Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι όλοι: Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αφηγήσεις 1941-1946,πρόλογος Μανώλης Γλέζος, Χίος, Εκδόσεις «Πελινναίο», 2006

Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι όλοι: Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή

 

Κεφάλαιο 5ο: Στο στρατό της Μέσης Ανατολής

Οι στρατεύσιμοι πρόσφυγες που έφτασαν στη Συρία με τα τρένα και στην Κύπρο με τα καΐκια μεταφέρθηκαν γρήγορα στη Χάιφα, ντύθηκαν φαντάροι και κατατάχθηκαν αμέσως στις δυνάμεις του στρατού. «Από το Χαλέπι», θυμάται ο Ν. Μπακοντούζης «μας πήγανε στην Καφριόνα, στη Χάιφα από πάνω, είχενε κάτι διυλιστήρια και στρατοπεδεύσαμε και εγίνηκε η διαλογή και μας πήγανε για στρατιώτες και μας ντύσανε». Ενώ ο Δ. Πλουμής είναι πιο δεικτικός, αφού μόλις τότε οι περισσότεροι πρόσφυγες κατάλαβαν ότι έφυγαν από τη Χίο, όχι για να ζήσουν καλύτερα, αλλά για να πάνε στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: «Στην Παλαιστίνη μας ντύσανε· όλα αυτά τα σχέδια ήτανε των συμμάχων, για να συγκεντρώσουνε στρατό».

Αργότερα, οι Άγγλοι άρχισαν να παίρνουν στο στρατό τους Χιώτες αμέσως μόλις έφταναν στην Κύπρο και κατόπιν τους προωθούσαν κι αυτούς στη Χάιφα. Ο Γιάννης Χαραλαμπάκης, που προερχόταν από την Κύπρο, θυμάται: «Μας πήγανε στη Χάιφα αρχές του Μάρτη και μας ντύσανε στρατιώτες. Είμαστε και οι τελευταίοι που ντυθήκαμε κάτω. Οι άλλοι ντυνότανε από την Κύπρο πια», ενώ ο Ηλίας Αικατερίνης που έφτασε στην Κύπρο με μια επόμενη ομάδα προσφύγων λέει: «Ήμουνα δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονώ και την άλλη μέρα με ντύσανε. Επήανε τους δικούς μας στον Τρόοδο απάνω σε κάτι ξενοδοχεία πολύ ωραία, επήα και τους βρήκα κι εγώ μια δόση και μετά μας βάλανε σ’ ένα βαπόρι και μας πήανε στη Χάιφα…».

Ένας από τους Έλληνες στρατιώτες της Κύπρου ήταν και ο Στέλιος Λεωνής, ο οποίος είχε την ευκαιρία να συναντήσει και να γνωρίσει ανθρώπους, που έμελλε μεταγενέστερα να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Μεγαλονήσου. Όλα γι’ αυτόν ξεκίνησαν από μια τυχαία συνάντηση:

 

Στέλιος Λεωνής, «Είσαι Έλληνας εξ Ελλάδος;»

