Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι σκλάβοι στα δεσμά τους

Κωνσταντίνου Θεοτόκη: «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους», εκδ. Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 2010, σελ.30-31

Ήταν απόγιομα. Ο κόντες Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος, γερασμένος, σκυφτός, μικρότερος, αλλά με άσπρα κοντά γένια, με χοντρά ροδοκόκκινα χείλη, όπως όλοι οι άνθρωποι του γένους του, επερπατούσε ανήσυχα απάνω στο γραφείο του, τυλιγμένος μέσα σ’ ένα τρίπαλιο πανωφόρι, που το φορούσε από χρόνια πολλά για το σπίτι το χειμώνα. Εκείνη την ημέρα δεν έκανε όμως κρύο.

Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, σ’ ένα αρχαίο, άφεγγο σπίτι, μέσα στα στενά της χώρας· είχε τέσσερα μεγάλα παράθυρα, όλα στον ίδιον τοίχο, ήταν όμως σκοτεινό, σα να κλειούσε μέσα του σταχτή, σκονισμένον αέρα, γιατί άλλα νεόχτιστα σπίτια πολύ εστενοχωρούσαν τώρα απ’ όλες τες μεριές το παλαιό αρχοντικό των Οφιομάχων, που στα παλαιά χρόνια υψωνότουν μονάχο και περήφανο ανάμεσα σε φτωχικά μόνο χαμόσπιτα.

Κιτρινιασμένες κουρτίνες και ξεθωριασμένοι χρωματιστοί μπερντέδες εσκοτείνιαζαν ακόμα περσότερο εκείνο το δωμάτιο, και ο αέρας ήταν εκεί μέσα βαρύς και υγρός, και τα χάρβαλα πατώματα ανάδιναν μία μυρωδιά από μούχλα παλιά, από κλεισούρα κι από σκόνη. Ξεθωριασμένοι, άπαστροι, γδαρμένοι και νοτεροί ήταν κ’ οι κίτρινοι τοίχοι, και τα έπιπλα ήταν παλιωμένα κι αμελημένα, αγυάλιστα από καιρούς, και μολογούσαν ως κ’ εκείνα τον ξεπεσμό της αρχοντικής φαμιλιάς.

Ξάγναντα στα παράθυρα, ακουμπούσαν στον τοίχο δυο μεγάλα κάρυνα αρμάρια, γεμάτα μουχλιασμένα βιβλία· και στη μέση, πες, της κάμαρας, μπρος σε μία χαμηλή, μικρή, τετράγωνη πολυθρόνα ήταν ένα τραπέζι από ξύλο άσπρο, με μαυρισμένα πόδια, στρωμένο όλο με χοντρό γαλάζιο χαρτί και καταφορτωμένο με σκονισμένα χαρτιά, διπλωμένα του μάκρους και δεμένα πολλά μαζί με σπάγγους· και ανάμεσα στα χαρτιά ήταν ένα μικρό, κατηφορητό, κινητό γραφείο, που το ρούχο του μελανιές γιομάτο δεν ήταν πλια πράσινο από χρόνια, κ’ ένα στρογγυλό τζίγκινο καλαμάρι με δυο τρεις πένες καρφωμένες τριγύρω. Ένα άλλο αρμάρι, ένα άλλο τραπέζι στους πλαγινούς τοίχους και μερικές καρέκλες παλιές και περίεργες, αυτά ήταν τα έπιπλα της κάμαρας, όπου περνούσε τες περισσότερες ώρες του ο γέροντας Οφιομάχος.

Στους τοίχους εδώ κ’ εκεί εκρεμόνταν οι οικογενειακές τους εικόνες, μαυρισμένες από την πολυκαιρία κι από την υγρασία, μέσα σε μαύρες ή σε χρυσωμένες κορνίζες θαμπές ως κ’ εκείνες: οι παλιοί Οφιομάχοι, άρχοντες με δύναμη μεγάλη στον τόπο και που τώρα εκοιμώνταν ήσυχα και λησμονημένοι στο χώμα. Κάποιοι ήταν ξυρισμένοι και με λευκές περούκες στο κεφάλι, άλλοι εφορούσαν χρυσοκέντητες στολές, κάποιος παλαιότερος μία σιδερένια αρματωσιά· κ’ ήταν κιόλας εκεί μερικές γυναίκειες μορφές, ωραίες και περήφανες, με αρμονικό χαμόγελο πάνω στα χοντρά τους χείλη, και μία άλλη παράξενη ζωγραφιά, που επαράσταινε ένα φανταστικό δέντρο, με φύλλα σπάνια, με αφύσικους στριφτούς κλώνους κι όλο γεμάτο μικρούς μπλάβους κύκλους, όπου ήταν γραμμένα μ’ άσπρο χρώμα ονόματα μόνο· ήταν το γενεαλογικό δέντρο των Οφιομάχων. Μέσα στο σπίτι εβασίλευε ησυχία. Κι από το δρόμο ερχότουν μόνο ο θόρυβος ενού μαραγκού που ερουκάνιζε σανίδες…

Επαρπατούσε εκείνο το απόγιομα πάλι ο γέρος ανήσυχος, εκάπνιζε αδιάκοπα χοντρά τσιγάρα που τα τύλιγε ο ίδιος και που τα δάγκανε ως τη μέση, και κάθε τόσο έριχνε ένα βλέμμα στο χρυσό ρολόι της τσέπης που το κρεμούσε πάντα από ένα καρφί στον τοίχο, πάνουθε από την πολυθρόνα του, και κάθε τόσο εσταματούσε κ’ έριχνε ένα άλλο βλέμμα σ’ ένα μεγάλο κατάστιχο που ήταν ανοιχτό πάνου στα σκονισμένα χαρτιά του, και κάθε τόσο εκουνούσε πικρά το κεφάλι. Κάποιον επρόσμενε.

«Θα ’ρθει… δεν μπορεί παρά να ’ρθει… είναι η ώρα του!…» είπε με το νου του. «Και που να βρεθούν τώρα τα χρήματα… τόσο χρήματα!…» Κ’ έφερε το χέρι στο μέτωπο σα να ’θελε να διώξει τις βαριές φροντίδες που του ερχόνταν στο κεφάλι και για εκατοστή φορά έμεινε κάμποσες στιγμές σκυφτός απάνου στο μεγάλο βιβλίο, σα να το σπούδαζε με προσοχή.