατιτζέ!» φώναζε η στετέ η Παρθενόπη, που καθόταν στην κουνιστή καρέκλα της κοντά στο παράθυρο. Από κει έβλεπε την κίνηση του δρόμου. Δεν της έφευγε ποτέ τίποτα. Η στετέ φόρεσε μαύρα όταν, σε νεαρή ηλικία, πέθανε ο άντρας της και δεν τα έβγαλε ποτέ. Είπε πως δε θα ξανάβγαινε από το σπίτι και, με μοναδική εξαίρεση τους απογευματινούς περιπάτους με την άμαξα, η κοκόνα Παρθενόπη δεν έβγαινε ποτέ. Η Χατιτζέ έφτανε πεταχτή, παρ’ όλο το βάρος της, και της έκανε αέρα με μια μεγάλη βεντάλια. Φορούσε ξύλινα τσόκαρα, που ακούγονταν καθώς ανεβοκατέβαινε τις σκάλες. Ήταν μαύρη, από τους σκλάβους που έφεραν από την Αιθιοπία οι Οθωμανοί, ενώ ο άντρας της ήταν λευκός. Η Παρθενόπη δεν μπορούσε να χάσει τη Χατιτζέ. Ήξερε πώς να ανακουφίζει τους πόνους ή τις ανησυχίες της· πότε με ένα τρίψιμο στο πόδι ή με ένα συκαλάκι γλυκό, που κατά τη Χατιτζέ θεράπευε τα πάντα.

Η άλλη κόρη, η Μαρία, είχε γυρίσει πρόσφατα από την Αγγλία με τον άντρα της τον Ελευθέριο και τα δυο παιδιά, τον Αίαντα και την Ελένη. Ο πατέρας του Αίαντα, ο Ελευθέριος, σπούδασε στο Παρίσι ψυχιατρική, κάτω από τον Καββαδία. Πήγε και στη Βιέννη για ειδίκευση. Στην Αγγλία δεν ήταν εύκολο για ξένους να βρουν δουλειά. Βρήκε δουλειά στο Μπερτφορντσάιρ, σε ένα ψυχιατρείο, lunatic asylum. Εκεί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τα δύο παιδιά.

Τα ψυχιατρεία τότε ήταν ελεεινά πράγματα, και έμπαιναν άνθρωποι που κάθε άλλο παρά τρελοί ήταν. Ο Ελευθέριος προσπάθησε να βγάλει τους αρρώστους από τα κελιά, να τους βάλει να δουλέψουν. Το ψυχιατρείο είχε κτήματα, στάβλους, χοιροστάσιο, κοτόπουλα. Μια κοπέλα από το ψυχιατρείο, η Μοντ, βοηθούσε τη Μαρία στο μεγάλωμα των παιδιών. Είχε ένα νόθο παιδί που της το πήραν και έπαθε κατάθλιψη και την έβαλαν στο ψυχιατρείο. Ο Ελευθέριος τους έκανε κηπουρούς, κτηνοτρόφους. Το ψυχιατρείο το διοικούσε μια επιτροπή από ανθρώπους που δεν είχαν πραγματικό ενδιαφέρον. Έρχονταν στην περιοχή μόνο για το κυνήγι. Κάποια φορά έφεραν έναν Άγγλο γιατρό, συνεχώς μεθυσμένο, να είναι προϊστάμενος του Ελευθέριου. Τότε αποφάσισε να φύγει, να γυρίσει στην Κύπρο. Δεν ήταν άλλωστε ζωή αυτή για τα παιδιά και τη γυναίκα του.

Τα δυο παιδιά, ο Αίας και η Ελένη, ζούσαν απομονωμένα από τα υπόλοιπα παιδιά. Κανένας δεν ασχολείτο μαζί τους, οι μεγάλοι είχαν άλλες δουλειές, κι έτσι ήταν ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν μέσα στην παλιά πόλη, που ήταν γεμάτη ερείπια εκκλησιών. Δεν πήγαιναν σχολείο και κατά καιρούς έρχονταν κάποιοι δάσκαλοι για μαθήματα. Έβγαιναν έξω και γύριζαν τις εκκλησίες, τα τείχη, έδειχναν στον δάσκαλο τον πύργο του Τζαμπουλάτ, που κυκλοφορούσε σαν φάντασμα κρατώντας το κομμένο του κεφάλι. Αυτό ήταν το μάθημα της ιστορίας.

