Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΗ αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
Άλκη Ζέη, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 26-29.
|
▲▲
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
(απόσπασμα)
Πενήντα μία μέρες που τέλειωσε ο πόλεμος, πενήντα μία μέρες που κράτησε η απελευθέρωση. Πενήντα νύχτες είχα την ελπίδα να περάσω έστω και μία μόνο ολόκληρη με τον Αχιλλέα. «Θα μείνουμε μαζί μονάχα σαν παντρευτούμε». Το είπε ο Αχιλλέας. Η Νίνα μένει μαζί με τον Πάνο σ' ένα καμαράκι τόσο δα και δεν τη νοιάζει να το διαλαλεί σ' όλον τον κόσμο. Θαρρείς μάλιστα πως το κάνει επίτηδες και βρίσκει κάθε φορά να πει κάτι για να καταλάβουμε πως τα βράδια κοιμάται μαζί του. «Λαχτάρα που πήρα χτες βράδυ! Ξύπνησα και δεν είδα τον Πάνο δίπλα μου.» Αλήθεια, τη ζηλεύω. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα μείνω η αιώνια αρραβωνιαστικιά και πως σ' όλη μου τη ζωή θα πλαγιάζω με τον Αχιλλέα στα βιαστικά, ανάμεσα σε δυο συνεδριάσεις ή σε δυο δουλειές του. Σε ξένο κρεβάτι πάντα. Αν λείπει η Λίζα από το σπίτι ή στο καμαράκι της Νίνας. «Σ' αρέσει;» ρωτάει η Νίνα, ενώ της δίνω πίσω το κλειδί της. Μπορεί και να ντρέπομαι ν' απαντήσω, μπορεί και να μη μ' αρέσει ακριβώς εκείνη η στιγμή. Αν κοιμόμουνα όμως μια ολόκληρη νύχτα μαζί του, είμαι σίγουρη πως θα μ' άρεσε. Τριάντα τρεις νύχτες τις πέρασα πλάι του. Όσο κράτησαν οι μάχες του Δεκέμβρη μετά την απελευθέρωση. Ο καινούργιος πόλεμος με τους Εγγλέζους. Τριάντα τρεις νύχτες κατάχαμα, ντυμένοι. Από τη μια κρατούσε το χέρι μου κι από την άλλη το όπλο. «Θα διώξουμε τους Εγγλέζους, σ' τ' ορκίζομαι, και θα μείνουμε μαζί.» Το είπε ο Αχιλλέας! «Λόρδος Μπάυρον», ο λόχος των σπουδαστών, και μπροστά με καψαλισμένα τα καστανόξανθα βλέφαρα, ο Αχιλλέας. Οι κοπέλες με ζηλεύουν. Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, που δεν φοβάται στη μάχη! Φοβάται μόνο να με πάρει τη νύχτα και να πάμε στο διπλανό καμαράκι που είναι φυλαγμένα όπλα και σφαίρες. Δεν φοβάται τα όπλα, βέβαια. Φοβάται τους άλλους, τι θα πουν, εκείνος δίνει το παράδειγμα. Αν θελήσουν να κάνουν κι άλλοι έτσι… Κοιμόμαστε όλοι μαζί χάμω σε κουβέρτες στη μεγάλη αίθουσα ενός σχολείου. Μόλις που αγγίζουν τα δάχτυλά μας. «Θα ζήσουμε μαζί, μόλις διώξουμε τους Γερμανούς». Τους διώξαμε. «Αφού τελειώσουν οι μάχες του Δεκέμβρη.» Τελειώσανε. Και τώρα, για να περάσω μια νύχτα σε κρεβάτι με τον Αχιλλέα πρέπει να πάει αντάρτης στα βουνά! «Σου το ορκίζομαι, σ' ένα χρόνο.» Τώρα, ούτε Γερμανοί ούτε Άγγλοι. Τώρα ο εχθρός είναι ο αδερφός μου! «Δεν μπορείς να κρυφτείς σπίτι μου, θα χάσω τη θέση μου στο υπουργείο.» «Μια βραδιά μονάχα», μεσολαβεί η Λίζα. «Να χάσω τη δουλειά μου επειδή αυτοί θέλουνε;» «Εμείς θέλουμε; Εμείς θέλουμε να βασανιζόμαστε, να σκοτωνόμαστε! Εμείς θέλουμε να μπαίνουμε στις φυλακές, να μας στήνετε στον τοίχο;» «Εσείς κάνατε εγκλήματα, πήρατε ομήρους.» Ψέματα! Το μίσος στα μάτια του αδερφού. Το μίσος στα δικά μου μάτια. Ο μεγάλος αδερφός, που σαν έλειπε η Λίζα μου χτένιζε τα μαλλιά χωρίς να με πονάει. Η μικρή αδερφή που έγραφε ποιήματα μόνο για κείνον στη γιορτή του. Εμείς κι Εσείς. Ένας ατσάλινος τοίχος ανάμεσά μας.