«Βλέπω λοιπόν έναν άνθρωπο στο ανάστημα το δικό μου, μέσης ηλικίας, από απόσταση που μ’ έβλεπε κι ερκούνταν… Αναρωτήθηκα και είπα: “Μα αυτός ο άνθρωπος δεν είναι γνωστός μου, δεν το έχω ξαναδεί, γιατί με κοιτάζει;” Και έρχεται λοιπόν κοντά μου και μου λέει: “Είσαι Έλληνας εξ Ελλάδος;” Λέω: “Ναι”. “Θέλεις να ’ρθεις μαζί στο χωριό μου να γνωρίσεις την οικογένειά μου;” Σε τέτοιες στιγμές πρέπει να σκεφτείς πολύ γρήγορα… Εγώ λοιπόν σκέφτηκα ότι πρέπει να πάω… αφού μου το πρότεινε. Του λέγω: “Ναι”. “Έλα μαζί μου”, μου λέει. Επήγαμε λοιπόν καμιά διακοσαριά μέτρα κάτω και μου λε: “Εδώ θα περιμένεις. Εγώ έχω δικό μου φορτηγό και εδώ θα ’ρτει ο οδηγός. Θα σου πει: “Εσύ είσαι ο στρατιώτης, που σου είπε ο κύριος Χρήστος Κυπριανού; Θα του πεις, ναι. Και θα σε πάρει να σε πάει στ’ αμάξι.” Ήρθε λοιπόν ο άνθρωπος, με ρώτησε και με πήρε και με πήγε στ’ αμάξι. Μπήκαμε στ’ αμάξι, περιμέναμε ώσπου να ’ρθει και ο Χρήστος Κυπριανού και μετά φύγαμε, για να πάμε στο χωριό του Κυπριανού. Νικοσία λεγότανε το χωριό του, κωμόπολις μάλλον ήτανε… μες τον κάμπο, ένα μεγάλο χωριό… κι όταν επήγαμε εκεί που ήταν το σπίτι του, που ήτανε μια μεγάλη αυλή με φαρδιά πόρτα, πέρασε το φορτηγό μέσα και προχωρήσαμε προς το σπίτι. Το σπίτι ήταν διώροφο και όχι πολύ ψηλή σκαλίτσα για να πας. Και φωνάζει: «Μαρία, Μαρία σου ’φερα ένα στρατιώτη εξ Ελλάδος». Βλέπω λοιπόν εγώ αμέσως μια γυναίκα νέα που βγήκε στο τσαρδί με τρία παιδιά. Το ένα ήταν μικρό και την κρατούσε από το φόρεμα. “Καλώς τον”, μου λέει “πέρασε απάνω, έλα πάνω”. Πήγαμε λοιπόν απάνω, καθίσαμε κι αρχίσαμε να συζητάμε… Με ρωτήσανε για τον πόλεμο, για τη ζωή στην Ελλάδα, πώς φέρονται οι Γερμανοί και πολλά άλλα. Πέρασε η ώρα… τα παιδιά ακίνητα να με βλέπουν και να ακούνε… Το μικρό κοιμήθηκε στην ποδιά της μάνας του…, ο Σπύρος. Τα άλλα, η Ελένη και ο Σάββας εμείναν ακόμα αρκετή ώρα· μετά επήγαν κι εκοιμηθήκανε. Για μια στιγμή λοιπόν μου λέει ο πατέρας τους: “Αν κάποιος σου ’λεγε ότι η Μονή της Κύκου είναι εδώ θα πήγαινες;” “Βεβαίως”, λέω “θα πήγαινα”. “Εγώ θα σε πάω”, μου λέει. “Εδώ κοντά μας είναι”. Την άλλη μέρα μου λέει: “Λοιπόν, Στέλιο, πάμε. Εγώ θα πάω μέχρι το δάσος για να φορτώσω ξυλεία και θα σε πάω μέχρι τη στροφή που πιο όξω είναι το μοναστήρι”. Φύγαμε λοιπόν και πήγαμε… Χωματόδρομος… Είδα το μοναστήρι εγώ, προχώρησα και πήγα κοντά. Εκεί ήτανε ένας διάκος. Τον εχαιρέτισα… μου λέει: “Εσύ είσαι στρατιώτης εξ Ελλάδος;” Λέω: “Ναι”. Λέει: “Πρώτη φορά που ’ρτε εδώ στρατιώτης… είσαι ο πρώτος”. Αυτός λοιπόν με ξενάγησε μες το μοναστήρι και μου έδειξε πολλά πράγματα. “Έχεις δει ποτέ σου Άγιο Λείψανο;” μου λέει. “Όχι”. “Έλα δω”.

Και πάμε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ήταν τρίποδο ασημένιο, και είχε απάνω ένα κομμάτι από το κρανίο ανθρώπου. Και μου λέει: “Αυτό είναι το κρανίο του Συμεών του Στυλίτου”. Το φίλησα λοιπόν εγώ και μετά εκοίταξα το τέμπλο, για να δω τις εικόνες. Εγνώριζα για την εικόνα, την Παναγία της Κύκου, πως την είχε κάμει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, όταν ακόμα ζούσε η Παναγία και είναι εκεί, στο μοναστήρι. “Πού είναι η εικόνα της Παναγίας;” τον ρωτώ. “Νάτη νε”, μου λέει. “Θέλω να δω το πρόσωπο”. “Αδύνατο να το δεις”. “Εσείς πώς τη σκουπίζετε και τη βλέπετε;” επέμεινα εγώ. Βάζει το χέρι και κλείνει τα μάτια του και μου λε: “Έτσι τη σκουπίζομε· δεν τη βλέπει κανείς”. Βλέπω λοιπόν εγώ μέσα στην εκκλησία και είχε πράματα αξίας και του το ’πα. Μου λέει λοιπόν: “Δεν είναι τα καλά πράματα αυτά. Τα καλά τα ’κρυψε το πάτερ Κλεόπας, ο ηγούμενος, με έναν καλόγερο, γιατί φοβηθήκανε τους Γερμανούς και μόνο αυτοί ξέρουνε πού είναι. Άμα τελειώσει ο πόλεμος, θα πάνε να τα βγάλουνε, να τα φέρουνε πάλι στο μοναστήρι”. Θυμάμαι ότι η πλατεία που μπαίνεις μέσα ήτανε λιθόστρωτη απ’ την εποχή που χτίστηκε το μοναστήρι… Έκανα λάθος που δε ρώτησα πότε χτίστηκε. Το βράδυ μου υπέδειξε ο μοναχός ένα κελί και μου λέει: “Εδώ θα μείνεις”. Έρκεται τότε ένα παιδί, δεκαπέντε χρονώ περίπου, και μου φέρνει ένα πιάτο φακές κι ένα μπουκάλι κρασί και μου λέει: “Όταν φας, θα πας στο δωμάτιο του ηγούμενου. Σε περιμένει”. Έφαγα λοιπόν τις φακές εγώ, ήπια το κρασί και έφυγα και πήγα εκεί που ήταν ο Ηγούμενος. Πριν σου πω τι έγινε εκεί, θα σου πω ποιος ήταν αυτός, που μου έφερε τις φακές. Δεν το βάζει ο νους σου ποτέ. Ξέρεις ποιος ήτανε; Ο Πρόεδρος Μακάριος. Της Κύπρου αυτός ο Πρόεδρος… Ήτανε στο μοναστήρι υιοθετημένος και με τα έξοδα της Μονής εσπούδαζε…