 

Η Σοφία έγινε αχώριστη με τον Αίαντα, τον γιο της Μαρίας. Το πρωί έμπαιναν κρυφά στο δωμάτιο του θείου Χάρολντ, που ξυπνούσε πάντα αργά. Ο θείος Χάρολντ μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του και παραμέριζε το ρούχο που έπεφτε από τον ουρανό του κρεβατιού, για να δει τον μικρό που είχε μπει στις μύτες των ποδιών του στο δωμάτιο.

«Uncle Harold» ρωτούσε ο Αίας τον θείο «my teacher told me if I am naughty I shall go to hell when I die, will you go there too?».

«My dear, I shall be going to Paris» απαντούσε ο θείος και σηκωνόταν από το κρεβάτι την ώρα που χτυπούσε την πόρτα του υπνοδωματίου ο Προκόπης, ο κουρέας που ερχόταν κάθε πρωί για να ξυρίσει τον θείο.

Ο Αίας εκτελούσε καθήκοντα μεταφραστή, γιατί ο Προκόπης δε μιλούσε καθόλου αγγλικά και ο θείος αρνιόταν επίμονα να μάθε έστω και μια λέξη στα ελληνικά. Όταν τον ρωτούσαν γιατί δε μάθαινε, η απάντηση ήταν στερεότυπη: «But dear, what would one talk about in greek?». Ο θείος καθόταν με τις πορτοκαλιές μεταξωτές πιτζάμες του και ο κουρέας φλυαρούσε με τον βοηθό του, που του έφερνε το ψαλίδι, τη σαπουνάδα.

 

Κάθε πρωί ο Μουσταφά και ο Χουσεΐν ο Στάνταρτ, γιατί οδηγούσε το αυτοκίνητο Στάνταρτ, έπαιρναν τις γυναίκες και τα παιδιά στη θάλασσα. Κολύμπι τους μάθαινε ο Κοκής. Ο Κοκής ήρθε με τη μάνα του από την Τένεδο το 1922. Έφτασαν πρόσφυγες στην Αμμόχωστο και ο δήμαρχος ζήτησε από τα διάφορα σπίτια να τους αναλάβουν. Η Παρθενόπη τους έφερε στο σπίτι, ο Κοκής ήταν τότε 5-6 χρονών. Οι Τούρκοι είχαν σφάξει τον πατέρα του μπροστά στα μάτια τους. Ο μικρός ήταν ντυμένος τούρκικα με φέσι, και για χρόνια όταν έβλεπε Τούρκο κρυβόταν. Η μάνα του βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, αλλά από το μαράζι της ή ποιος ξέρει γιατί, πέθανε στο χρόνο, αφού της υποσχέθηκε η Παρθενόπη ότι θα φροντίσει το παιδί. Ο Κοκής ήταν σπουδαίος αθλητής, κέρδισε διάφορα βραβεία και ήταν και ο μόνος μαθητής που του επιτρεπόταν να κολυμπά όποτε ήθελε. Το όνειρό του ήταν να σπουδάσει φυσιοθεραπευτής.

Πιο πολύ απ’ όλους χάρηκε ο Χάρολντ για την άφιξη των γυναικών, που θα είχε νέες παρέες, μια και έδειχνε βαριεστημένος με τις παλιές. Με τη Μόλυ και την Γκρέτε πήγαιναν θαυμάσια, ενώ με τη Φλώρα από την αρχή διαφάνηκε κάποια κόντρα. Κάτι δεν πήγαινε καλά ανάμεσά τους. Βρήκαν και τα δύο παιδιά νέες παρέες και όλοι ήσαν ευχαριστημένοι, με εξαίρεση την κοκόνα Παρθενόπη, που δεν τα έβλεπε αυτά με καλό μάτι. Υπερβολικά τσαχπίνα της φάνηκε η Φλώρα.