«Σ' ένα χρόνο το πολύ», μ' αποχαιρετάει ο Αχιλλέας και στη φωνή του υπάρχει σιγουράδα. Στρίβει τον δρόμο και χάνεται. Δεν χύνω ούτε ένα δάκρυ. Όλα στέγνωσαν μέσα μου. Απόμεινα σε μια άγνωστη πόλη. Σε μια Αθήνα ξένη. Πόρτες κουφές, μουγκά παράθυρα. «Εσείς που μας σφάξατε.» «Εσείς που μας στήνετε στον τοίχο.» «Κλειδώστε τις πόρτες στην αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη!» Όλες τις πόρτες. Πράσινες πόρτες με ηλεκτρικά κουδούνια, καρυδένιες μεγάλες πόρτες με μπρούντζινα γυαλιστά πόμολα. Ακόμα κι εκείνη η μικρή του θείου Κώστα, του αδερφού της μαμάς, με το σιδερένιο χέρι για χτυπητήρι. «Σ' ένα χρόνο.» το είπε ο Αχιλλέας.
Ένα χρόνο τώρα γυρνάω μ' ένα ταγάρι και μια καθαρή κιλότα μέσα. Ένα χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σπίτια. Κάθε μέρα κι ένας λιγότερος. Πιάσανε τη Νίνα, τον Πάνο, τον Ευγένιο. Ήτανε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε ένας, εγώ, απ' όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς φίλους. Κάθε τόσο συναντάω τη Λίζα στα βιαστικά, να μου φέρει κανένα ρούχο και λεφτά. Έχει, λέει, βάλει πάνω στη βιβλιοθήκη μόλις μπαίνεις στο χολ του σπιτιού μας τη φωτογραφία του πατέρα με τα παράσημα από τον πόλεμο. Να γυρίσω σπίτι κι αν έρθουν να ψάξουν, μπορεί να τους σταματήσει ο νεκρός ήρωας της Αλβανίας. Δεν θα τους σταματήσει τίποτα. Δεν είμαι η κόρη του ήρωα, είμαι η αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη. «Πού θα μείνεις απόψε;» ρωτάει ανήσυχα η Λίζα. «Έχω κάπου.» Δεν έχω πουθενά. Είναι απόγεμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω αυτή τη νύχτα. Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. «Μπορώ; Γι' απόψε μονάχα;» Χτύπησα την πόρτα της Έρσης. Με την Έρση καθόμασταν δώδεκα χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε μαζί, πότε στο σπίτι της, πότε στο δικό μας. Άνοιξε την πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν μου είπε φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φύγε». Δεν έφυγα αμέσως. Δεν ξέρω γιατί. «Εσείς που παίρνετε τα παιδιά και τα κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σφάζετε…» Φεύγω χωρίς να της πω: «Εμάς που μας στήνετε στον τοίχο…». Στάθηκα για λίγο βουβή μπροστά στην κλειστή πόρτα.
Στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η Έρση κι η Δάφνη. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, τα δάχτυλά μας βρέθηκαν πλεγμένα. Μείναμε έτσι δώδεκα χρόνια. Όχι, δεν ερχότανε μαζί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μαθητικά συσσίτια. Τον Δεκέμβρη του '44 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έμενε προς τη μεριά που ήταν οι Εγγλέζοι και οι άλλοι. Όταν τη συνάντησα μετά, μου μιλούσε για κουβάδες μάτια. Έλεγα πως τρόμαξε και θα της περάσει. Τώρα το μίσος στα μάτια της Έρσης, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έρση.