Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το φιντανάκι

Παντελής Χορν, «Το φιντανάκι. Αθηναϊκή ηθογραφία σε τρεις πράξεις», Τα θεατρικά, τ. Β΄, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1996, σ. 243 & 247-250.
  • Η ελληνική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώνα → Η ζωή στην πόλη → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Το φιντανάκι

Αθηναϊκή ηθογραφία σε τρεις πράξεις

(απόσπασμα)


ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ

Η σκηνή παριστάνει αθηναϊκή αυλή. Δεξιά, τελευταίο πλάνο, η μεγάλη πόρτα της εισόδου, και άμα είναι ανοιχτή, στο φόντο φαίνεται η πόρτα της αντικρινής ταβέρνας και κανένα τραπεζάκι. Στο βάθος το διαμέρισμα της κυρα-Κατίνας· μια πόρτα και παράθυρο προς την αυλή. Στο βάθος, δεξιά απ' την πόρτα, η σκάλα που πάει στο πρώτο πάτωμα, εκεί που είναι το διαμέρισμα της Εύας. Φαίνεται στο ύψος του πρώτου πατώματος η πόρτα, το παράθυρο και το μπαλκόνι-χαγιάτι, σαν συνέχεια της σκάλας. Αριστερά, στο πρώτο πλάνο, το διαμέρισμα του κυρ Αντώνη· μια πόρτα και παράθυρο στην αυλή. Αριστερά, στο βάθος, ένα πέρασμα σαν συνέχεια της αυλής, όπου φαίνονται διάφορα ρούχα απλωμένα σε σχοινί. Κάτω από το διαμέρισμα της Εύας, στο βάθος, διάφορες πόρτες και παράθυρα άλλων διαμερισμάτων, αριστερά. Η πόρτα του πλυσταριού και πηγάδι με μαγγάνι δεξιά· μπροστά στο πλυσταριό, απάνω σε κάσες, μια σκάφη με ρούχα μέσα. Μπρος στην πόρτα μουριά, διάφορες γλάστρες μπροστά από τα σπίτια στα παράθυρα, στο χαγιάτι και ψηλά στο πεζούλι της μάντρας, απάνω απ' την πόρτα. Καρέκλες μπρος από τα σπίτια, και τραπεζάκια.

[…]

Κατίνα: Καλώς τον κυρ Αντώνη. Πώς τα πάμε;

Αντώνης: Ας τα λέμε καλά. (Προς τα μέσα.) Περιμένω έξω τον καφέ και το γλυκό.

Τούλα, από μέσα: Έφτασα.

Κατίνα: Ζέστη σήμερα.

Αντώνης: Καμίνι. Και πού δεν έχω να πάω. (Χτυπάει τη σάκα του [του ταχυδρόμου] με χειρονομία ανάλογη.) Να, επιταγές έχω να πληρώσω. Είκοσι μονάχα από την Αμερική.

Κατίνα: Δεν χάθηκε ο κόσμος. Πας και αύριο το πρωί με το δροσό.

Αντώνης: Α! μπα μπα! Να ξεμπερδέψω μια ώρα αρχύτερα! Έγειρα λίγο να ησυχάσω, μα πού να κλείσω μάτι… Κάτι μ' έκαιγε μέσα.

Κατίνα: Η ζέστη βλέπεις. (Η Τούλα μπαίνει με το δίσκο.)

Αντώνης: Ποια ζέστη; Όσο νιώθω πως κρατάω ξένα λεπτά απάνω μου. (Παίρνει γλυκό, πίνει νερό.) Αχ! Κι έπειτα, με περιμένουν όλοι σαν Θεό που λες, κυρα-Κατίνα. (Χτυπάει τη σάκα.) Εδώ είν' οι νόμοι και οι προφήται. (Βγαίνει η Φρόσω κι αρχίζει να πλένει.) Ποιος ξέρει πόσοι θα μείνουν απόψε χωρίς ψωμί, αν εγώ το ρίξω βαριά… Ο πατέρας, ο άντρας, ο αδελφός εκεί κάτω στη ξενιτιά εφρόντισε, ίσως στερήθηκε, για να στείλει. Κι εγώ ν' αμελήσω… Θα ήθελα να κάνουν το ίδιο και στην Τούλα μου;

(Η Τούλα μπαίνει μέσα και ξαναβγαίνει με τη μηχανή του ραψίματος. Τα 'βαλε σε μια καρέκλα κι έπειτα κάθεται σ' ένα σκαμνί και ράβει.)

