Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΚατεδαφιζόμεθα
Διδώ Σωτηρίου, Κατεδαφιζόμεθα, Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 48-49.
|
▲▲
Κατεδαφιζόμεθα
(απόσπασμα)
«Στεγνές οι εκθέσεις σου, Γιαννούλη, στεγνές και ψυχρές, τους λείπει το χρώμα, το στολίδι, ο νεανικός ιδεαλισμός, ο ενθουσιασμός». Αυτή 'ταν η πρώτη κριτική για τα γραφτά του. Του την έγραψε ο καθηγητής του ο Μελισσαρόπουλος στο νυχτερινό γυμνάσιο. Δεν τον απογοήτευσε. Αντίθετα την υποδέχτηκε με ειρωνικό μειδίαμα, γιατί ο Μελισσαρόπουλος αγαπούσε τα κελαϊδίσματα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ. Ήταν και καταπιεσμένος άνθρωπος, τρομοκρατημένος σαν τους περισσότερους καθηγητές της ταραγμένης και σκοταδικής εκείνης δεκαετίας του '50. Καταχώνιαζε ο δύστυχος ο Μελισσαρόπουλος τις παιδαγωγικές και ανθρωπιστικές του αντιλήψεις. Ο Άρης τη θυμάται πολύ αυτή την εποχή. Ήταν και για τον ίδιο βασανιστική, δεν ήξερε πού να ξεσπάσει και πιλάτευε τον καλό άνθρωπο, το Μελισσαρόπουλο, γιατί είχε μυριστεί το ενδιαφέρον και το θαυμασμό που του είχε. Σ' έναν πρόχειρο διαγωνισμό Νεοελληνικών τόλμησε να του γράψει: «Ο άνθρωπος είναι υποκριτής. Ο Θεός τον έπλασε κατ' εικόνα και ομοίωσίν του…». Ο Μελισσαρόπουλος καταθορυβήθηκε. Είχε κατηγορηθεί και απ' το θεολόγο, τον Αθανασίου, πως «ωθεί τους νέους προς την αθεΐαν και τον κομμουνισμόν». Κάλεσε τον Άρη στο γραφείο των καθηγητών. Ήταν έξαλλος. «Δεν είσαι μόνον στεγνός, Γιαννούλη, είσαι στυγνός, και κυνικός. Από ποίας ιδέας εμφορούνται οι οικείοι σου;» «Όχι από αυτάς που υποπτεύεσθε, Κύριε!» «Τότε πώς πιάνεις στο άθλιο στόμα σου τον Θεόν μετά τόσης ανευλαβείας;» «Δεν κρίνω το Θεό, Κύριε, μα την πλαστή και αποτυχημένη εικόνα που προσπαθεί να μας επιβάλλει ο δήθεν επίγειος τοποτηρητής του, καθηγητής των θρησκευτικών Αθανασίου, ο επιλεγόμενος…». Δεν τον άφησε να προφέρει το «σπιούνος». «Σκασμός!» ούρλιαξε. «Σου χρειάζεται μια πολυήμερος αποβολή και σε διαβεβαιώ ότι θα εισηγηθώ να την λάβεις. Ειδοποίησε τον πατέρα σου να περάσει αμέσως». «Δεν έχω πατέρα, κύριε». «Έστω την μητέρα σου». (Για κείνο το «έστω» έγιναν σχόλια ξεκαρδιστικά απ' τους μαθητές που κρυφάκουγαν.) Ο Άρης όμως δεν είχε πια κέφι για καζούρα. Η αναφορά στη μητέρα του τον τάραξε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Δυσκολευόταν ακόμα και να καταπιεί, σα να είχε πάθει πονόλαιμο. «Εσένα μιλώ, Γιαννούλη! Καταλαβαίνεις ελληνικά; Είπα να φέρεις αύριο τη μητέρα σου» «Κυρίως ειπείν, δε … δεν έχω μητέρα!» «Γιαννούλη, πάψε να παριστάνεις τον ηλίθιο, θα μετανοήσεις. Τι κυρίως ειπείν, ανόητε! Έχεις ή δεν έχεις μάνα;». Ο Μελισσαρόπουλος ήταν βυσσινής απ' το κακό του, νόμιζε πως τον δούλευε. «Δεν την έχω γνωρίσει ποτέ, κύριε…». Το είπε πολύ σοβαρά, τόσο που η οργή του καθηγητή του έπεσε κατακόρυφα και τον πιάσανε τα νευρικά του τικ. Ρούφαγε τις μύτες του, ξερόβηχε, έκανε γκριμάτσες. Ήτανε φανερό πως γύρευε τρόπο να υποχωρήσει. «Για τελευταία φορά, Γιαννούλη - μ' εννοείς; - για τελευταία φορά θα φερθώ επιεικώς. Σου αποδίδω το ελαφρυντικό της βλακείας!». Έσκισε για καλό και για κακό την έκθεση. «Καμαρώστε σε τι χέρια παραδίδουμε την σκυτάλην του μεγάλου μας ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Ανόητα, άμυαλα παιδιά…».