Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Οι δραπέτες του καστρόπυργου

Λίτσα Ψαραύτη, Οι δραπέτες του καστρόπυργου, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 87-93.
  • Η ελληνική κοινωνία σε εμφύλιο → Στιγμές εμφυλίου → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Οι δραπέτες του καστρόπυργου

(απόσπασμα)


Ήμασταν πια στα 1947. Στο χωριό μας τους τελευταίους μήνες έρχονταν αντάρτες κι από άλλες περιοχές. Ήταν όλοι τους αδυνατισμένοι, βρόμικοι και με κουρελιασμένες στολές. Η επιμελητεία τούς μοίραζε στα σπίτια των χωριανών για να μένουν όσες μέρες θα βρίσκονταν στο χωριό. Όταν έφευγαν έπαιρναν όσα τρόφιμα υπήρχαν, λάδι, αλεύρι, τυριά και όσπρια. Ελάχιστα ζώα γύριζαν τα βράδια στα κατώγια των σπιτιών. Οι χωριανοί τα έβγαζαν να βοσκήσουν και τα βράδια έμεναν στα βοσκοτόπια για να μην τα πάρουν οι αντάρτες.

Στο σπίτι μας είχε μείνει ένα βράδυ ο Ορέστης, ένα παλικάρι γλυκομίλητο, όλο για τους γονείς και τα αδέλφια του μιλούσε που έμεναν στο Κεράσοβο. Η μάνα μου τον φίλεψε με φρέσκο ψωμί, βραστά αυγά και του γέμισε το παγούρι του με γάλα. Την ώρα που έφευγε τον ρώτησε:

—Πού, με το καλό, θα σας πάνε, Ορέστη;

—Στο μέτωπο, κυρά… Γίνεται πόλεμος εκεί πάνω, και ο Δημοκρατικός Στρατός θα αγωνιστεί για να ζήσετε ελεύθεροι.

Κι ενώ όλο και πιο πολλοί αντάρτες έρχονταν στο χωριό μας, μερικοί χωριανοί μας έβρισκαν τρόπο να φεύγουν κρυφά από τα σπίτια τους και να πηγαίνουν σε περιοχές όπου δεν υπήρχαν αντάρτες.

Κάποια μέρα που η μάνα μου χτύπησε την πόρτα της νονάς μου, στο παρακάτω στενό, βγήκε ένας αντάρτης αγριεμένος.

—Πού είναι η Αναστασία; ρώτησε η μάνα μου μουδιασμένη.

—Σκάβουν το λάκκο που θα τους θάψουμε. Τη νύχτα το 'σκασαν πηδώντας από το παράθυρο. Πού θα μου πάνε, όμως… Θα τους πιάσουν τα φυλάκια και τότε θα βλαστημήσουν τη μέρα που γεννήθηκαν…

Η μάνα μου έφυγε αναστατωμένη. Από καιρό έβλεπε τη νονά και τον άντρα της φοβισμένους, σπάνια έβγαιναν πια από το σπίτι τους. Ο μοναχογιός τους υπηρετούσε στον Εθνικό Στρατό, και όλοι στο ανταρτοκρατούμενο χωριό μας τους στραβοκοίταζαν, μερικοί μάλιστα δε δίσταζαν να τους βρίζουν και να τους απειλούν.Με τον ίδιο τρόπο, κρυφά και με χίλιες προφυλάξεις, έφυγαν κι άλλες οικογένειες που είχαν χαρακτηρίσει δεξιές. Οι αντάρτες έμπαιναν στα σπίτια τους, έπαιρναν όσα τρόφιμα έβρισκαν και, ό,τι απέμενε, στρώματα, βελέντζες, ακόμα και ξύλα για το τζάκι, τα άρπαζαν οι συντοπίτες μας.

Καταλάβαμε ότι ο πόλεμος είχε φτάσει πια για τα καλά και στα μέρη μας, όταν οι αντάρτες μάζεψαν όλους τους χωριανούς στην πλατεία και διάλεξαν άντρες και γυναίκες, νέους και δυνατούς, για να μεταφέρουν πέτρες, ξύλα και διάφορα άλλα υλικά για να χτιστούν πολυβολεία πάνω στα βουνά. Δρόμοι δεν υπήρχαν, και όλη τη μέρα, φορτωμένοι, ανέβαιναν σε μέρη που ούτε τα αγριοκάτσικα δεν πλησίαζαν. Γύριζαν τα βράδια κατάκοποι και διψασμένοι, και την άλλη μέρα δεν μπορούσαν να ξανασηκώσουν τα πονεμένα τους κορμιά.