Κατίνα: Τουλάχιστον ικανοποιείσαι καλά;

Αντώνης: Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι, πότε δεν είναι. Αν ικανοποιόμουνα, θ' άφηνα τη γυναίκα μου και την κόρη μου να δουλεύουν; Τι τα θες, δεν είμαστε τυχεροί. Προχτές ακόμα ο Κωστής ο Πικραμένος άνοιξε μαγαζί στην οδό Ευαγγελιστρίας. Τον είχα τσεράκι στο δικό μου μαγαζί. (Στη Φρόσω.) Τον θυμάσαι;

Φρόσω: Τι βγαίνει, αν εγώ τον θυμάμαι; Εσύ να θυμηθείς τις προκοπές σου. (Στην Κατίνα.) Ντρεπότανε του λόγου του να ζητήσει τα βερεσέδια, κι έτσι μια μέρα βγάλανε το μαγαζί στο σφυρί. Και τώρα τα ίδια. Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια του. Ποιος έχει το μέλι στα δάχτυλα και δεν το γλείφει;

Αντώνης, με αγανάκτηση: Μα γυναίκα αυτά είναι μετρημένα χρήματα. Και να 'θελα, πώς μπορούσα;

Φρόσω: Άλλοι όμως, πώς τα καταφέρνουνε;

Αντώνης: Μα πώς είναι δυνατόν;

Φρόσω: Αμ βέβαια, τι κατάφερες εσύ, στη ζωή σου;

Αντώνης: Εγώ; Έχεις και παράπονα κιόλας που γέρος άνθρωπος γυρίζω μες στους ήλιους; Άρρωστος με σακατεμένη καρδιά.

Φρόσω: Ποιος σου φταίει; Από το κεφάλι σου!..

Τούλα: Κουράζεται τόσο πολύ ο πατέρας για μας.

Αντώνης: Έλα δω! Έλα δω, παιδί μου, εσύ, μονάχη μου παρηγοριά.

Φρόσω, στην κόρη της: Και τι με κόφτει εμένα. Εγώ την πέρασα τη ζωή μου. Εσύ, που θα μείνεις στο ράφι να ιδούμε.

Αντώνης, αφήνει την κόρη του και σηκώνεται: Μια στιγμή ησυχία δεν μ' αφήνεις. Μα πώς; Είκοσι χρόνια τώρα δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε και θα συνεννοηθούμε σήμερα;

Φρόσω: Πώς να συνεννοηθεί κανείς μ' έναν άνθρωπο σαν κι εσένα, που πήρε αποκοπή την τιμιότη;

Αντώνης: Τώρα το 'πες καλά. Βέβαια, εσύ, δεν ήσουνα συνηθισμένη σ' αυτό το φρούτο… νόμισα πως θα σ' αλλάξω, μα γελάστηκα.

Φρόσω: Αν δεν σ' άρεσα μπορούσες να μη μ' έπαιρνες! Μα βλέπεις, στάθηκα άτυχη να μπλέξω μ' εσένα.

Αντώνης: Στάθηκες εσύ… Εσύ, άτυχη! Καλύτερα να σωπάσουμε· ίσαμ' εδώ.

Φρόσω: Όχι… να μιλήσεις… Τι έχεις να πεις;

Αντώνης: Τίποτα! Τίποτα!

Φρόσω: Δε σε συμφέρει βλέπεις.

Αντώνης: Ίσως είναι κι έτσι… Δε με συμφέρει… Σήμερα πια, βέβαια, δεν με συμφέρει. Ένα μόνο ξέρω, πως σαν κλείσω τα μάτια μου θ' αφήσω στο κορίτσι μου ένα τίμιο και καλό όνομα.

Φρόσω: Καλύτερα να της άφηνες μερικές χιλιαδούλες.

Αντώνης, στην πόρτα: Ω! δεν ξέρεις κι άλλο τίποτα· ο νους σου όλο στο χρήμα.

Φρόσω: Βέβαια, άμα τα βρίσκεις σκούρα, το σκας.

Αντώνης: Καλύτερα να 'φευγα για πάντα, βαρέθηκα. Βαρέθηκα πια. (Χάνεται απ' την εξώπορτα.)

Μεταδεδομένα

< Αθήνα > < Θέατρο > < Λαϊκή ζωή >