Πάω λοιπόν και ασπάζομαι το χέρι του Κλεόπα…, ήταν επίσκοπος. Είχανε ένα τραπέζι κι απάνω είχανε ρακί ντόπιο και ένα γλύκισμα που το κάνουνε στην Κύπρο από μούστο άσπρου σταφυλιού και είναι περασμένο μέσα σε κλωστή. Μου λέει λοιπόν ο Κλεόπας: “Από πού είσαι;” Λέω: “Από τη Χίο”. “Από τη Χίο; Ποιον έχετε εκεί Μητροπολίτη;” “Έχομε το Στρουμπή”. “Είναι καλός;” “Δεν υπάρχει καλύτερος”, λέω. Και γελάει. “Εγώ τον γνωρίζω”, μου λέει. “Είμαστε συμμαθητές στη Χάλκη. Είναι σπάνιος άνθρωπος… Μπράβο καλά απάντησες!”…».

Έκανα δύο μέρες εκεί, μετά έφυγα και πήγα πίσω στη Νικοσία… Τα παιδιά του Χρήστου Κυπριανού ήτανε ο Σπύρος, ο μετέπειτα Πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος της Κύπρου…, πέντε χρονώ παιδί ήταν τότε. Αφ’ τις ήρθα από τη Μέση Ανατολή, έλαβα ένα γράμμα από το Χρήστο… Δεν έμενε πια στη Νικοσία, έμενε στο Καραβοστάσι. Μου έγραφε ότι η Ελένη παντρεύτηκε Άγγλο λοχαγό και ο Σάββας είναι στην Αγγλία. Ο Σπύρος είναι στο Κυβερνείο. Ακόμα δεν είχε γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας… Του απάντησα, αλλά δεν ξέρω αν το ’λαβε το γράμμα…».

 

Στη Χάιφα οι Έλληνες κατατάχθηκαν στο στρατό κι άρχισε η κατάρτιση των σωμάτων πεζικού, ναυτικού και αεροπορίας. «Στη Χάιφα», λέει ο Ανδρέας Λούρας «μας κατατάξανε σε αεροπορία, ναυτικό πεζικό. Εγώ είχα έβρει κάτι Βρονταδούσους και μου ’πανε: “Βρε, τα καράβια δεν έχουνε δέντρο να πιάσεις, άμα σου την εκοπανήσει χάθηκες” … και πήα πεζικό… τέσσερα χρόνια». Όσοι έφτασαν πρώτοι, εντός του 1941 και στις αρχές του 1942 κατατάχθηκαν στην 1η Ταξιαρχία και πήγαν στο μέτωπο του Ελ Αλαμέιν τον Οκτώβριο του ’42. Αυτοί που έφτασαν κατόπιν και βέβαια αυτοί που ντύθηκαν αργά πια, στην Κύπρο, δημιούργησαν τη 2η Ταξιαρχία. Ύστερα άρχισαν εκπαιδεύσεις, μετακινήσεις, επιχειρήσεις, κινήματα…

 

Γιάννης Μακριδάκης, Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι όλοι: Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αφηγήσεις 1941-1946, Πρόλογος Μανώλης Γλέζος, Χίος, Εκδόσεις «Πελινναίο», 2006, σσ.94-98.