Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΤζιοκόντα
Νίκος Α. Κοκάντζης, Τζιοκόντα, Κέδρος, Αθήνα 1996, σ. 94-95.
|
▲▲
Τζιοκόντα
(απόσπασμα)
Αρχίσανε ύπουλα κι ανεπαίσθητα στην αρχή, τα πρώτα μέτρα τους να φαίνουνται σχεδόν αθώα κι ύστερα να γίνουνται διαρκώς και πιο φανερά, διαρκώς και πιο ανελέητα, καθώς νοιαζόντουσαν διαρκώς και λιγότερο να καλύψουνε πια τις προθέσεις τους. Ζούσα και τα 'βλεπα να γίνουνται, όπως κάμναμε όλοι μας, όπως κάμνανε και οι ίδιοι οι Εβραίοι, ανήμποροι και σαστισμένοι, ανίκανοι να συλλάβουμε την πλήρη έννοια αυτού που γινότανε, με κάθε νέο περιοριστικό μέτρο να πιστεύουμε πως θα 'τανε και το τελευταίο κι άλλο δε θα 'χε, πως δεν ήτανε ανθρώπινα δυνατό να 'χει άλλο, οι Εβραίοι να προσπαθούνε ακόμη και να το ρίχνουνε στο αστείο, εμείς ανίκανοι γι' αστεία, κατάπληκτοι και φρικιασμένοι, πάντα θέλοντας να πιστέψουμε πως δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο το κακό, να πάει παραπέρα από όσο είχε κιόλας φτάσει - κι όμως κάθε λίγο το κακό πήγαινε και πιο πέρα, αν λέγαμε πως ήτανε ανθρωπίνως αδύνατο ξεχνούσαμε, απλούστατα, ότι ήτανε απανθρώπως δυνατό.
Το Άστρο του Δαβίδ τοποθετήθηκε υποχρεωτικά στα σπίτια τους και στα μαγαζιά τους κι έπειτα καρφιτσώθηκε, κίτρινο μεγάλο και φανταχτερό, πάνω στα ίδια τα ρούχα τους, έτσι δείχνοντάς τους σ' όλον τον κόσμο και μαζί αποκόβοντάς τους απ' αυτόν, αρχίσανε οι απαγορεύσεις στην κίνησή τους μέσα στην πόλη, ολόκληρες περιοχές και μαγαζιά και τα τραμ ακόμη απαγορευτήκανε γι' αυτούς. Κι ύστερα ήρθε εκείνη η μέρα όταν όλοι οι άρρενες Εβραίοι υποχρεωθήκανε να συναχτούνε στην πλατεία Ελευθερίας κι εκεί τους αναγκάσανε να γονατίσουνε στο χώμα και να μείνουνε εκεί, ακίνητοι, από τις οχτώ το πρωί μέχρι τις δύο το μεσημέρι, οι νέοι και οι γέροι και οι άρρωστοι κι ακόμα κι οι ραββίνοι, κάτω από το φριχτό τον ήλιο, να τους δέρνουνε και να τους χτυπούνε αν τολμούσανε να κουνηθούνε ή αν δεν αντέχανε και πέφτανε από εξάντληση, χωρίς κανένα λόγο να δώσουνε για τη συγκέντρωση αυτή, τίποτε, μόνος λόγος η υποταγή κι η ταπείνωση, ένα απίστευτο θέαμα ενός απίστευτου μαύρου αστείου που 'βαλε το σημάδι του θανάτου πάνω σ' όλους, τα θύματα αλλά και τους θύτες, κι εμείς το ζήσαμε όλες τις ώρες που κράτησε, το είδαμε να γίνεται μπροστά στα μάτια μας και γυρίσαμε στα σπίτια μας και το σημάδι του θανάτου σφράγισε και τις δικές μας τις καρδιές και τώρα ξέραμε πως τίποτε πια δε θα τους σταματούσε, από τίποτε δε θα υποχωρούσανε. Το είδα κι εγώ να γίνεται και δεν αντιστάθηκα και δεν πολέμησα και μέσα μου θεμελιώθηκε ένα μαύρο μίσος που μ' ακολουθεί από τότε σαν τη σκιά μου.