Στην παραλία της Αμμοχώστου ο πατέρας του Γιώρκου, ο Πολύβιος, είχε κτίσει το Βlue Bungalow όταν η παραλία ήταν γεμάτη αμμόλοφους και κρίνα. Μόνο οι Ρώσοι εμιγκρέδες κολυμπούσαν κι έτσι ο Πολύβιος έβαλε ψάθες σε πασσάλους στη θάλασσα και η κοκόνα Παρθενόπη καθόταν ντυμένη σε μια καρέκλα μέσα στο νερό με τα παιδιά της γύρω της. Έτσι, τα τρία αδέλφια ήταν τα πρώτα που έμαθαν κολύμπι στην Αμμόχωστο. Η Παρθενόπη μισούσε τη θάλασσα και ήταν πολύ ευχαριστημένη όταν έμπαινε το φθινόπωρο και ξαναγύριζαν στο σπίτι και την ησυχία τους. Βέβαια το μπάνγκαλοου ήταν το αγαπημένο μέρος των παιδιών. Οι μικροί ήταν χαμένοι μέσα στη θάλασσα, ενώ ο Χάρολντ έκανε βόλτες με τις πορτοκαλιές κοντές μεταξωτές πιτζάμες, ένα αναμμένο τσιγάρο στο ένα χέρι και το κουτί με τα τσιγάρα στο άλλο χέρι. Η Μόλυ και η Γκρέτε ήταν δεινές κολυμβήτριες, η Φλώρα έμπαινε στη θάλασσα αλλά δεν κολυμπούσε και ήταν φανερό ότι δεν ήταν εξοικειωμένη με το νερό.

«Θα σε μάθω εγώ, κυρία Φλώρα»είπε ο Κοκής.

Εκείνη τον κοίταξε και σκέφτηκε πως είναι αδύνατο να κάνει κάτι τέτοιο στην ηλικία της, αλλά μια ματιά στο ωραίο αθλητικό του σώμα ήταν αρκετή για να την κάνει να αλλάξει ιδέα, και αφέθηκε στα χέρια του παραμερίζοντας κάθε φοβία που είχε με το νερό. Κατά λάθος, άγγιξε το αφράτο στήθος της ο Κοκής και ένιωσε μια ξαφνική έξαψη, που την έκρυψε αμέσως στο νερό. Η Φλώρα είχε τα χρονάκια της, αλλά ήταν ακόμα γεμάτη ζωή. Την έπιασε από τη μέση και την έσφιξε απάνω του και η Φλώρα αφέθηκε. Ο Χάρολντ τους παρακολουθούσε από την παραλία και η Φλώρα αμέσως, έμπειρη καθώς ήταν σε αυτά, έπιασε μια απελπισία στο μάτι του. “Ο κακόμοιρος” σκέφτηκε “θα περνά τις νύχτες άγρυπνος να τον σκέφτεται· τα πόδια του τα αθλητικά, τη φαρδιά του ράχη” και άγγιξε κι αυτή με τη σειρά της το σώμα του Κοκή, κατά λάθος. Ξεκίνησε ένα παιγνίδι ανάμεσά τους με αγγίγματα και γελάκια. “Θα γίνω ρεζίλι στα υστερινά μου” σκέφθηκε η Φλώρα, κι έβαλε τα δυνατά της να μάθει κολύμπι.

Τη νύχτα μετέφεραν το μεγάλο τραπέζι πάνω στη στέγη, ακριβώς κάτω από τις γοτθικές καμάρες του Αι-Νικόλα, λες και αυτό το μνημείο ήταν μέρος του νοικοκυριού τους. Μαγείρεψε η Φλώρα, που κάλεσε και τον Κοκή, που έβαζε και ξανάβαζε φαγητό λέγοντας ότι πιο ωραίες μελιτζάνες δεν είχε φάει στη ζωή του. Η Γκρέτε είχε κάποιες αντιρρήσεις για τη μεταφορά του τραπεζιού στην ταράτσα, γιατί τα παιδιά ήταν ακόμα μικρά και φοβόταν μην πέσουν από κει πάνω.

