Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΠολιορκία
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 182-184.
|
▲▲▲
Σημείωση: Ο Μηνάς Παπαθανάσης, κεντρικός ήρωας της Πολιορκίας, συνεργάζεται με τους Γερμανούς εναντίον ελλήνων αριστερών.
Πολιορκία
(απόσπασμα)
Πιάσανε τα σταυροδρόμια κι ερευνούσανε τους περαστικούς. Ξετάζανε τα χαρτιά και σε κεινούς που από την τρομάρα αποδείχνονταν ύποπτοι, τους γυρνούσανε τις τσέπες ανάποδα και τους ψάχνανε ως τις φόδρες. Με την ιστορία τούτη ούτε το καλονιώσαν πότε έφτασε μεσημέρι. Δυο ενόχους που βρήκανε τους βαστάξανε και τους παραδώκανε στο απόσπασμα, που κατέβηκε στη συνοικία σταλμένο από τον κ. Διευθυντή.
Με τ' απόσπασμα ανταμώσανε στην πλατεία της εκκλησιάς. Ήτανε πολυάριθμο, χωροφύλακες μαζί και τσολιάδες - σωστή εκστρατεία. Είχανε μπλοκάρει όλους τους δρόμους και τα σοκάκια. Στην αρχή, καθώς ξεμπουκάρανε με αλαλαγμούς πιστολίζοντας στον αέρα, νόμισε ο κόσμος πως φτάσανε Γερμανοί να μαζέψουν ομήρους. Γίνηκε θρήνος και οδυρμός. Λιγοθυμήσανε κιόλας μανάδες, σκληρίζανε. Έπειτα οι ευζώνοι αρχίσανε συστηματική έρευνα μες στα σπίτια, τους καφενέδες, τις μάντρες. Όσους ξεχωρίζανε υπόπτους τους φορτώνανε με κλωτσιές στα καμιόνια. Μάλιστα, πετύχανε και κάτι πολύ σπουδαίο. Σ' ένα βαθύ υπόγειο ξεθάψανε μια καταπαχτή, με πολύγραφο μέσα, χαρτιά και χειροβομβίδες. Τα νωπά μελάνια μαρτυρούσανε πως ό,τι θα 'χε σταματήσει το ανόσιο έργο. Τους δυο αρσενικούς του σπιτιού, πατέρα και γιο, τους ανεβάσανε στην αυλή και τους ντουφεκίσανε μπροστά στο πηγάδι. Τις γυναίκες τις τραβήξαν απάνω. Απόμεινε έρημο ένα μωρό, που κλαψούριζε λησμονημένο στο πάτωμα. Το περιμαζέψαν οι πονετικές γυναικούλες της γειτονιάς.
Όταν τους συνάντησε ο Παπαθανάσης συμπληρώνανε πια την αποστολή τους. Όλοι τον τριγυρίσαν τότε και τον τραβολογούσαν για μια θερμή χειραψία. Φραγμό δε βάζανε στις εκρήξεις του θαυμασμού. Τ' όνομά του είχε γίνει θρύλος σε φίλους και σε πολέμιους. Αυτές οι απανωτές απόπειρες, η μάνιτα των εχθρών, κι απ' την άλλη το ακατάλυτο σθένος του, ηλεκτρίζαν τη φαντασία. Τα χτεσινοβράδινα, είχανε αναρριπίσει σ' ολωνών τις καρδιές αντραγαθήματα, ηρωικές παραδόσεις κλπ., κλπ… Όλα τούτα τα θυμιατίσματα τού φουσκώσανε τη δυσφορία περσότερο. Αλίμονο, είχε πια περάσει ανεπίστρεπτα ο καιρός που η αναγνώριση της αξίας του αποτελούσε θεάρεστο κεφάλαιο μέσα στη φυσική τάξη του κόσμου. Του χτυπούσε τώρα σα να γυρεύαν με το θαυμασμό τους να τόνε μπολιάσουν κουράγιο, κι ακόμα, σα να ξοφλούσαν έτσι τα χρωστούμενα απέναντί του. Κι αυτό, από κάποιο κύκλο ασφαλισμένο, ένα ύψος απρόσβλητο, απ' όπου σκύφτανε συγκαταβατικά όλοι ετούτοι «στον ταλαίπωρο αδερφό», που τραβάει τη μπόρα. Η συμπαράστασή τους ήτανε στο βάθος υποκρισία, στάχτη στα μάτια, να τον καλοπιάσουνε πάλι, μήπως βαρεθεί να τους παρασταίνει το φρούριο - σαν κορόιδο.
