Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι Βάρβαροι

Κωνσταντίνου Θεοτόκη: «Οι Βάρβαροι», πεζό ποίημα από τις «Αντιφεγγίδες», παρουσίαση Άννα Κατσιγιάννη, περιοδικό «Πόρφυρας», τεύχος 57-58, Απρίλης- Σεπτέμβρης 1991

Στη μέση από έναν ελαιώνα, ήτουν χτισμένος ένας μικρός τετράγωνος ναός με δεκάξη κολώνες τρογύρου, ύπαιθρος, και μέσα ένα άσπρο άγαλμα μαρμαρένιο του Ερμή στον ύπνο.

Ο γλύφτης που τον έκαμε στο μάρμαρο ζωή είχε δώκει· φαινότουν ως ν’ ανάπνεγε ο θεός ευτυχισμένος· καθώς ο Όνειρος γλυκά τη φαντασία του χάιδευε τα χείλια του γελούσαν — λίγο ακόμα κι η πέτρα θα μιλούσε.

Χρόνια πολλά απεράσαν από τον καιρό που ο γλύφτης στην πέτρα έδωκε μορφή· και πολλές θυσίες γινήκαν στον αποκοιμισμένον τον θεό· γενεές ανθρώπων είχαν προσευκηθεί μπροστά στο αγνό το μάρμαρο.

Η άνοιξη και πάλε είχε στολίσει τες ιερές ελιές με άσπρα μικρά λουλούδια σαν από χιόνι· τα χελιδόνια και πάλε πετούσαν κελαδώντας από χαρά που ’χαν ξανάβρει τες ποθητές φωλιές.

Κι εχαιρότουν η φύση κι έζιουνε ολόγυρα στον άψυχο ναό, στα πράσινα δέντρα γιομάτα λουλούδια πουλιά τραγουδούσαν, λευτερίδες πετούσαν , ο αγέρας ο ίδιος είχε λουστεί στη φαιδρότη.

Μα οι άγριοι στρατιώτες που του Χριστού τη θρησκεία ελατρεύαν, ναούς, αγάλματα, κι αρχαιότη μισώντας, όλα εκάνανε στάχτη.

Και κει στον έρμο ναό όπου ο Ερμής από αιώνες κοιμούτουν, ανάμεσα στες πράσινες ελιές — φορτωμένες τώρα άσπρα μικρά λουλούδια — είχανε φτάσει, οπλισμένα τα βάρβαρα χέρια με βαριά σφυριά, με καταστρεφτικά τσεκούρια.

Εκείνοι χαρούμενοι κομμάτια εκάναν του Ερμή το άγαλμα και το ναό συντρίβαν, μα οι ελιές που ίσκιαζαν αυτό το στολίδι της φύσης βροχή τ’ άνθια τους ρίχνανε απάνου στα αρέπια του οπίσω τους οι βάρβαροι αφήναν.