Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μ. Ι. Δεσύλλας, Τέσσερα ποιήματα

Μ.Ι. Δεσύλλας: «Τέσσερα ποιήματα», από τη συλλογή Ποίηση, 1973, από την «Ανθολογία Κερκυραίων Ποιητών», Οι Μεταπολεμικοί (1944-1984), Πόρφυρας, 1985, εισαγωγή-ανθολόγηση Περικλής Παγκράτης

I
Η μνήμη μας έφερε σ’ αυτούς τους τόπους,
η μνήμη μας χώρισε από τη ζωή.
—Λιμάνια με πράσινα φύκια,
βάρκες που σαπίζουν στην ακροθαλασσιά,
γυναίκες που γίνηκαν βράχοι,
προσμένοντας να γυρίσει το κύμα με την ελπίδα.—

Η μνήμη μας μίλησε για τις σκιές
που πέφτουν στην άκρη του δρόμου,
για τις παλαιικές οικοδομές
με τα σκοτεινά δωμάτια,
για τα λησμονημένα λευκώματα
με τις νοσταλγικές αφιερώσεις.
—Εκεί, στο διάφανο νερό του χαντακιού
φύτρωσεν η χαρά μια νύχτα,
καθώς έσταζεν από το κυπαρίσσι
η θρηνητική φωνή της κουκουβάγιας.—

Η μνήμη μας έφερε σ’ αυτή την πολιτεία
με τα γκρεμισμένα τείχη,
τις χορταριασμένες αυλές,
τους έρημους κήπους.
Κι απομείναμε
με την πικρήν ανάμνηση
ενός κρυστάλλινου αστεριού,
που έσβησε στην παιδική μας παλάμη.

II
Σ’ αυτό το δρόμο με τα κλειστά παράθυρα
κατοικεί η μυρουδιά της φτώχειας.
Έσπασεν η χορδή του πιάνου
κι έμεινεν ημιτελής η συμφωνία της ομίχλης.
Κανείς δεν ήρθε ν’ αποχαιρετήσει
αυτούς που έφυγαν μέσα στη νύχτα
γιατί δεν είχαν που να σταθούν.

Όλα είναι νεκρά—
και ο θόρυβος
και το πλακώστρωτο
κι αυτή η τελευταία φωνή
που ακούστηκεν από το τέταρτο πάτωμα ενός σπιτιού
καθώς προσπαθούσε ν’ ανεβεί στα σύννεφα.

III
Στα σταυροδρόμια
στέκονται οι άνθρωποι και ρωτούν.
Ρωτούν τον άνεμο
που σαρώνει τις ερειπωμένες στέγες,
ρωτούν το Χρόνο
που θερίζει τους ώριμους καρπούς,
ρωτούν μια γυναίκα
που έσφιγγε στην αγκαλιά της το νεκρό παιδί της.
Και ο άνεμος πέρασε
χωρίς ν’ αποκριθεί,
και ο Χρόνος θέριζε αμίλητος,
και μόνον η γυναίκα στάθηκε
—για μια στιγμή—
κι έδειξε το πεθαμένο παιδί της.

IV
Η κάθε στιγμή
μας φέρνει πιο κοντά στο Θάνατο,
σε μια περιοχή
που την κατοικούν αγάλματα,
σκουριασμένες πανοπλίες,
πετρωμένες καρδιές.