Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΝεκρή Ευρώπη
Christos Tsiolkas, Νεκρή Ευρώπη, μτφρ. Νίκη Προδρομίδου, Printa, Αθήνα 2010, σ. 178.
|
▲▲
Νεκρή Ευρώπη
(απόσπασμα)
Ο Σταύρος είχε χάσει ήδη ένα γιο στον πόλεμο. Πριν από ένα χρόνο, οι Άγγλοι είχαν ρίξει προμήθειες από τις ιπτάμενες μηχανές τους —τις έβλεπε και σταυροκοπιόταν— και τα κιβώτια με τα τρόφιμα είχαν αποθηκευτεί στο δημαρχείο, στο Θέρμο, για να μοιραστούν στους στρατιώτες του βασιλιά. Τα νέα είχαν κυκλοφορήσει γρήγορα στα χωριά. Περίμεναν ότι οι αντάρτες θα κατέβαιναν απ' τα βουνά και θα έκαναν έφοδο στο κτίριο. Στην πόλη εγκαταστάθηκε φρουρά για να φυλάει τα τρόφιμα. Τελικά δεν ήταν οι αντάρτες αυτοί που επιχείρησαν να κλέψουν τα τρόφιμα. Τέσσερα απ' τα μεγαλύτερα πιτσιρίκια του χωριού κατέστρωσαν μαζί ένα σχέδιο· ένα απ' αυτά ήταν κι ο Μανόλης, ο γιος του Σταύρου. Το σχέδιο ήταν να βάλουν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά να ξεκινήσουν δήθεν καβγά μεταξύ τους με την ελπίδα ν' αποσπάσουν την προσοχή των φρουρών, και να σκαρφαλώσουν τότε τα δυο μικρότερα παιδιά σ' ένα παράθυρο, να περάσουν απ' τις μικρές γρίλιες στο πίσω μέρος του δημαρχείου και να χώσουν όσο περισσότερη τροφή μπορούσαν στις τσέπες τους. Αργότερα όλοι συμφωνούσαν ότι το σχέδιο αυτό ήταν γελοίο και ανεφάρμοστο. Τα δύο μικρότερα παιδιά δεν είχαν προλάβει καν να περάσουν απ' το παράθυρο όταν σήμανε συναγερμό ένας στρατιώτης. Ακούγοντας τις φωνές των φίλων τους, τα δυο παιδιά που καβγάδιζαν για αντιπερισπασμό το έβαλαν στα πόδια, αλλά οι σφαίρες τούς σταμάτησαν αστραπιαία. Οι τέσσερις σοροί επεστράφησαν στο χωριό, αλλά χωρίς κεφάλια· τους τα είχαν κόψει για τιμωρία. Είχαν θεωρήσει ότι τα παιδιά ήταν αντάρτες. Οι αντάρτες επέβαλαν τη δική τους εκδίκηση μια βδομάδα αργότερα. Σχεδίαζαν πράγματι να κάνουν έφοδο στο δημαρχείο και να κλέψουν τις προμήθειες. Όμως η στρατιωτική παρουσία αυξήθηκε μετά την αποτυχημένη απόπειρα των παιδιών, κι έτσι, αντ' αυτού, οι αντάρτες έκαναν επιδρομή στις οικογένειες των νεκρών παιδιών και κατάσχεσαν και τον παραμικρό κόκκο τροφής που απέμενε στα σπίτια τους.