Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΗ μεγάλη πλατεία. Ιστορία των μέσων και νέων χρόνων
Νίκος Μπακόλας, Η μεγάλη πλατεία. Ιστορία των μέσων και νέων χρόνων, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 436-438.
|
▲▲▲
Η μεγάλη πλατεία
(απόσπασμα)
Χρίστος
Κάθε μέρα και περίσσευε ο κίνδυνος, λέγαν «δεν μπορεί, θα 'ρθεί και δω το σκότωμα», που χτυπιόνταν στην Αθήνα μες στους δρόμους, τα μαθαίναν από τις εφημερίδες κι από τα χωνιά, λέγαν «ο αδούλωτος λαός», βάζανε φωτογραφίες απ' την αιματοχυσία, όπου νεαρά κορίτσια μαυροφορεμένα γονατίζανε στο δρόμο και κρατούσανε τεράστια συνθήματα, τέλος πέφτανε οι τουφεκιές και τα σκοτώνανε και την άλλη μέρα άλλες μαυροφορεμένες στις φωτογραφίες· κι έλεγε ο Χρίστος «θα σφαχτούμε μεταξύ μας». Το πρωί που έφευγε από το σπίτι είχαν σταματήσει τραμ και αυτοκίνητα, είχε φράξει ο μεγάλος δρόμος απ' τη διαδήλωση, πιο πολύ γυναίκες, μα και άντρες και παιδιά, που κουνούσαν τις γροθιές τους, και κραυγάζαν «έξω οι Εγγλέζοι, κάτω οι μπουραντάδες», και τους έβλεπε ο κόσμος απ' τα μαγαζιά, πίσω από τζάμια και από κλειστά παράθυρα, όπου είδε ο Χρίστος τη γειτόνισσα, τη γυναίκα απ' τον τραμβαγιέρη, μια ξερακιανή φιλάσθενη, φώναζε και φώναζε σαν μανιασμένη, μια στιγμή συναντηθήκαν οι ματιές τους, έδειξε σαν να ζωντάνεψε, είπε «έλα, Χρίστο» κι εννοούσε ανάμεσά τους, τον καλούσε και με τ' απλωμένο χέρι της, αλλά ένεψε κείνος όχι και χαμογελούσε, από πού κι ως πού; αναρωτιότανε, πώς και τόση οικειότητα; όμως «πρέπει να 'μαι στη δουλειά μου» φώναξε - μέσα του νευρίαζε μετάνιωνε, δεν του χρειαζόταν δικαιολογία, σκέφτονταν. Και την ίδια ώρα άκουσε το αυτοκίνητο, ήταν φορτηγό εγγλέζικο, άνοιγε το δρόμο του στο πλήθος, μα σειόντανε γροθιές, κάποιοι βρόντηξαν τις λαμαρίνες με τα χέρια τους· όπως προχωρούσε είδαν από πίσω που κάθονταν πέντε στρατιώτες, φαίνονταν απορημένοι σκεφτικοί, όπου βλέπαν μία θάλασσα από γροθιές που απειλούσαν, που περνούσε ανάμεσά τους το αυτοκίνητο, που 'τανε οι ξένοι πάνω κι ο λαός μονάχος και περπατηχτός, κάποια ώρα έπεσε μια πέτρα στο φτερό, έκανε έναν κρότο που τους πάγωσε, μα βρυχήθηκε η μηχανή, κι έτρεξε πιο γρήγορα το αυτοκίνητο, και παραμερίζαν αναγκαστικά, σαν να είδε ο Χρίστος άλλη μία πέτρα που 'γραφε καμπύλη κι αστοχούσε, «αλληλοχτυπιόμαστε» μονολογούσε, όμως άνοιξε το βήμα αποφασισμένος να τους προσπεράσει, όπου να 'ναι έρχονται κι εδώ, σκεφτόταν.
