Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Λάθος, κύριε Νόιγκερ!

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Λάθος, κύριε Νόιγκερ!, Αθήνα 2010, Πατάκης, σ. 96-99.
  • Σφαγή στα Καλάβρυτα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

Λάθος, κύριε Νόιγκερ!

(απόσπασμα)


Όλη μέρα χτες, Κυριακή, διάβαζα τα βιβλία που φέραμε για τα Καλάβρυτα και το Μέγα Σπήλαιο.

—Κυριακάτικα θα έχει κόσμο στην παραλία, καλύτερα να μην πάμε κι εμείς για μπάνιο, αφού η Γκέρντα έχει πυρετό, είπε ο παππούς.

Και πρώτη φορά χάρηκα που δε θα πήγαινα για κολύμπι. Βρήκα μια καλή γωνία στον κήπο κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα, ως το μεσημέρι.

Θεέ μου, τι πράγματα έμαθα για τη σφαγή! Και ύστερα σου λέει η γιαγιά «πάνε αυτά πια»…

Όλα έγιναν ύστερα από τη μάχη που έδωσαν οι αντάρτες με τους Γερμανούς, έξω από την Κερπινή –έτσι διάβασα. Ογδόντα Γερμανούς αιχμαλώτους έπιασαν οι αντάρτες σε κείνη τη μάχη, τρεις απ’ αυτούς τραυματίες.

Τους οδήγησαν στα Καλάβρυτα, όπου δεν πλησίαζαν Γερμανοί. Οι ντόπιοι τους φέρθηκαν με καλοσύνη —σε όλα τα βιβλία το βρήκα γραμμένο αυτό. Μπορεί να ήταν αγράμματοι πολλοί από τους Καλαβρυτινούς, αλλά ήξεραν όλοι πως οι αιχμάλωτοι, οι τραυματίες και τα γυναικόπαιδα είναι πράγμα ιερό σ’ έναν πόλεμο.

Φαίνεται, ωστόσο, πως του πολέμου η αγριάδα κάνει των ανθρώπων το μυαλό να σαλεύει. Κάποιοι αντάρτες —ποιος ξέρει πόσο βασανισμένοι και χαροκαμένοι από τον εχθρό— σκότωσαν τους τρεις τραυματίες. Και οι ναζί βρήκαν τη δικαιολογία που γύρευαν.

Σε λίγες μέρες, κύκλωσαν την περιοχή και μπήκαν με πολύ στρατό στα Καλάβρυτα, μόλις έφυγαν οι αντάρτες. Πλημμύρισαν τους δρόμους, μπήκαν στα σπίτια κι εγκαταστάθηκαν όπου τους άρεσε. Θα έμεναν για λίγες ημέρες, όσο τους χρειαζόταν για να «ξεκαθαρίσουν» τους ανοιχτούς τους λογαριασμούς.

Ό,τι έβρισκαν —τρόφιμα, σκεπάσματα, ζώα, προμήθειες— τα έπαιρναν με τη βία. Έπειτα έκαψαν τα σπίτια εκείνων που είχαν παιδιά στο αντάρτικο. Τους άλλους τους καθησύχασαν ότι δεν είχαν τίποτα να φοβούνται. Θα τους προστάτευαν, λέει! Την Ελλάδα τη θαύμαζαν και δεν ήθελαν το κακό της! Μερικοί αξιωματικοί μιλούσαν και αρχαία ελληνικά. Ήξεραν απ’ έξω και κομμάτια από τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και το Θουκυδίδη! Μόνο να μην τολμούσε κανείς να το σκάσει από την πόλη. Θα τον τουφέκιζαν.

Στις 12 του Δεκέμβρη, έκαναν σύσκεψη σε κάποιο από τα σπίτια οι αξιωματικοί των ναζί. Κι εκεί αποφάσισαν τη «λύση» για τα Καλάβρυτα. Θα έπαιρναν εκδίκηση τάχα για τους τρεις νεκρούς αιχμαλώτους. Στην πραγματικότητα θα κατέστρεφαν την πόλη ολόκληρη και τους κατοίκους της, για να μην μπορούν ν’ ανεφοδιάζονται οι αντάρτες. Όλη τη νύχτα κι ως τα χαράματα έστηναν γύρω γύρω στους λόφους πολυβόλα και μυδραλιοβόλα.

