Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Στην άκρη του κόσμου

Γιώργος Ξενάριος, Στην άκρη του κόσμου, Κέδρος, Αθήνα 2011, σ. 298-299 & 315-317.
  • Η δολοφονία του Γεωργίου Α' → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Στην άκρη του κόσμου

(απόσπασμα)


Ένας άντρας, ένας στρατιωτικός γιατρός, περπατούσε αργά πλάι στις ράγες. Πάω στο ίδιο τέμπο με τον συρμό, όπως το παιδικό παιχνίδι που παίζαμε στις Αλυκές, που προσπαθούσαμε να περπατάμε με την ίδια ταχύτητα με την άμαξα, πλάι πλάι, Ο Βασιλεύς!, Ο Βασιλεύς!, ωραίος και ατσαλάκωτος εμφανίστηκε ο βασιλιάς, συνοδευόταν από τον υπασπιστή του, ονόματι Φραγκούδη, ερχόταν από τη μετέπειτα Βασιλίσσης Όλγας κατηφορίζοντας προς το λιμάνι. Ήρθε η ώρα, ο άντρας που τόση ώρα περπατούσε είχε αρχίσει πια να τρέχει, απομακρυνόταν από τις ράγες και από το λιμάνι, τώρα μπροστά στο οπτικό του πεδίο είναι ο βασιλιάς, ο υπασπιστής του κι ένας καφετζής με άσπρη ποδιά. Τον έβλεπα, τον έβλεπα, τρέχει ο στρατιωτικός γιατρός, ανοιχτά τα κουμπιά της στολής του, ανέμιζε στον αέρα το σακάκι, ντυμένος επίσημα, παρά τις ταλαιπωρίες, για την περίσταση, τα μαλλιά αφημένα στον Βαρδάρη, βγάζει το στρατιωτικό του περίστροφο, τρέχει, τρέχει. Ζαλιζόμουν, από το τρέξιμο δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, ο βασιλιάς, ακτινοβολώντας από χαρά, θα παρελάμβανε σε λίγο, από τα χέρια του ίδιου του του γιου, το κλειδί της πόλεως της Θεσσαλονίκης, νικητής και στρατηλάτης, σε προχωρημένη ηλικία πια μα καλοστεκούμενος, με το μακρύ άσπρο μουστάκι του, σε λίγο ο γόνος του θα του δώσει το κλειδί, ένα κλειδί που απέκτησε παλικαρίσια αλλά αφού του τράβηξε πρώτα το αυτί ο άλλος, ο στρατιωτικός γιατρός τρέχει τώρα, το σακάκι σχεδόν έχει φύγει από πάνω του, βγάζει από τη μέση του το στρατιωτικό του περίστροφο, στέκεται επ’ ελάχιστον, σημαδεύει, πιο πέρα ο βασιλικός υιός, ο Διάδοχος δεν καταλαβαίνει τι ζητάει ο στρατιωτικός γιατρός, ούτε ο Ταχσίν και ο Βούλγαρος καταλαβαίνουν, κανείς δεν έχει καταλάβει, ο Αλέξανδρος σημαδεύει, πυροβολεί. Ούτε που έβλεπα μπροστά μου, μία από τις σφαίρες, η μοιραία, βρίσκει τον μονάρχη στην καρδιά, κλονίζεται εκείνος, κλυδωνίζεται, περιστρέφεται, τέρμα ο κόσμος για κείνον, η μοίρα του είχε ενδυθεί τη μορφή του στρατιωτικού γιατρού Αλέξανδρου Σχινά, περιστρέφεται περί τον άξονά του για ελάχιστα δευτερόλεπτα, το βασιλικό κορμί, αργά αργά, ακολουθώντας τον νόμο της βαρύτητας— κοινό σε απλούς θνητούς και σε εστεμμένους αρχηγούς —, πέφτει, πέφτει, πέφτει, ιδού τώρα που κείτεται ξαπλωμένο στο λιθόστρωτο μπροστά από τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, που τον έχτισαν Γάλλοι αρχιτέκτονες, μπορεί και κατ’ εντολήν του ίδιου του Γεωργίου του Α΄, σχεδόν στο λιμάνι, Δεν έβλεπα τίποτα πια, σκοτεινό πέπλο είχε πέσει μπροστά στα μάτια μου, ο υπασπιστής του βασιλιά, Φραγκούδης, τρέχει ξοπίσω του, τον αρπάζει από το μανίκι, το σακάκι όμως του Αλέξανδρου ήταν προ πολλού φευγάτο, το φυσούσε ένας έρημος Βαρδάρης, μένει στα χέρια του υπασπιστή. Όλα είχαν θολώσει, από το πολύ τρέξιμο τα πρησμένα μου πνευμόνια μού φέρναν εμετό, ο Διάδοχος, κρατώντας το κλειδί της πόλεως στο χέρι, σ’ ένα χέρι που είχε μείνει μετέωρο, τώρα καταλαβαίνει τι συμβαίνει βλέποντας τον υπασπιστή Φραγκούδη να τρέχει πίσω από τον Αλέξανδρο. Έτρεχα, έτρεχα χωρίς σταματημό, τρέχει, τρέχει ο Αλέξανδρος, και ο υπασπιστής, κρατώντας ένα άδειο σακάκι στο χέρι, σκύβει πάνω από το μηδενισμένο κορμί του μονάρχη.

