Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Σκοτεινός Βαρδάρης

Έλενα Χουζούρη, Σκοτεινός Βαρδάρης, Κέδρος, Αθήνα 2004, σ. 156-157 & 184-185.
  • Βαλκανικοί Πόλεμοι → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Σκοτεινός Βαρδάρης

(απόσπασμα)


Και ενώ ο Στεφάνος Φουρτούνας λιποτακτεί από τις γραμμές του οθωμανικού στρατού, κάπου έξω από το Ντεμίρ Χισάρ, ο νεαρός αξιωματικός Γκεόργκι Μιχαήλοφ φτάνει μαζί με τη βουλγάρικη μεραρχία στη Θεσσαλονίκη, μία ημέρα αφότου η πόλη έχει περάσει στη δικαιοδοσία του ελληνικού στρατού, δηλαδή στις 29 Οκτωβρίου 1912. Τον βλέπω να μπαίνει στην πολυπόθητη πολιτεία πάνω στο όμορφο καφετί του άλογο. Ιππεύει δίπλα στον στρατηγό Θεοδορόφ. Πίσω τους ακολουθεί με αργό και κουρασμένο βηματισμό η μεραρχία που άργησε και έχασε την ονειρεμένη πόλη. Βρέχει. Μια βροχή, ψιλή, αδιάκοπη, μονότονη, επίμονη. Ωστόσο, ο όμορφος βούλγαρος αξιωματικός Γκεόργκι Μιχαήλοφ δεν φαίνεται να πτοείται. Δεν του είναι άγνωστη αυτή η βροχή. Τη γνώρισε καλά από τα εφηβικά του χρόνια, εκεί, στη δεύτερη πατρίδα του, τη Σόφια. Ούτε και το ότι δεν μπαίνει στη Θεσσαλονίκη ως νικητής φαίνεται να τον πτοεί. Αν τον παρατηρήσεις όμως καλύτερα… Βλέπω εκείνην την φλεβίτσα δεξιά στο μέτωπό σου φουσκωμένη, Γκεόργκι. Ναι, πρέπει να το παραδεχτείς! Σε πρόλαβαν οι Έλληνες, ο παιδικός σου φίλος Στέφανος είναι τώρα πια κύριος και κάτοχος της παραμυθένιας πολιτείας. Κι εγώ, Γκεόργκι, την ξέρω αυτήν την φλεβίτσα. Την έχω ξαναδεί να πάλλεται, το ίδιο φουσκωμένη όπως σήμερα που δεν μπαίνεις στη Θεσσαλονίκη ως νικητής. Θυμάσαι;

Στις 29 Οκτωβρίου του 1912, μία μόλις ημέρα αφότου ο τούρκος αρχιστράτηγος Ταχτσίν Πασάς παρέδιδε τη Θεσσαλονίκη άνευ όρων στον διάδοχο Κωνσταντίνο μαζί με τριάντα χιλιάδες τούρκους στρατιώτες, ο δεκαεννιάχρονος Στέφανος Φουρτούνας, λιποτάκτης του οθωμανικού στρατού, έφτανε στην πόλη. Την ίδια περίπου ώρα, όχι με τα πόδια φυσικά και ούτε στην εξαθλιωμένη κατάσταση ενός λιποτάκτη στρατιώτη, αλλά με δόξες και τιμές, έφτανε στην ελληνική πια πολιτεία και ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Η Θεσσαλονίκη έμοιαζε παραζαλισμένη από την ευτυχία. Για ν' ακριβολογούμε, όχι όλη η Θεσσαλονίκη. Εκεί ψηλά, στις συνοικίες Κασμιγιέ, Χατζή Χασάν, Χότζα, Μπουρχόν, Καζάζ, Χατζή Μουσταφά, καθώς και στην Πλατεία Χορ Χορ, δηλαδή του «Κελαρυστού Νερού», όλα ήταν βουβά και μαγκωμένα. Ψυχή στα καλντερίμια. Ψυχή πίσω από τα καφασωτά παράθυρα. Λες και είχαν σηκωθεί όλοι και είχαν πάρει κιόλας τον δρόμο της δικιάς τους προσφυγιάς… Μα όχι! Αυτή θα κάνει δώδεκα χρόνια να έρθει, και μέχρι τότε οι νέοι κυρίαρχοι της πόλης θα φερθούν με γενναιοδωρία στους παλιούς. Όσο για τις συνοικίες του Ρόγου και της Ετς Χαΐμ κοντά στην παραλία, αυτές έχουν ντυθεί την επιφύλαξη και την καχυποψία. Συναισθήματα μάλλον αμοιβαία με τους νέους κυρίαρχους της πόλης. Η υπόλοιπη όμως πολιτεία παλλόταν. Λες και όλοι οι αέρηδες των Βαλκανίων είχαν κατεβεί και την είχαν σηκώσει ψηλά, χωροστατούντος του Αγίου Βαρδαρίου, που να τος, κλείνει το μάτι στον άλλον, τον πραγματικό Άγιο, που καλπάζει σπιρουνίζοντας με δύναμη το άλογό του, διαπερνώντας τα βαριά σύννεφα, τα λεγόμενα «αϊδημητριάτικα».

Μέσα σ' αυτό το δοξαστικό πανδαιμόνιο, ο Στέφανος Φουρτούνας έφτασε για τρίτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Η εικόνα του ήταν οικτρή. Τόσο, που προτιμώ να μην την περιγράψω. Ένιωθε να πονάει σε όλο του το σώμα. Η βροχή, που μέρες συναντούσε σε όλη αυτήν τη διαδρομή την οποία είχε κάνει με τα πόδια από το Ντεμίρ Χισάρ μέχρι τη Θεσσαλονίκη, του τριβέλιζε τα κόκαλα, και ας ήταν τόσο νεανικά ακόμα. Η ίδια αυτή βροχή λες και είχε περάσει στην ψυχή του και την είχε μουλιάσει τόσο, που στη θέση της είχε αφήσει ένα κομμάτι μαύρη λάσπη. Παρ' όλα αυτά, ο Στέφανος Φουρτούνας είχε συνεχίσει, γιατί ήταν μόνο δεκαεννέα χρονών και δεν του επιτρεπόταν να πει: «Μέχρις εδώ και μη παρέκει».

Μεταδεδομένα

< Θεσσαλονίκη > < Χουζούρη > < Βούλγαροι >