Τους δυο τελευταίους μήνες ήμασταν μαζί όσο περισσότερο γινότανε, δοσμένοι απελπισμένα ο ένας στον άλλον, μιλώντας πια λίγο αλλά επικοινωνώντας στενότερα από κάθε άλλη φορά. Κάμναμε έρωτα σχεδόν κάθε μέρα, σιωπηλά, άγρια, προσπαθώντας να πάρουμε και να δώσουμε όσο προφθαίναμε στο λίγο καιρό που ήτανε φανερό ότι μας έμενε, ξέροντας τώρα ότι αυτό θα 'τανε με ό,τι θα μέναμε, το υποκατάστατο της ζωής μας μαζί και της ευτυχίας που είχαμε ονειρευτεί, που για ένα διάστημα την είχαμε πιστέψει για σίγουρη, τα δυο αυτά χρόνια που τα 'χαμε ζήσει περπατώντας πάνω από τη γη, όταν μας είχε χαριστεί περισσότερο από όσο θα μπορούσε κανείς να ελπίσει να βρει σε μια ολόκληρη ζωή, και που γι' αυτό είχε έρθει τώρα η ώρα να πληρώσουμε. Κορίτσι μου εσύ με τα πελώρια γκρίζα μάτια, αγάπη όλης της γης, κορίτσι μου ερωτικό κι αγνότατο. Ο Θεός ξέρει πώς δεν έμεινε έγκυος όλο αυτό το διάστημα, ποτέ δεν πήραμε καμιά προφύλαξη, ούτε ξέραμε ότι υπάρχουνε και πώς τις παίρνουνε - μα και δε θα τις είχαμε πάρει ακόμα κι αν το ξέραμε, με τίποτε δε θα νοθευόμασταν. Κι ούτε θα 'χε σωθεί αν είχε μείνει με παιδί. Γιατί, μ' εκείνην την απίστευτη και περήφανη μοιρολατρία της φυλής τους, η οικογένειά της θα προτιμούσε και τότε να χαθούνε όλοι μαζί παρά να την αφήσουνε πίσω τους. Όταν οι πρώτες φήμες γίνανε βεβαιότητα για την επικείμενη συγκέντρωση και αποστολή των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ο πατέρας είχε προτείνει στον Τζακ να την κρύψουμε την Τζιοκόντα όταν εκείνοι θα 'πρεπε να φύγουνε, να την κρατήσουμε για όσο θα χρειαζότανε - κι υπήρχανε αρκετές ελπίδες να μη μας πιάσουνε. Μα κι ο πατέρας της κι η μητέρα της, αν και βαθιά συγκινημένοι για την προσφορά μας, είχανε αρνηθεί χωρίς συζήτηση να χωρίσουνε απ' αυτήν. Κι όταν εγώ της ζήτησα να μην τους υπακούσει και να μείνει μαζί μας, έστω και παρά τη θέλησή τους, όταν την παρακάλεσα και την ικέτεψα, όταν της είπα ότι δεν είχε το δικαίωμα να θυσιάσει τη ζωή της και την αγάπη μας και τα όνειρά μας, μου απάντησε ήσυχα και με μια γαλήνη θανάτου πως ναι, δε θα 'χε κανένα νήμα η ύπαρξή της μακριά μου, παρά μόνο για τις αναμνήσεις που θα 'παιρνε μαζί της, μόνο για τον έρωτα που θα εξακολουθούσε να κουβαλάει μέσα της - αλλά της ήτανε αδύνατο ν' αφήσει τους γονείς της και τ' αδέλφια της να τραβήξουνε στη μοίρα τους κι αυτή να μείνει πίσω για να σώσει τον εαυτό της. Στα μάτια της υπήρχε όλος ο πόνος κι η απελπισία του κόσμου μα η φωνή της ήτανε τόσο ήρεμη κι αποφασιστική που ήξερα ότι βρισκόμουνα πρόσωπο με πρόσωπο με το ίδιο το πεπρωμένο κι ούτε αυτή η ζωή μου δε θα μπορούσε ν' αλλάξει το παραμικρό.