Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Κάποτε ο κυνηγός...

Ελένη Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός..., Καστανιώτης, Αθήνα 2009, σ. 23-24.
  • Η ελληνική κοινωνία σε εμφύλιο → Φυγή στο Παραπέτασμα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Κάποτε ο κυνηγός…

(απόσπασμα)


Κόρη. Μάνα. Νύφη και πεθερά στην πραγματικότητα. Η γιαγιά μου η Ανάστα, απ' τα χωριά της Σπάρτης, χήρα στα είκοσι πέντε της, ο λόγος ο Εμφύλιος, κι αμέσως μετά τη λήξη του, το '49, με τον πατέρα μου εξάχρονο και καχεκτικό, της Κατοχής παιδί, περπάτησε συνολικά δεκαέξι μέρες, πότε σέρνοντας και πότε βαστώντας αγκαλιά, πότε παρακαλώντας τον και πότε δέρνοντάς τον για να προχωρήσει, το μικρούλη Πάνο, το γιο της και πατέρα μου, προτού πατήσει μαζί μ' άλλους εννέα, συγγενείς και φίλους από την περιοχή, τα χώματα της Αλβανίας, εξαντλημένοι από πείνα, δίψα, κρύο και άλλα πολλά, απερίγραπτα βάσανα. Νύχτα κυρίως μετακινούνταν. Είχαν πικραθεί, είχαν ταλαιπωρηθεί, είχαν κατηγορηθεί από γνωστούς και φίλους. Και από συγγενείς. Και ο καιρός δεν περίμενε. Έπρεπε να φύγουν. Κατά κάποιο τρόπο να σταθούν. Έστω και σε ξένες πατρίδες. Η Αλβανία σταθμός φιλόξενος, χόρτασαν, ζεστάθηκαν, γιατρεύτηκαν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες, ντύθηκαν τα απλά ρούχα που τους προσφέρθηκαν και ξεκίνησαν γι' αλλού. Μακρύτερα. Έφτασαν στην Ουγγαρία.

«Μάτια μου, μας καλοδέχτηκαν στη Βουδαπέστη. Και το παιδί, ο πατέρας σου μαθές, ησύχασε κάπως. Όχι τελείως. Σκάνταλο παιδί. Ζαβολιάρικο. Στον παιδικό σταθμό πιλάτευε τα παιδιά του κόσμου. Αλλά τα 'παιρνε τα γράμματα. "Να τονε προσέχεις", μου 'λεγαν. "Ξεφτέρι το παιδί σου". Τον πρόσεχα. Είχα δα και τίποτ' άλλο;»

Μα μετά από λίγο η γιαγιά συνέχιζε ζωηρότερα:

«Αλλά πώς δεν είχα. Είχα. Είχα την ελπίδα μου. Ότι ο κόσμος θα σιάξει. Ότι θα διορθωθεί. Κι ότι θ' αδελφωθούν όλοι κι ότι όλα θα 'ναι καλύτερα από πρώτα. Ε, τότε θα ξαναγύρναγα πίσω σπίτι μας. Πίσω στο περιβόλι μας και στο μικρούλι λιακωτό απ' όπου αγναντεύεις μέχρι πέρα, μέχρι τη θάλασσα και τα καράβια που τραβούν για την Αφρική. Θα γύρναγα. Οπωσδήποτε θα γύρναγα. Το 'λεγα, το ξανάλεγα σαν ήθελα να πάρω κουράγιο, γιατί ό,τι και να πεις η ξενιτιά είναι κομμάτι πικρή. Τι είπες; Α, που δε βρήκα έναν άντρα καλό και σωστό για να συνεχίσουμε μαζί τη ζωή. Δεν τ' αποφάσιζα. Το παιδί βλέπεις. Ήταν και οι μετακινήσεις…».

Μεταδεδομένα

< Σαραντίτη > < Πρόσφυγες > < Κομμουνισμός-Σοσιαλισμός >