Πρωί πρωί, τη Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου του 1943, άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες. Πρόσταξαν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο σχολείο. «Θα μεταφερθείτε σε άλλο τόπο, να ζήσετε ήσυχα με τις οικογένειές σας» τους βεβαίωναν. «Καθένας να πάρει μία κουβέρτα και λίγο φαΐ».

Μαζεύτηκαν μικροί και μεγάλοι —τι άλλο να κάνουν; Στο σχολείο άρχισαν οι ναζί να ξεχωρίζουν τους άντρες, από δεκατεσσάρων χρονών και πάνω. Σε μικρές ομάδες τους ανέβαζαν στη ράχη του Καπή. Οι γυναίκες και τα παιδιά σπάραζαν πίσω, από το χωρισμό.

Λίγοι λίγοι μαζεύτηκαν όλοι οι άντρες στην πλαγιά, με μια κουβέρτα στον ώμο, άοπλοι και ανυποψίαστοι για το θάνατο που τους περίμενε. Τους υποχρέωσαν να καθίσουν αμφιθεατρικά σ’ ένα σημείο όπου τίποτα δεν τους προστάτευε. Όλους. Και τους χίλιους τριακόσιους. «Μη φέρνετε αντίσταση» τους φώναζαν. «Θα κάψουμε τα σπίτια, την πόλη, για να μη βρίσκουν κρησφύγετο οι αντάρτες. Ύστερα εσάς θα σας μεταφέρουμε σ’ άλλο χωριό».

Τα γυναικόπαιδα τα κλειδαμπάρωσαν στο σχολείο. Σε λίγο, άρχισαν να βάζουν στα σπίτια φωτιά. Πετούσαν μια σκόνη κι έπειτα, με μια πιστολιά, ξεπετάγονταν αμέσως οι φλόγες. Οι άντρες από ψηλά έβλεπαν αλαφιασμένοι την καταστροφή. Το ίδιο και οι γυναίκες με τα παιδιά, από τα παράθυρα του σχολείου.

Ύστερα, γύρω στις δυόμισι το μεσημέρι, έπεσε μια κόκκινη φωτοβολίδα. Ήταν το σύνθημα για ν’ αρχίσουν τα μυδραλιοβόλα να χτυπούν τους ανυπεράσπιστους.

Διάβασα και ξαναδιάβασα τη φοβερή αυτή σκηνή και στα τρία βιβλία που είχα… Και στα τρία το ίδιο έγραφε. Οι περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν αμέσως. Τους άλλους τους αποτελείωσαν οι ναζί με χαριστικές βολές.

Είχα παγώσει κι ας έκανε ζέστη. Τα χέρια μου τα ένιωθα μουδιασμένα, όμως δεν μπορούσα να σταματήσω. Διάβασα και για τα γυναικόπαιδα.

Όταν τέλειωσαν οι ναζί με τους άντρες, έβαλαν φωτιά για να κάψουν και τα παιδιά και τις μάνες τους μες στο σχολείο. Και θα γίνονταν όλοι κάρβουνο, αν ξαφνικά, δεν έφτανε ένας στρατιώτης, που τίποτα κοινό δεν είχε, φαίνεται, με τους κακούργους ναζί. Άνοιξε κρυφά την πόρτα του σχολείου και τα γυναικόπαιδα ξεχύθηκαν στην αυλή να σωθούν…

Οι ναζί, που νόμιζαν πως είχαν τελειώσει το έγκλημά τους κι έφευγαν πια, πήραν είδηση το στρατιώτη και τον πυροβόλησαν από μακριά. Όμως τις γυναίκες και τα παιδιά δε γύρισαν να τα ξαναμαντρώσουν, δεν τους έριξαν… Ίσως να τους φόβισε το αίμα που είχε αρχίσει να κατρακυλάει σαν ποτάμι από το χωράφι του Καπή.

Με βογκητά και κατάρες έτρεξαν οι γυναίκες κατά τη ράχη. Ανάμεσα στα χίλια τριακόσια πτώματα, βρήκαν δεκατρείς που ζούσαν ακόμα. Ήταν οι μόνοι που σώθηκαν. Τους άλλους τους έθαβαν οι γυναίκες και τα παιδιά τους τρία μερόνυχτα, σκάβοντας το χώμα με τα χέρια, με τα νύχια τους. Γέμισε ο τόπος τάφους, γέμισε και το νεκροταφείο, εφτακόσια μέτρα πιο κάτω…

Μεταδεδομένα

< Γερμανοί > < Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου >