Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Οι δραπέτες του καστρόπυργου

Λίτσα Ψαραύτη, Οι δραπέτες του καστρόπυργου, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 15-19.
  • Η ελληνική κοινωνία σε εμφύλιο → Στιγμές εμφυλίου → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Οι δραπέτες του καστρόπυργου

(απόσπασμα)


Πλησίαζε το καλοκαίρι του 1948. Είχαμε μαζευτεί από νωρίς στα σπίτια μας. Ο καιρός ήταν ακόμα κρύος στα μέρη μας, κι έπεφτε βροχή όλη μέρα. Μόλις είχαμε τελειώσει το βραδινό μας φαγητό, αραιή σούπα από καλαμποκάλευρο κι ένα κομμάτι τυρί. Η μάνα μας, αμίλητη, μάζεψε τα πιάτα. Κοιταχτήκαμε με την αδερφή μου. Πεινούσαμε ακόμα αλλά δε βγάλαμε μιλιά. Τον τελευταίο καιρό όλο αδειανά ήταν τα στομάχια μας.
Πέσαμε να κοιμηθούμε. Αργούσε να με πάρει ο ύπνος. Να ήταν, άραγε, αλήθεια ότι πλησίαζε η μέρα; Και μόνο που το σκεφτόμουν έτρεμα από τον φόβο μου.

Γλάρωναν τα μάτια μου, όταν εκεί, κατά τα χαράματα, ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μας. Η μάνα μου σηκώθηκε ν' ανοίξει. Η φωτιά έκαιγε ακόμα στο τζάκι. Είδαμε μπροστά μας τον Πέτρο Μπάλα, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού, με το όπλο στον ώμο του.

—Κυρα-Βγενιώ, πού είναι τα παιδιά σου; φώναζε αγριεμένος.

Εγώ και η αδελφή μου η Μαριάνθη είχαμε ζαρώσει κάτω από τις βελέντζες και τρέμαμε.

Ο Μπάλας τράβηξε τα σκεπάσματα και γύρισε στη μάνα μας.

—Ετοίμασέ τα. Να τους βάλεις ζεστά ρούχα, δώσε τους και λίγο ψωμοτύρι για τον δρόμο. Εκεί που θα πάνε θα βρουν μπόλικο φαγητό, καινούρια ρούχα και παπούτσια.

—Πού θα τα πάτε τα παιδιά μας, Πέτρο; τον κοίταζε η μάνα μου πανιασμένη.

—Γιατί ρωτάς; Αφού το ξέρεις, τα είπαμε εδώ και μέρες. Ένα μόνο να θυμάσαι. Τα παίρνουμε για να τα γλιτώσουμε από τις βόμβες των Αμερικάνων κι από τους μοναρχοφασίστες του Εθνικού Στρατού. Στις γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες θα τελειώσουν το σχολείο και το πανεπιστήμιο, θα γίνουν καλοί κομμουνιστές και θα γυρίσουν ν' αγωνιστούν για τη λευτεριά των λαών. Λοιπόν, κάμε αυτά που σου είπα και όταν ξημερώσει να τα φέρεις η ίδια στην πλατεία.

—Μη μου πάρετε τη μικρή… Χήρα είμαι, αφήστε τη να τη δω να μεγαλώνει, να την έχω συντροφιά. Είναι και φιλάσθενο παιδί, με το παραμικρό αρρωσταίνει.

—Κυρα-Βγενιώ, άσε το λόγια και κάμε αυτό που σου λέω, την έκοψε ο αντάρτης.

Μόλις έφυγε ο Μπάλας, η μάνα μου άρχισε το κλάμα και το μοιρολόι, κι ανάμεσα στα δάκρυά της του έριχνε κατάρες και βλαστήμιες που πρώτη φορά άκουγα να βγαίνουν από το στόμα της. Γύριζε σαστισμένη γύρω γύρω, άνοιξε το σεντούκι κι ανακάτευε τα ρούχα. Πρώτα έντυσε εμένα κι ας ήμουν πια μεγάλος, είχα κλείσει τα δεκατέσσερα τον περασμένο Δεκέμβρη. Έπειτα άρπαξε στην αγκαλιά της τη Μαριάνθη και σπάραξαν κι οι δυο στο κλάμα. Η αδερφή μου ήταν δέκα χρονών, ψηλή κι αδύνατη σαν κλαράκι.

—Όχου, συμφορά μου. Πού θα σας πάνε, καμάρια μου; έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου.

Προσπάθησα να την ηρεμήσω.

—Μην φοβάσαι, μάνα. Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου τη Μαριάνθη μας.

—Στέλιο, ψυχούλα μου, είναι κορίτσι όμορφο και μεγαλοδείχνει. Εκεί που θα πάτε μπορεί να της κάμουν κακό οι άντρες…

—Σου ξαναλέω, δε θα την αφήνω στιγμή από τα μάτια μου, σου το ορκίζομαι στην ψυχή του πατέρα μας.

