Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΤο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας
Νάταλι Μπακόπουλος, Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, Πατάκης, Αθήνα 2012, σ. 350 & 352-355.
|
▲▲
Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας
(απόσπασμα)
Εντωμεταξύ, ο Μιχάλης είχε κατεβεί από την Κηφισιά στο κέντρο της Αθήνας. Πήγαινε στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην οδό Κυδαθηναίων, όπου είχε εκτεθεί η σορός του Γιώργου Σεφέρη. Ήταν η πρώτη του επίσκεψη στο κέντρο της πόλης από τις αρχές του καλοκαιριού. Τους τελευταίους τρεις μήνες αρνούνταν να πάει για φαγητό στον Ευάγγελο και τη Σιμόν, όπως επίσης να δει έναν εκδότη που ενδιαφερόταν για το έργο του. Είχε αρχίσει να ανησυχεί ότι αυτό που είχε ξεκινήσει ως πολιτική διαμαρτυρία ─ το να μην εκδίδει τα έργα του ─ είτε εξελισσόταν σε συνήθεια είτε οφειλόταν σε τεμπελιά.
[…]
Μπαίνοντας στην εκκλησία, αγνόησε επιδεικτικά τους αστυνομικούς που βημάτιζαν απέξω όλο ύφος. Στο εσωτερικό, είδε έναν παχουλό αστυνομικό, μόνο του δίπλα στα κεριά. (Γιατί; Για να μην πάρει κάποιος κερί χωρίς να ρίξει λεφτά; Ή για να μην το σκάσει με καμιά εικόνα;) Ο αστυνομικός, με το πομπώδες ύφος που έχουν οι αστυνομικοί και οι θρησκευόμενοι, του έριξε μια ματιά αλλά δεν είπε κάτι.
Ελάχιστοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα στην εκκλησία. Φτάνοντας, ο Μιχάλης δεν ήξερε τι να περιμένει. Αλλά, οπωσδήποτε, είχε φανταστεί ότι έξω από την εκκλησία θα υπήρχε μια μεγάλη ουρά από ανθρώπους που θα περίμεναν τη σειρά τους να μπουν για να αποχαιρετήσουν τον ποιητή. Ούτε κατά διάνοια. Όσο κι αν ήθελε να πιστεύει ότι το έθνος λάτρευε την ποίηση και ζούσε γι' αυτήν, το θλιβερό γεγονός ήταν ότι το έθνος ήταν αγράμματο, απ' ό,τι συμπέραινε τώρα. Μια άλλη, πιο ενοχλητική ιδέα τού πέρασε από το μυαλό: πολλοί ποιητές και συγγραφείς ήταν στη φυλακή ή στα ξερονήσια, αποκλεισμένοι από τη δημόσια ζωή.
Λίγοι άνθρωποι κάθονταν στα μπροστινά στασίδια, κοιτάζοντας μπροστά τους, ενώ μια μικρή παρέα (άραγε φοιτητές της Φιλοσοφικής;) ήταν κάπου στη μέση, μιλώντας ψιθυριστά. Ο Μιχάλης είδε αρκετούς φίλους του συγγραφείς, που είχε να τους δει από τις πρώτες μέρες μετά το πραξικόπημα, όταν είχαν μαζευτεί με την ειλικρινή πρόθεση να ανατρέψουν γρήγορα τη χούντα. Όλοι είχαν χάσει την επαφή τους με το κίνημα ─ ή, τουλάχιστον, ο Μιχάλης την είχε χάσει. Η παρουσία τους του υπενθύμισε πόσο είχε αποτύχει να φανεί αντάξιος των υποσχέσεών του. Ίσως και αυτοί να ντρέπονταν, αλλά δεν ήταν ώρα για να συζητήσουν τέτοια πράγματα. Ο Μιχάλης ντρεπόταν για την απραξία του. Τους χαιρέτησε ευγενικά μ' ένα νεύμα και κάθισε μακριά τους, με κατεβασμένο κεφάλι. Δεν γύριζε ούτε όταν άκουγε βήματα πίσω του.
[…]
Μία ώρα αργότερα, παρότι κόσμος πηγαινοερχόταν, η εκκλησία δεν είχε γεμίσει ακόμα. Τέτοια ώρα, όλος ο κόσμος κοιμόταν για μεσημέρι. το ίδιο έκανε συνήθως και ο Μιχάλης. Σκέφτηκε λοιπόν ότι ο πολύς κόσμος θα ερχόταν αργότερα, το απογευματάκι. Σηκώθηκε, χαιρέτησε μ' ένα υποκριτικό νεύμα τον αστυνομικό δίπλα στα κεριά κι έφυγε. Έκανε μια βόλτα στη μικρή πλατεία. Συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα, αγόρασε καφέ κι ένα τοστ. Περίμενε, κοιτάζοντας την εκκλησία από απόσταση.
Μπορεί η εκκλησία να είχε πολύ λιγότερο κόσμο απ' όσο περίμενε ο Μιχάλης, την κηδεία όμως ακολούθησε ένα τεράστιο πλήθος που εξελίχθηκε σε μια μεγάλη και δυναμική διαδήλωση. Δεν ήταν αρκετό, αλλά ήταν κάτι. Καθώς σουρούπωνε και έπεφτε η νύχτα, το πρόσωπο του ποιητή καθρεφτιζόταν στις βιτρίνες της πόλης, σαν εικόνισμα σε συνεχόμενους, αμυδρά φωτισμένους ναούς.