Γιατί άκουσε μια μέρα άθελά του την Αλκμήνη, το Δημήτρη, κι έλεγε με πάθος το κορίτσι «είναι ώρα πια να τους συντρίψουμε» κι αισθανόταν δεν αναγνωρίζω τη φωνή της, σαν να είχε βάλει κάποιο σίδερο μες στο λαιμό της που την αλλοιώνει, ο Δημήτρης ήταν μαλακός δισταχτικός, «δε μ' αρέσει που σκοτώνονται» της έλεγε - «όμως είναι οι δικοί μας, τα αδέρφια μας» επέμενε η Αλκμήνη - «και οι άλλοι τι να είναι;» αναλογιζόταν το αγόρι - «τους προδότες και τους μπουραντάδες σκέφτεσαι; ξέχασες που μας σκοτώνανε στους δρόμους;» - μα δεν της απάντησε· «τους φοβάσαι;» ρώτησε η Αλκμήνη σαν να τον χαστούκιζε, τότε είπε κείνος «κάτι δε με πείθει, τους φοβάμαι όλους τούτους που φωνάζουν και κουνάνε τις γροθιές τους, τι θα κάνουν αύριο αν θα νικήσουνε οι άλλοι, τους γνωρίζεις όλους που κρατάνε τα» - όμως άνοιξε η πόρτα, μπήκε η Αμαλία και την ξαναχτύπησε με βρόντο, έπαψαν οι ομιλίες και παραπονέθηκε ο Χρίστος «δεν προσέχεις», όμως δεν κατάλαβε η μάνα, είχε τα δικά της να σκεφτεί, το δικό της τρόπο. Πρέπει να 'τανε το ίδιο βράδυ στην εφημερίδα, τον πλησίασε ο Νίκος, ένας κοντουλός κατσαρομάλλης, που 'χε κάνει χρόνια στην Ανάφη - τώρα είχε πάρει πόστο και καθοδηγούσε - είπε «θα 'θελες να 'ρθείς σε μια σειρά μαθήματα;» και τον ρώτησε «σαν τι μαθήματα;» - τα οργάνωνε το κόμμα και μιλούσαν γιαπολιτική και για τον τύπο, «να 'ρθω» συγκατένευσε ο Χρίστος, μα «πώς πάνε στην Αθήνα;» ρώτησε - «πολεμάμε» είπε ο άλλος και το έκοψε κει.
Κι έτρεχε ο κόσμος μες στους δρόμους, η φτωχολογιά, οι οργανωμένοι νεαροί με τα χωνιά, με τα περιβραχιόνια και τις σημαίες, όμως έβλεπε ο Χρίστος κι άλλους - πιο πολύ σε μαγαζιά, σε σπίτια - παρακολουθούσαν δυσαρεστημένοι, μοιάζανε να λένε μέχρι πότε; που μπορεί να τους κοβόταν η ανάσα ή να λαχανιάζαν και να πέφταν. Τώρα προχωρούσε βιαστικά, είχε ξεπεράσει και την κεφαλή της διαδήλωσης κι έψαχνε για τραμ ή γι' αυτοκίνητο, ματαίως - είπε μέσα του να ανεβώ στο Χιρς, μήπως λειτουργεί το πάνω τραμ, τα σοκάκια έμοιαζαν πιο έρημα, που και που γραμμένοι τοίχοι με συνθήματα, για τη «μάχη της Αθήνας», για τους μπουραντάδες και τον άτιμο το Σκόμπι, έβλεπε αυλές με δέντρα, κάπου ένιωσε την υγρασία και σκεφτόταν θα γεμίσουν οι ξερόλακκοι, που κατηφορίζαν απ' την Τούμπα και χυνόντανε στη θάλασσα. Μέχρι τώρα είχε παρακολουθήσει καμιά δεκαριά μαθήματα, δε θα γίνουν και πολλά, συλλογιζότανε, λέγαν πως οι Άγγλοι ρίχνανε δυνάμεις στην Αθήνα και χτυπούσαν και με αεροπλάνα, πολεμούσαν κι οι δικοί μας απ' την Αφρική - «να που αλληλοσκοτωνόμαστε» του έλεγε η Αμαλία, κι έτρεμε η καρδιά της, «περιμέναμε να φύγουνε οι Γερμανοί να ησυχάσουμε» παραπονιόταν, ένα βράδυ αρπαχτήκανε με την Αλκμήνη και ο Χρίστος σήκωσε το χέρι του (σκέφτηκε πως το 'κανε πρώτη φορά) «Παναγιά μου, να τι γέννησα» κλαιγότανε η μάνα· κι απομείναν άγρυπνοι τη νύχτα, ταραγμένοι, φοβισμένοι, ν' αφουγκράζονται τις πόρτες ή τα βήματα.