«Δεν είναι χαζά τα παιδιά, ξέρουν τι κάνουν» της είπε η Μόλυ «πέρσι τον Αύγουστο κοιμόμασταν πάνω στην ταράτσα» και η Γκρέτε ησύχασε. Ξάπλωσε στην αναπαυτική της και χάζευε το φεγγάρι, που πρόβαλε ανάμεσα στις αψίδες και τους μιναρέδες του Αι-Νικόλα.

«Τι περίεργο μέρος είναι αυτό» είπε η Γκρέτε «είναι και ανατολή, και δύση μαζί. Και σαν ένα τεράστιο σκηνικό που μόνο εμείς απολαμβάνουμε».

«Ακόμα δεν είδατε τίποτα» είπε ο Κοκής. «Δεν είναι μία και δύο οι εκκλησίες, το μέρος είναι γεμάτο. Θα σας κάνω ξενάγηση».

 

Ο Χάρολντ συνειδητοποίησε το πάθος του για τον Κοκή με την έλευση της Φλώρας. Μέχρι τότε τον παρακολουθούσε στη θάλασσα, ευφραινόταν με τις κινήσεις του, έβλεπε την πλάτη του την αθλητική, και μια αγαλλίαση απλωνόταν στο σώμα του. Τον θεωρούσε δικό του. Τώρα όμως ζήλευε, ήταν κάτι άλλο και πρωτόγνωρο, που δεν το είχε ξανανιώσει με τέτοια ένταση. Ήταν σαν να ήταν άρρωστος, να είχε πυρετό, στριφογύριζε στο κρεβάτι όλη νύχτα, αδύνατον να κλείσει μάτι· έρχονταν οι σκηνές που την κρατούσε, που γελούσαν, που αγγίζονταν. Αποφάσιζε να μην κατέβει στην παραλία, τουλάχιστον να μην τους βλέπει, αλλά πρώτος πρώτος άπλωνε την πετσέτα του στην άμμο, στερέωνε την ομπρέλα και περίμενε το δράμα, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Τα έσβηνε το ένα μετά το άλλο πάνω στην άμμο, έκαναν ένα κύκλο γύρω του, λες και τον προστάτευαν από κάτι, και το μεσημέρι που πήγαιναν όλοι για φαγητό τα μάζευε σε μια πλαστική σακούλα και τα πέταγε στον κάλαθο της παραλίας. Φυλλομετρούσε αδιάφορα τις σελίδες του Vanity Fair, «what else is there to read, dear?», χωρίς να προσέχει στην πραγματικότητα τι διάβαζε· δεν έχανε βλέμμα, δεν έχανε άγγιγμα, τα παρατηρούσε όλα με μια σχολαστικότητα, λες και ήθελε να μεγαλώσει την αγωνία του, να βουλιάξει απόλυτα στην απόγνωση. Να ξύσει την πληγή μέχρι που να ματώσει. Ξέχασε και τη δίαιτά του και έτρωγε αφηρημένα ό,τι έφερνε η Χατιτζέ στο τραπέζι, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το τι έβαζε στο στόμα του. Όλοι παρατήρησαν πως κάτι περίεργο του συνέβαινε και θεώρησαν ότι μάλλον τον χτύπησε ο ήλιος και οι ψηλές θερμοκρασίες.

