Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ευγένιου Αρανίτση, Κέρκυρα- Η γενέθλια χώρα του νοήματος

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Κέρκυρα- Η γενέθλια χώρα του νοήματος. Κριτική για το έργο του Αρανίτση «Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα», «Πόρφυρας», τεύχος 122

«Η νεύρωση είναι ο δεισιδαιμονικός φόβος για έναν ανέφικτο βυθό», έγραψε ο Μπατάιγ. Χάρη σ’ αυτή τη νεύρωση δραστηριοποιείται ο συγγραφέας· αντλεί από αυτή και ταυτοχρόνως της εναντιώνεται με το ίδιο το γράφειν. Οι φίλοι του Ευγένιου Αρανίτση ξέρουν ότι κατοικεί με τόση φυσικότητα στον βυθό —εντός του νοήματος—, ώστε ο φόβος του υπήρξε πάντα η απρόσιτη επιφάνεια (δηλαδή, βιώνει τη νεύρωση από την ανάποδη). Έτσι, στα έργα του, η καλλιέπεια, το στυλ, όλη αυτή η αρχιτεκτονική της φιλαρέσκειας —ο αφρός της ομιλίας—, η επιμονή στη σπουδή της μορφικής ύφανσης —που φτάνει ενίοτε μέχρι την εκζήτηση— είναι ακριβώς η αναμέτρησή του με την επιφάνεια, στο βαθμό που την υπολογίζει συνειδητά ως το ένδυμα ενός νοήματος.

Όταν σε καλούν να γράψεις για έναν φίλο, και πριν από κάθε σκέψη που αφορά το έργο του, υποκύπτεις στον πειρασμό να ξανασκεφτείς αυτόν τον ίδιο. Στην περίπτωση του Ε.Α., αισθάνθηκα πολλές φορές ότι το θέμα του προσώπου που γεννά το έργο αντιστρέφεται: το έργο του γεννά εκείνον — τον αναγεννά. Δεν τον προσδιορίζει απλώς αλλά τον δημιουργεί αδιάκοπα, τον τρέφει με της σημασίες του. (Κατά μία έννοια, αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει με όλους όσοι γράφουν, όμως δεν το έχω ξαναδεί να γίνεται με τον τρόπο που το παρατηρώ στον συγκεκριμένο άνθρωπο).

Οι φίλοι του Α. ξέρουν πως η εμμονή του είναι το πένθος. Το πένθος όχι ως θεωρητική αποσκευή —ως ιδεολόγημα ψυχαναλυτικής ή θεολογικής τάξεως— αλλά ως πράξη ζωής, ως κίνηση της ψυχής προς τα βαθύτερα στρώματά της, εκεί όπου η συνείδηση εντρυφά περί το κέντρο, επεξεργάζεται, ερευνά, ταξινομεί, αποκαθιστά και τέλος «φωτίζεται» αρκετά ώστε να προσανατολίσει τις πολλαπλές διεργασίες της στην απελευθέρωση από την οδύνη των συμβάντων. Κάθε κατανόηση —για να θυμηθούμε τον Χούσερλ— είναι κατανόηση ενός πράγματος και, όταν αυτή συντελείται, ισοδυναμεί με την εξόφληση χρεών, ψυχικών και πνευματικών. Από μια τέτοια κατανόηση πηγάζει το πένθος που ζωογονεί, το πένθος που οδηγεί σε μια διαφορετική δομή —ψυχική και πνευματική—, το πένθος ως φίλος της αλήθειας. Εκεί συναντάς τη γυμνότητα των αιτιάσεων: η συνείδηση απαρνείται το επίπλαστον της πραγματικότητας.

Σαν ζωογόνα ορμή δια μέσου του θανάτου, το πένθος είναι για τον Α. ο τρόπος της αδιάκοπης συγκρότησής του, μια ολοκληρωτική παράδοση στις αναγεννητικές κινήσεις. Οπότε και το έργο του, έχοντας ως βάση αυτή την ψυχική ποιότητα, αίρεται στην ολοκληρωμένη παρουσίαση πλευρών της ζωής και της σκέψης, μεταφέροντας λάμψεις της ουσίας. Διάλεξα να γράψω για το βιβλίο Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα; διότι αναγνώρισα εκεί έναν καρπό: τα πιο ωραία πένθη του Ευγένιου.