Τη μέρα που είδε η αδερφή μου η Μαριάνθη δυο αντάρτισσες να παίρνουν νερό από τη βρύση, έτρεξε να το πει στη μάνα μας.

—Μάνα, ξανάρθαν οι αποκριές. Δυο γυναίκες φορούν παντελόνια, πουκάμισα και αρβύλες. Έχουν και όπλα περασμένα στον ώμο τους. Μόνο τα γένια και τα μουστάκια τους λείπουν…

Σε λίγο στην πλατεία είχε μαζευτεί όλο το χωριό να δει τις κοπέλες με τις αντάρτικες φορεσιές, που τα λιγνά κορμιά τους έπλεαν μέσα στα φαρδιά ρούχα.

Οι γριές έκαναν τον σταυρό τους κι έλεγαν:

—Πάει, χάλασε ο κόσμος… Ο Θεός θα ρίξει κεραυνούς και θα μας κάψει. Πού ακούστηκε γυναίκες να φορούν παντελόνια; Κύριε ελέησον…

Σε καιρούς ειρηνικούς, όταν ήμουν μικρός, έβλεπα τους χωριανούς να μασκαρεύονται τις απόκριες. Οι άντρες φορούσαν ρούχα γυναικεία, έβαζαν ψεύτικα βυζιά κι έβαφαν τα χείλια και τα μάγουλά τους κόκκινα. Και οι γυναίκες ντύνονταν με παντελόνια και σακάκια, τραγιάσκες στο κεφάλι και έφτιαχναν γένια και μουστάκια με κάρβουνο. Οι χοροί, τα γέλια, τα πειράγματα και τα τραγούδια κρατούσαν ως το πρωί.

Όπως μάθαμε αργότερα, οι δυο αντάρτισσες ανήκαν στον Δημοκρατικό Στρατό, έκαναν βοηθητικές δουλειές, πολλές φορές όμως πολεμούσαν γενναία δίπλα στους άντρες.


Ο Δημοκρατικός Στρατός κυριαρχούσε σε όλη την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Ο θείος Θύμιος δεν έκρυβε τη χαρά του. Το καφενείο του γέμιζε κάθε βράδυ. Ο μόνος που δεν πήγαινε ήταν ο γιος του ο Βαγγέλης. Τη μέρα δούλευε στα κτήματα του πατέρα του και του παππού και τα βράδια διάβαζε. Πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι του παππού για να βρίσκει ησυχία, μακριά από τα αδέρφια του, τον Λευτέρη και τον Νίκο, που όλο τσακώνονταν και δέρνονταν μεταξύ τους.

Οι αντάρτες δεν του το συγχωρούσαν.

—Πολύ ακατάδεχτος είναι ο γιος σου, σύντροφε Θύμιο. Επειδή είναι στέλεχος του κόμματος, δε μας λογαριάζει εμάς. Αλήθεια, γιατί άφησε τη θέση του στην Αθήνα και ήρθε εδώ πάνω να καλογερέψει; Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο και μας το κρύβει; ρωτούσαν οι αντάρτες τον θείο Θύμιο. Εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον γιο του, ότι το κόμμα τον έστειλε λίγο καιρό στο χωριό για να διαβάσει και να τελειώσει τις σπουδές του και ότι γρήγορα θα ξαναγύριζε στην Αθήνα.

—Όλα τα νιάτα της Ελλάδας αγωνίζονται στα βουνά και ο γιος σου νοιάζεται για τις σπουδές του; του απαντούσε ειρωνικά ο Βασίλης ο Γιωργούλης, ο πιο σκληρός και μισητός αντάρτης, χωριανός μας, που δε χώνευε όποιον δεν έσκυβε το κεφάλι μπροστά του.

Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων, όλα τα σπίτια ετοιμάζονταν για να γιορτάσουν. Κάποια μέρα, αντί ν' ακούσουμε την καμπάνα να χτυπάει, μας ξεκούφαναν τουφεκιές και ριπές πολυβόλου.

Σε λίγο ήρθε ο παππούς και μας καθησύχασε.