 

Απογευματάκι γύρω στις έξι συνόδευε ο Κοκής τις γυναίκες και τα παιδιά για την καθιερωμένη βόλτα στα τείχη. Ανέβαιναν στον πύργο του Οθέλου, στους προμαχώνες, να δουν από κει το λιμάνι και την πόλη. Ήταν η ώρα που οι Τουρκάλες έβγαιναν περίπατο με τα παιδιά τους πάνω στα τείχη και φαίνονταν από μακριά σαν πουλιά με πολύχρωμα φτερά με τις βράκες που φορούσαν, τις λουλουδάτες πουκαμίσες, και ομπρέλες που τις κρατούσαν ακόμα, παρ’ όλο που ο ήλιος είχε χάσει πια τη λάμψη του. Αργότερα, το βράδυ, από την Πόρτα της Θάλασσας μέχρι την Πόρτα της Ξηράς, άναβαν τα φωτάκια στα μπαρ, γιατί η Αμμόχωστος ήταν λιμάνι και οι ναύτες σ’ αυτά τα μπαρ έβρισκαν ό,τι χρειάζονταν· γυναίκες, ποτό, σαπούνια, οδοντόπαστες, ξυριστικά, σοκολάτες.

Στην πλατεία, ο Κοκής αγόραζε για τις γυναίκες από ένα κολιέ γιασεμί περασμένο σε κλωστή και για τα παιδιά από ένα φύλλο λεμονιάς με ασπρισμένα αμύγδαλα απάνω, από τους πλανόδιους στην αγορά που τα πουλούσαν κάθε απόγευμα. Ο κόσμος μαζευόταν στην πλατεία αυτή την ώρα· να πιουν καφέ, να παίξουν τάβλι ή απλά να χαζέψουν. Οι γυναίκες θαύμαζαν τη γοτθική πρόσοψη του Αι-Νικόλα από τη μια μεριά της πλατείας, και τις κολόνες από την πρόσοψη του Βενετσιάνικου Παλατιού στην άλλη πλευρά. Στο λουκουματζίδικο του Χαλίλ τους περίμεναν στοίβες από λουκουμάδες αρωματισμένους με ανθόνερο. Τα παιδιά τους καταβρόχθιζαν με ενθουσιασμό. Δεν πρόσεξαν τον Χάρολντ, που τους είδε και ήρθε να καθίσει στο τραπέζι. «My dear» είπε στη Μόλυ «how can you eat those awful things, dripping with oil?». Και με μια κίνηση του χεριού αρνήθηκε το πιάτο με λουκουμάδες που του πρόσφερε ο Κοκής. Η Φλώρα είπε πως και οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης έφτιαχναν κάτι τέτοια γλυκά, πέρασαν φτώχια στα παιδικά της χρόνια, ευτυχώς τους έστελνε ο αδελφός της μάνας της αλεύρι με το τσουβάλι –ήταν γεωργός– κι έτσι δεν πείνασαν. Όταν έχεις αλεύρι στο σπίτι, φτιάχνεις χίλια πράγματα· με λίγα χόρτα γίνεται χορτόπιτα, γίνεται κουρκούτι, γίνεται ψωμί, γίνεται τηγανίτα.

Η Σοφία είχε βρει ένα νόμισμα και το κρατούσε σφικτά στο χέρι. Ο Αίας συμφώνησε μαζί της να του δώσει το νόμισμα και θα της έδειχνε τον Τζαμπουλάτ, που κυκλοφορούσε τα απογεύματα πάνω στα τείχη κρατώντας το κομμένο κεφάλι του. Ήταν ο Τούρκος που όρμησε με το άλογό του και κατέστρεψε την τροχαλία με λεπίδες που είχαν στήσει οι Ενετοί στο πιο αδύνατο σημείο του τείχους κατά την πολιορκία της Αμμοχώστου. Πήγαν κρυφά οι δυο τους στον πύργο του Τζαμπουλάτ, όπου πάνω από τον τάφο του, που ήταν σκεπασμένος με πράσινο ύφασμα, φύτρωνε μια τεράστια συκιά, κι έτρωγαν κάθε μέρα από τα σύκα του Τζαμπουλάτ. Η Σοφία δεν είδε ποτέ τον Τζαμπουλάτ με το κομμένο κεφάλι στο ένα χέρι και το σπαθί στο άλλο, αλλά ο Αίας ορκιζόταν πως τον είχε δει πολλές φορές να τριγυρνάει στις πολεμίστρες.

 

Νίκη Μαραγκού, Γεζούλ, Αθήνα, Εστία, 2010, σσ.41-54.

 


[1] Γιαγιά