Το βιβλίο ξεδιπλώνεται σε έξι ενότητες και υπονοεί μία ακόμη, δηλαδή στηρίζεται στον αριθμό επτά, μυστικιστικό ελατήριο μιας πνευματικής κλίμακας η οποία κινείται όχι από κάτω προς τα πάνω —εδραιώνοντας την κάθε βαθμίδα στην προηγούμενη— αλλά απ’ έξω προς τα μέσα, σαν μια κίνηση-στρόβιλος ιδεών και συγκινήσεων που αναζητά την κοιτίδα της.

Στην πραγματικότητα ο Ε.Α. αρτιώνει την ταυτότητά του —τον κόσμο της ωρίμανσής του— με τις επιμέρους θεάσεις του εαυτού του και της ποιητικής του, συγκεντρώνοντας όλους τους ψυχικούς του τόπους σε έναν: η Κέρκυρα είναι αυτός ο ίδιος. Έτσι, οι ποικίλες κλίσεις του —φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές, ποιητικές— ενοποιούνται στον γενέθλιο τόπο-εαυτό για να συναντήσουν τον πυρήνα. (Ως σημαίνον, η Κέρκυρα επεκτείνεται πέραν του πρώτου κειμένου της συλλογής, προς όλα τα άλλα· τα διατρέχει υποδορίως, τα διαποτίζει, τα τροφοδοτεί και τα περιβάλλει).

Κείμενο πρώτο — Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα;

Ο συγγραφέας είναι γραφέας-μεταφορέας μιας μοίρας η οποία προβάλλει κατ’ αρχάς αισθηματικά. Στο κείμενο αυτό ο Α. αντλεί από τα προσωπικά του βιώματα —τις συγκινήσεις της παιδικής του ηλικίας στην Κέρκυρα— για να ονομάσει μια πόλη εσωτερική: το ίδιο το σώμα του ποιητή, του οποίου ο εγγενής διχασμός ανταποκρίνεται σ’ αυτόν της Κέρκυρας ως γεωγραφικής θέσης. Η τελευταία έχει την ιδιαιτερότητα να βρίσκεται σ’ ένα σημείο-κόμβο Ανατολής-Δύσεως, πράγμα που της επέτρεψε ν’ αναπτυχθεί πολιτισμικά με δυτικά δάνεια (χτίζοντας τη «λατινική της οίηση»), χωρίς όμως ν’ απαρνηθεί τις παραδόσεις της· μπόρεσε να συνθέσει τους δύο κόσμους. Η Κέρκυρα της λογοτεχνίας είναι λοιπόν δύο νησιά: η ψυχή του δυτικού ανθρώπου —καθρέφτης της νεωτερικότητας— και η παλιά ανατολίτικη ψυχή θεμελιωμένη στην απουσία του ορθολογικού στοιχείου. Σε ποια απ’ τα δύο ανήκει ο συγγραφέας;

Και στα δύο. Για τον Α. η Κέρκυρα είναι η χώρα του μεταιχμίου, της απροσδιοριστίας, του διλήμματος, ένας τόπος σφραγισμένος με τον ερωτισμό του ερμαφρόδιτου. Είναι το σύνορο, μοίρα κάθε πλάσματος απ’ το οποίο ζητούν να συγκεράσει διαλεκτικά δύο τάσεις, να αμυνθεί στην αμφισημία, να συμψηφίσει δύο ψυχικές δυνατότητες. Μήπως η ίδια η τέχνη δεν γεννιέται με την ανάφλεξη της ευρηματικότητας στο σημείο συνδιαλλαγής ρεαλισμού και υπαινιγμών;

Φύση και Πόλη, γεωγραφική θέση και ψυχική ταυτότητα, ιταλικότητα και ελληνικότητα, Ανατολή και Δύση, φανερό και κρυφό: κατ’ ουσίαν, ο Α. ομιλεί για τη δική του ψυχή και τις κλίσεις της, για τις διακυμάνσεις της και τις αντίρροπες τάσεις της, καταγράφει την ιστορία της σύμπλευσης, μέσα του, των δύο στοιχείων που καλούνται σε ενοποίηση ως αρσενική και θηλυκή πλευρά.