—Μη φοβάστε. Οι αντάρτες είναι, στο καφενείο του Θύμιου. Έχουν μεθύσει, τραγουδούν και ρίχνουν και καμιά τουφεκιά πάνω στο κέφι τους.

Ακολούθησα τον παππού ως την πλατεία, παρά τις φωνές της μάνας μου. Γινόταν χαλασμός. Χοροί, τραγούδια, κι ο Βασίλης μ' ένα χωνί καλούσε τους χωριανούς να γλεντήσουν όλοι μαζί.

Ο θείος Θύμιος μόλις είδε τον παππού έτρεξε και τον αγκάλιασε.

—Πατέρα, επιτέλους η Ελλάδα απόχτησε κυβέρνηση δημοκρατική, κι ας είναι προσωρινή. Ζήτω ο πρωθυπουργός Μάρκος!

—Και πώς το έμαθες εσύ; Μήπως σε έκαμαν υπουργό; γέλασε ο παππούς.

—Μόλις το είπε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελεύθερης Ελλάδας από τη Γιουγκοσλαβία.

—Με το καλό, γιε μου, να γίνει και μόνιμη. Και πού έχει τα γραφεία της η νέα κυβέρνηση;

—Στα βουνά, πατέρα. Γρήγορα όμως ο Δημοκρατικός Στρατός θα μπει σε μια μεγάλη πόλη και η κυβέρνηση θα έχει τη θέση που της αξίζει. Τα κράτη όλου του κόσμου θα τη σέβονται και θα την υπολογίζουν. Το ξεδοντιασμένο εγγλέζικο λιοντάρι δε θα πληγώνει πια τις σάρκες της Ελλάδας με τα νύχια του, και η πατρίδα μας θα κυβερνηθεί μόνη της.

—Κούνια που σας κούναγε … Ξεχνάτε ότι ο αμερικανικός αϊτός θα περάσει θάλασσες και ωκεανούς και θα έρθει ν' αντικαταστήσει το λιοντάρι. Κι αυτός ο αϊτός είναι νέος και δυνατός, και δε θα αφήσει την κουρασμένη ρωσική αρκούδα να κατασπαράξει την Ελλάδα.

—Πατέρα, περίμενε να βρει πρωτεύουσα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση…

—Και ποια πόλη θα αφήσουν οι υπερασπιστές της να πέσει στα χέρια σας; τον έκοψε ο παππούς.

—Δεν ξέρω, πατέρα. Αυτά τα γνωρίζουν τα μεγάλα κεφάλια …

—Σα να μου φαίνεται, Θύμιο, ότι βιάστηκαν τα μεγάλα κεφάλια να γίνουν κυβέρνηση. Έπρεπε να έπαιρναν μέρος στις περσινές εκλογές του Μάρτη και να έδειχναν τη δύναμή τους στον λαό. Αλλά το κόμμα προτίμησε να κάνει αποχή, να μην ψηφίσει και να βγάλει την ουρά του απέξω, σαν την αλεπού. Και ο πρωθυπουργός Μάρκος μπορεί να είναι έξυπνος και αγωνιστής, αλλά δεν παύει να είναι ένας πρώην καπνεργάτης, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις για να κυβερνήσει τη χώρα σε κρίσιμες στιγμές.

—Πατέρα, σε λίγο θα δεις να γίνονται στον τόπο μας πράματα και θαύματα. Θα τρίβετε όλοι τα μάτια σας…

Ο καημένος ο θείος μου… Δεν ήταν ποτέ αρεστός στη μικρή κοινωνία του χωριού μας. Τα έφερε όμως έτσι ο καιρός, να μπαινοβγαίνουν οι αντάρτες στο καφενείο, να κουβεντιάζουν μαζί του, να ρωτούν τη γνώμη του, πράγματα ανήκουστα, που δεν είχε ποτέ του τολμήσει ούτε να τα ονειρευτεί. Τον θάμπωσαν και οι αντάρτικες στολές, τα σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος, τα όπλα, τα κατορθώματα των ανταρτών. Του θύμιζαν, όπως άλλωστε και σε όλους τους χωριανούς, τα ένδοξα χρόνια των Αρματωλών και των Κλεφτών, που κι εκείνοι είχαν πάρει τα βουνά για να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν την πατρίδα από τους Τούρκους.

Μεταδεδομένα

< Ψαραύτη > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Εμφύλια διαμάχη >