[…]

Μόλις το σακάκι μου έμεινε στα χέρια του υπασπιστή, ένιωσα έναν καινούργιο αέρα ελευθερίας να με παίρνει. Ο υπασπιστής Φραγκούδης, μόλις κατάλαβε ότι το μόνο που κρατούσε στα χέρια του ήταν το άδειο σακάκι του Αλέξανδρου, το έριξε πάνω στο μηδενισμένο κορμί του μονάρχη, να το προστατέψει από το κρύο και από άλλη ενδεχόμενη σφαίρα. Βλέποντας τον Αλέξανδρο να τρέχει προς την Παραλία, τρέχει στο κατόπι του, ενώ, ταυτόχρονα, εκστομίζει ουρανομήκη κραυγή: Τον φονιά, τον φονιά, πιάστε τον, πιάστε τον φονιά του βασιλιά. Ο ταγματάρχης Φραγκούδης άρχισε να κυνηγάει τον φονέα του Γεώργιου, και ο τελευταίος άρχισε να κυνηγάει τον εαυτό του, εκεί, στο μεγάλο πλάτωμα, προς την Παραλία, του Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού της Σαλονίκης. Πίσω τους το, εντός ολίγου, άψυχο κορμί του μονάρχη στόλιζε με τη σιωπή του το έρημο πλάτωμα. Αμέσως μετά πλήθος άρχισε να συρρέει μπροστά στον σταθμό. Τον φονιά, τον φονιά, φώναζε ο υπασπιστής Φραγκούδης, κόσμος βάλθηκε να τον κυνηγάει, ανάμεσά τους και μερικοί στρατιώτες, δυο τρεις, γυρίζοντας το κεφάλι του τους αναγνώρισε, τους είχε υπό τις διαταγές του, με τα διακριτικά του Υγειονομικού στις στολές τους, τρέχει, τρέχει ο Αλέξανδρος, τρέχει να γλιτώσει, να συναντήσει τη μοίρα του, ξοπίσω του τώρα πολίτες και στρατιώτες, γέροι και νέοι, Πυροβόλησε τον βασιλέα, σκότωσε τον βασιλιά. Έτρεχα ασταμάτητα, ποτέ μου δεν είχα ξανατρέξει έτσι, ένιωθα την καρδιά μου να σπάει, τα πνευμόνια μου να πρήζονται, τα πόδια μου να χάνονται, να αποξενώνονται από το υπόλοιπο σώμα, έπρεπε να ξεφύγω, έπρεπε;