Κάθε πόλη, μπροστά στο βλέμμα, είναι συνάντηση κόσμων: εξωτερικό και εσωτερικό γεννούν από κοινού το σπινθήρισμα μια δημιουργικής συνείδησης του κατοικείν. Ο Α. έρχεται εκ των υστέρων να μιλήσει για τον αστικό ουμανισμό της Κέρκυρας και το λυρισμό της φύσης της, γνωρίζοντας ότι και τα δυο είναι για κείνον το πρόσχημα — ένα παιχνίδι: είναι η περιπέτεια του αισθήματος και της γραφής που αναζητά τη μυστική της ιθαγένεια ώστε να αρτιώσει, χάρη στον τόπο-Κέρκυρα, το α-τοπον μιας ταυτότητας εν πνεύματι. «Αγαπώ την Κέρκυρα σημαίνει για μένα ότι η Κέρκυρα δεν υπάρχει», σημειώνει. Ως ενήλικος θα επιχειρήσει την απομυθοποίησή της, όχι όμως και την απομάγευση του ονόματός της.

Έτσι, το κείμενο αυτό απηχεί τον έρωτα για ένα διπλό νησί: φαντασιακή χώρα και αλήθεια της ανάγκης — λίκνο της «απόσβεσης του δυϊσμού Πραγματικότητας και Εικόνας». Φιλοξενείται εδώ η παράσταση μιας επιθυμίας για την ταυτοχρονία Ωρίμανσης και Μαγικού, όπου το παιδί και ο ενήλικος θα μπορούσαν να φωτίζονται στο ίδιο θαύμα.

Τελικά, η Κέρκυρα ταυτίζεται με το αίμα και τα οστά του Α., σε μια σαρκική νοηματοδότηση. Κήποι, αρώματα, γεύσεις, εφηβικοί έρωτες, θερινά σινεμά — η υλικότητα της ιθαγένειας ενθαρρύνει επίσης και ικανοποιεί τον μυστικισμό του ποιητή, στον οποίο πιστώνεται η αγάπη για τη μεταφορά και το σύμβολο, η επινόηση αναλογιών (για να θυμηθούμε τον Ελύτη) και η διαρκής αναδίπλωση του νοήματος. Συγκατοικώντας στην ίδια συνείδηση, η «εξωτερική» και η «εσωτερική» Κέρκυρα, υπόσχονται ενότητα στο διχασμένο σώμα της γραφής.

Ο Πλωτίνος —λέει ο βιογράφος του Πορφύριος— «φαινόταν να ντρέπεται που βρισκόταν μέσα σε σώμα». Ο Α. μοιάζει να ξορκίζει αυτή την ντροπή, που είναι και δική του: ξαναβάζοντας το ζήτημα της σχέσης του με την ύλη (η οποία, ταυτοχρόνως, παριστά την τραυματική σχέση του με τη μητέρα), τείνει να συμφιλιωθεί με την αγιότητα των αισθήσεων. Ωραίο στοίχημα.

Υποψιάζομαι ότι, επιστρέφοντας στα τοπία του νησιού του, θα αναλογίστηκε συχνά την εποχή που ο καλλιτέχνης αντλούσε ακόμη από την αλήθεια της Φύσης και του Είναι, του παλαιού, του παλαιότερου, του αρχαϊκού. Όμως, στο μεταμοντέρνο βλέμμα, η φύση έχει κάνει πανιά όπως θα έλεγε ο Τζέιμσον. Ο σημερινός ποιητής παρακολουθεί το έλλειμμα του πολιτισμού εντός τους: δεν μπορεί πλέον να ζήσει το θαύμα της «όρασης», απλώς «σκέφτεται γι’ αυτό που κοιτάζει». Έχω την αίσθηση ότι ο Α. όντας ολόκληρος αφοσιωμένος σ’ αυτό το πένθος (στον θάνατο μιας εποχής της Ιστορίας και μιας ψυχικής δομής του πολιτισμού), «κοιτάζει» την Κέρκυρα (αλλά και την ίδια τη λογοτεχνία) ως έκπτωτος άγγελος.