Αλλά σαν άκουσε για την ανακάλυψη της καταπαχτής τον χτύπησε αστροπελέκι. Λειτουργούσανε τέτοια καταχθόνια μες στα ρουθούνια του, κι αυτός μήτε στ' όνειρό του δεν το λογάριαζε! Τον ένα μάλιστα από τους ντουφεκισμένους τον γνώριζε. Τώρα τελευταία είχανε τσουγκρίσει τα ποτήρια στου Μπίσμπα. Και του 'κανε τον οπαδό και το φίλο, η όχεντρα!
—Δεν πρέπει να 'χεις σε κανένα εμπιστοσύνη πια σήμερα, ξομολογήθηκε στον επικεφαλής ταγματάρχη που έστεκε πλάι του.
Ο ταγματάρχης έκανε τα δάχτυλά του να τρίζουν, δάγκωνε και τα χείλια του νευρικά. Τον τράβηξε παράμερα τέλος και του σφύριξε κατάχλωμος το συνταραχτικό νέο:
—Μας αποκήρυξε η Κυβέρνηση. Οι μπολσεβίκοι δεχτήκαν τα υπουργεία και υπογράψανε από κοινού διάγγελμα εναντίον μας. Εθνική ενότητα με τις προφυλακές των Βουλγάρων! Το μήνυσε σήμερα το πρωί το ραδιόφωνο από το Κάιρο. Πρέπει, λέει, αμέσως να εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας και να πετάξουμε ασυζητητί τα όπλα. Αλλιώτικα, θα θεωρηθούμε συνεργάτες των Γερμανών. Δηλαδή, με τα χέρια γυμνά, να παραδοθούμε στο έλεος του όχλου! Στο Θεό σου, αν έχουν κεφάλι! Το φαντάστηκες ποτές σου, να πούμε, εμείς οι δυο… εσύ, να πέσεις στην αγκαλιά εκεινού που σου 'βαλε χτες μπουρλότο! Αφού, μωρέ μάνα μου, το 'χει ορκιστεί να σε ξεπαστρέψει ο Ηρώδης! Δε μελετούν το «Κεφάλαιο»; Ώστε για να σου πριονίσει με το πάσο του το λαρύγγι… Αλλιώτικα θα μας περάσουν, λέει, στρατοδικείο. Γιατί κάναμε το καθήκον μας… Πάει καλά. Αν θα βρούνε τίποτα από τη σκόνη μας να δικάσουν.
—Τι λες! Τι λες! Εγώ σκοπεύω να φτάσω συνταγματάρχης και ν' αποστρατευτώ, πετάχτηκε απροσκάλεστος ένας μοίραρχος κοντοπάχουλος με ξέχειλο προγούλι. Του 'πιασε και κείνος το χέρι και το 'σφιξε με συγκίνηση. -Ναι, ναι, ναι! Τον είχανε τυπωμένο στις από μέσα πτυχές της καλής καρδιάς τους, σαν άγια εικόνα, σα θαυματουργό εικονισματάκι.
Ο ταγματάρχης έκοβε στροφές στα τακούνια του.
—Ο βασιλιάς είναι βλάκας, μουρμούριζε ολοένα. Ο καινούργιος όμως συνομιλητής δεν έχει την ίδια γνώμη.
—Ω, μα τι φταίει! Τι φταίει! Η αιωνία γηραιά Αλβιών. Τα παιχνίδια της αλεπούς. Ναι, αλλά εμάς μας πουλήσαν πάλι και το κεφαλάκι μας τα πληρώνει. Αμάν, πότε θα βάνουμε μυαλό εμείς οι Ρωμιοί, να σκεφτούμε κάποτε και λίγο ρωμαίικα.