Τώρα ο Φραγκούδης είχε ξεσηκώσει όλο τον κόσμο, άνθρωποι κυνηγούσαν τον Αλέξανδρο ως την άκρη της προκυμαίας, ως τα όρια στεριάς και θάλασσας, στα όρια του κόσμου. Τότε ένιωσα να φυσάει ένα αεράκι από τη θάλασσα— η αύρα του Θερμαϊκού, ο ζεστός νοτιάς του Λακωνικού; Δεν ξέρω. Τότε πήρα την απόφασή μου. Όπως, ελεύθερα, είχα αποφασίσει να τον σκοτώσω, έτσι και τώρα έπαιρνα, εκεί, πλάι στα βρόμικα νερά του λιμανιού, την απόφαση να παραδοθώ. Στο βάθος φύσηξε ελευθερία.

Ο ταγματάρχης Φραγκούδης, ντυμένος τη στολή του βασιλικού υπασπιστή, πλησίαζε, ολοένα πλησίαζε τον Αλέξανδρο. Ήρθε η ώρα. Τώρα πρέπει να αποφασίζω. Ο χοντρός καφετζής με την άσπρη ποδιά προπορευόταν του κυρίου όγκου των διωκτών του Αλέξανδρου. Πέρα μακριά ανοιγόταν ο Θερμαϊκός, εδώ κοντά βούιζε η απειλή. Εγώ δεν ήξερα αν είχα κάνει καλά. Πλησιάζει κι άλλο ο λεβεντόκορμος Φραγκούδης, τώρα έχει απλώσει το χέρι να πιάσει τον γιακά του βγαλμένου έξω από το παντελόνι πουκάμισου του στρατιωτικού γιατρού. Πίσω ο βασιλικός υπασπιστής, μπροστά το θολό, βρόμικο νερό του λιμανιού. Με χορευτικά βήματα συνέχισαν οι δύο άντρες την απηνή καταδίωξη:

Τώρα είχαν έρθει απέναντι ο ένας στον άλλο. Κοιτάχτηκαν. Σπίθισε μίσος στον ενδιάμεσο χώρο. Βήμα ένα μπρος ο βασικός υπασπιστής, βήμα ένα πίσω ο Αλέξανδρος. Βήμα ένα πίσω ο Φραγκούδης, βήμα ένα μπρος ο στρατιωτικός γιατρός. Πίσω τους το πλήθος.

Ο Αλέξανδρος όμως είχε πάρει την απόφασή του. Λύνοντας τη γραβάτα της στρατιωτικής του στολής, με γυρισμένη την κάννη του περιστρόφου του προς τον εαυτό του, το έτεινε στον Φραγκούδη. Τότε ένιωσα την πιο μεγάλη, την πιο ξέφρενη ελευθερία. Μεγαλύτερη ακόμη και από τη στιγμή που πυροβόλησα τον τύραννο. Φυσούσε το θαλασσινό αεράκι από τον νοτιά, είχα ανοίξει στόμα και ρουθούνια για να μπει πιο βαθιά στα πνευμόνια. Είχα μεθύσει. Εκείνος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Πάρ’ το. Ο ατσαλάκωτος, παρά το τρέξιμο, υπασπιστής αιφνιδιάστηκε. Ξανακοιτάχτηκαν. Ο Αλέξανδρος, με λυμένη τη γραβάτα της στρατιωτικής του στολής, έχοντας πίσω του τα βρόμικα νερά του λιμανιού, κοίταξε, σχεδόν με λύπη, τον λεβεντόκορμο, ατσαλάκωτο Φραγκούδη. Του έδωσε το περίστροφο. Εντάξει, είπε εκείνος στρεφόμενος προς το πλήθος, είναι στα χέρια μας ο φονιάς.

Μεταδεδομένα

< Δολοφονία > < Θεσσαλονίκη > < Βασιλιάς >