Πιο ήρεμη κάθισε δίπλα στο τζάκι και μας κοίταζε για ώρα. Έπειτα, σαν να πήρε μια απόφαση, σηκώθηκε, άρπαξε το ψαλίδι, έκοψε τις κατάμαυρες κοτσίδες της Μαριάνθης κι έκανε το κεφάλι της γουλί. Εκείνη έσκουζε σαν να την έσφαζαν.

—Μην φωνάζεις, κακόμοιρο, και ξεσηκώσεις όλη τη γειτονιά. Ανοίξετε και οι δυο τ' αυτιά σας κι ακούστε με προσεχτικά. Μαριάνθη, από αυτή τη στιγμή είναι αγόρι και σε λένε Μάριο. Και κάτι ακόμα. Θυμάσαι τον θείο σου τον Κώστα;

—Τον αδερφό σου, το μουγγό;

—Ναι, αυτόν. Θα κάνεις τη μουγγή. Κανένας δε θα σκεφτεί να πειράξει ένα αγοράκι μουγγό. Είσαι έξυπνη και θα τα καταφέρεις. Οι μουγγοί είναι κουφοί, κι επειδή δεν ακούν δεν ξέρουν και να μιλούν.

—Μάνα, δεν μπορώ να είμαι και αγόρι και μουγγό. Κάποια στιγμή θα μου ξεφύγει καμιά κουβέντα και, τότε, αλίμονό μου. Και η Μαριάνθη έβαλε ξανά τα κλάματα.

—Δε θα μιλάς καθόλου. Θα είσαι πάντα κοντά στον Στέλιο για να σε προσέχει. Κάμε αυτό που σου λέω, αλλιώς είσαι χαμένη, κακομοίρα μου. Εμπρός, ορκίσου!

Και η μάνα μου είχε αρπάξει την αδερφή μου και την ταρακουνούσε.

—Ορκίζομαι, μάνα, ορκίζομαι, έλεγε και ξανάλεγε η Μαριάνθη σαστισμένη.

Η ώρα περνούσε. Η μάνα μας βρήκε παλιά ρούχα δικά μου κι έντυσε την αδερφή μου. Έβαλε σε μια άσπρη πετσέτα δυο φέτες ψωμί, δυο κομμάτια τυρί και λίγα ξερά σύκα. Μας φόρεσε κι από ένα σκούφο ως τα μάτια και βγήκαμε στο παγωμένο χάραμα.

Καθώς μου έδινε την πετσέτα με το φαγητό, γύρισε και μας είπε:

—Δε θα πάμε στην πλατεία για να μην αναγνωρίσουν οι χωριανοί τη Μαριάνθη μας. Θα σταθούμε πίσω από την εκκλησιά και την τελευταία στιγμή θα ακολουθήσετε τα άλλα παιδιά. Μέσα στην αναμπουμπούλα και στον πανικό, κανένας δε θα σας προσέξει.

Μόλις πέρασα την αυλόπορτα γύρισα και κοίταξα το σπίτι μας. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Μπορεί να μην το έβλεπα ποτέ πια…

Στην πλατεία γινόταν κλαυθμός και οδυρμός. Τα μικρότερα παιδιά τσίριζαν γαντζωμένα στα φουστάνια των μανάδων τους κι εκείνες τα έσφιγγαν πάνω τους, έκλαιγαν και καταριόνταν. Ο Πέτρος Μπάλας τα τραβούσε από τις μάνες τους και μια νεαρή αντάρτισσα τα έβαζε δυο δυο. Υπήρχαν και μερικές μανάδες που φαίνονταν ευχαριστημένες. Έβαζαν οι ίδιες τα παιδιά τους στη σειρά, εκείνα όμως έδειχναν σαστισμένα και φοβισμένα.

Την τελευταία στιγμή που η θλιβερή φάλαγγα περνούσε από μπροστά μας, η μάνα μου μας έσπρωξε και ακολουθήσαμε τα άλλα παιδιά στον κατηφορικό δρόμο. Μέχρι τη στροφή ακούγαμε τις φωνές, τις βλαστήμιες, τις κατάρες και τα κλάματα των μανάδων. Η τελευταία εικόνα που πήρα μαζί μου ήταν η δική μας μάνα, πετρωμένη, με το χέρι στο στόμα, λες και δεν ήθελε ν' ακουστεί η κραυγή απελπισίας που έβγαινε από τα σωθικά της.

Ο ήλιος άργησε να βγει, λες και ντρεπόταν να δει το δράμα που παιζόταν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό στο χωριό μας, στην Ήπειρο ̶ Μάης του 1948 ήταν.

Μεταδεδομένα

< Ψαραύτη > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Ήπειρος > < Μητέρα > < Εμφύλια διαμάχη >